ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Στον εφιαλτικό, βουτηγμένο σε μαύρη ατμόσφαιρα, κόσμο ενός περιπλανώμενου τσίρκου

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Εξαιρετική η νέα κινηματογραφική βδομάδα με τέσσερις θαυμάσιες ταινίες: «Το μονοπάτι των χαμένων ψυχών» του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο, ριμέρικ ενός κλασικού φιλμ νουάρ, την «Έρημη χώρα» του Αχμάντ Μπαχράντι και το «Γκάζα, αγάπη μου» των αδερφών Νάσερ, χωρίς να ξεχνάμε την αριστουργηματική «Σκηνές από ένα γάμο» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, που προβάλλεται σε επανέκδοση.

**** Το μονοπάτι των χαμένων ψυχών

Nightmare Alley, ΗΠΑ, 2022. Σκηνοθεσία: Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο. Σενάριο: Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο, Κιμ Μόργκαν, από μύθ. Γουίλιαμ Λίντσεϊ Γκρέσαμ. Ηθοποιοί: Μπράντλεϊ Κούπερ, Κέιτ Μπλάνσετ, Τόνι Κολέτ, Γουίλεμ Νταφόε, Ρούνι Μάρα, Ρον Πέρλμαν, Ρίτσαρντ Τζένκινς, Μαίρη Στίνμπεργκεν, Ντέιβιντ Στράθερν. 150´

Όταν, προς τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 είδα, στην Ταινιοθήκη του Λονδίνου, στη διάρκεια της εκεί παραμονής μου, την πρωτότυπη, συγκλονιστική, βουτηγμένη στη μαύρη ατμόσφαιρα του φιλμ νουάρ, βερσιόν του Nightmare Alley (ελληνικός τίτλος, «Ο αγύρτης»), γυρισμένη το 1947 από τον ´Εντμουντ Γκούλντινγκ, είχα γράψει, στις σημειώσεις που κρατούσα στην περίοδο εκείνη, το πόσο με είχε εντυπωσιάσει η ερμηνεία του τότε σταρ Τάιρον Πάουερ, σε ένα ασυνήθιστο γι’ αυτόν ρόλο (συνήθως ερμήνευε ρομαντικούς και ιπποτικούς ήρωες σε γουέστερν, πειρατικές και ρομαντικές ταινίες) καθώς και η εκπληκτική, ατμοσφαιρική, μαυρόασπρη φωτογραφία του εξαιρετικού, πρωτοπόρου Λι Γκάρμις (καμεραμάν σε μερικές από τις καλύτερες ταινίες του Τζόζεφ φον Στέρνμπεργκ).

Αρκετές φορές (ευτυχώς όχι πάντα) τα ριμέικ ταινιών δεν καταφέρνουν να φτάσουν στο επίπεδο των πρωτότυπων βερσιόν. Είναι όμως φορές, έστω και λιγοστές, που καταφέρνουν να το ξεπεράσουν και άλλες που παραμένουν στο ίδιο καλό επίπεδο. Σε ένα παρόμοιο επίπεδο αισθάνθηκα να βρίσκεται, πολύ νωρίς στην προβολή της, και η ταινία αυτή του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο.

Η ιστορία του Σταν Κάρλαϊλ (Μπράντλεϊ Κούπερ), του αλήτη/αγύρτη, όπως πολύ εύστοχα τον είχε αποδώσει ο προηγούμενος ελληνικός τίτλος, που ξεκινάει και τελειώνει σ’ ένα περιπλανώμενο τσίρκο, έχει τα στοιχεία εκείνα της φαντασίας και του τρόμου που προσελκύουν τον σκηνοθέτη ταινιών όπως «Στη ράχη του διαβόλου», «Ο λαβύρινθος του Πάνα», «Η μορφή του νερού». Στοιχεία που ο Ντελ Τόρο συνδυάζει μ’ εκείνα ρου φιλμ νουάρ, για να αποτίσει φόρο τιμής στο είδος, στον οποίο τον βοηθά ιδιαίτερα και η εξαίρετη, με τα πράσινα σκοτεινά συχνά, χρώματα, φωτογραφία του τακτικού του καμεραμάν, Νταν Λόστσεν.

Από την πρώτη κιόλας εισαγωγική σεκάνς, τοποθετημένη προς τα τέλη της δεκαετίας του ‘30, με τον Σταν να σέρνει ένα πτώμα και να το θάβει στο πάτωμα κι ύστερα να βάζει φωτιά στο απομονωμένο σπίτι του, ο Ντελ Τόρο δημιουργεί την απειλητική, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα της ταινίας, με την κάμερά του να ακολουθεί τον Σταν ως την άφιξη του στο περιπλανώμενο τσίρκο, όπου τον προσλαμβάνει ως κράχτη, ο ιδιοκτήτης του, Κλεμ (Γουίλεμ Νταφόε), με τα παράξενα όντα που φυλάει σε γυάλες, ανάμεσα τους κι ένα παραμορφωμένο έμβρυο.

Εκεί θα γνωρίσει τα διάφορα εκκεντρικά μέλη του τσίρκου, που προσφέρουν το αλλόκοτο θέαμα τους σε ένα διψασμένο για τέρατα κοινό, ανάμεσα τους την Μαντάμ Ζήνα (Τόνι Κολέτ), μια γυναίκα πνευματιστή, και τον αλκοολικό μενταλιστή άντρα της, Πιτ (Ντέιβιντ Στράθερν), την αθώα Μόλι (Ρούνι Μάρς) και τον προστάτη της, τον Μπρούνο (Ρον Πέρλμαν), και το παράξενο geek, ειδος φρικιού (δεν νομίζω ότι το εκφράζει σωστά η μετάφραση «ζώο», που δίνουν οι υπότιτλοι), ενός άστεγου μέθυσου, που ο ιδιοκτήτης του τσίρκου έχει μετατρέψει σε τρομακτικό θέαμα, βάζοντας τον να τρώει ζωντανά πουλερικά – το μόνο πλάσμα με το οποίο ο Σταν αισθάνεται μια πιο ανθρώπινη επαφή, κάτι που μας λέει πολλά για τον ίδιο, όπως ανακαλύπτουμε στη συνέχεια.

Όταν του δίνεται η ευκαιρία, ο Σταν θα δολοφονήσει τον αλκοολικό μενταλιστή, θα του κλέψει το σημειωματάριο, που τον βοηθά να ξεγελά αφελείς πελάτες έτοιμους να αποδεχτούν επαφή με τους νεκρούς, και θα παρασύρει την αθώα Μόλι να τον ακολουθήσει στην αναζήτηση μιας καλύτερης και πιο αποδοτικής ζωής, σε ένα νούμερο που τον οδηγεί από το καρνιβαλίστικο τσίρκο στη μεγαλούπολη και την επιτυχία. Εδώ εισβάλει έντονα και ο κόσμος του φιλμ νουάρ, με την παρουσία της ψυχιάτρου γιατρού Λίλιθ Ρίτερ (Κέιτ Μπλάνσετ), της «μοιραίας» γυναίκας που βοηθά τον Σταν να παρασύρει στο σόου του πλούσιους πελάτες, ανάμεσά τους και τον επικίνδυνο εκατομμυριούχο Έζρα Γκριντλ (Ρίτσαρντ Τζένκινς), και η οποία τελικά αποδεικνύεται πιο πανούργα από αυτόν.

Με τον Ντελ Τόρο και την ομάδα του (ανάμεσά τους και την Ταμάρα Ντέβερελ, που έκανε θαυμάσια δουλειά με την εμπνευσμένη σκηνογραφία της) να μας μεταφέρουν από τις εφιαλτικές ελικοειδείς σήραγγες, τα αποκαλυπτικά τρομακτικά «δωμάτια» και τις ρόδες του λούνα παρκ, στους μακρόστενους διαδρόμους και τους σκοτεινούς δρόμους του Μπάφαλο της Νέας Υόρκης, για να παρακολουθήσουμε την άνοδο και τη πτώση του Σταν, που από ένα τέλεια αυτοελεγχόμενο άτομο σταδιακά αρχίζει να μετατρέπεται σε πρόσωπο αλκοολικό, εύκολο παιχνίδι στα επιδέξια χέρια της πανέξυπνης ψυχολόγου, με τον Μπράντλεϊ Κούπερ και τη Κέιτ Μπλάνσετ να ενσαρκώνουν τέλεια τους βασικούς αυτούς ρόλους τους.

**** Έρημη χώρα

The Wasteland. Ιράν, 2020. Σκηνοθεσία: Αχμάντ Μπαχράμι. Ηθοποιοί: Αλί Μπακέρι, Μαχντί Νασάι, Φαρόκ Νεμάτι. 102´

Να μια ακόμη ταινία που επιβεβαιώνει πως ο ιρανικός κινηματογράφος, αυτός σκηνοθετών όπως οι Αμπάς Κιαροστάμι, Ασγκάρ Φαρχάντι, Τζαφάρ Πανάχι και Μόχσεν Μαχμαλμπάφ, εξακολουθεί να υπάρχει και να δημιουργεί ταινίες συναρπαστικές, που έχουν κάτι να μας πουν και να μας συγκινήσουν.

Παρόλο που πρωτοεμφανιζόμενος, ο Αχμάντ Μπαχράμι, καταφέρνει με την πρώτη του αυτή ταινία, να φτιάξει μια ελεγεία γύρω τόσο από άτομα φυλακισμένα σ’ ένα τρόπο ζωής από τον οποίο δεν μπορούν να αποδράσουν όσο και από ένα εξαφανισμένο τρόπο ζωής και μιας υπό διάλυση κοινωνίας.

Με τον έμπιστο και έμπειρο επιστάτη Λοτφόλα, στο χαμένο στην έρημο εργοστάσιο τούβλων, να μεταφέρει κολώνες πάγου σ’ ένα κάρο, στα πρώτα κιόλας, σε ασπρόμαυρη φωτογραφία, πλάνα της ταινίας, έχεις την αίσθηση πως βρίσκεσαι μπροστά σε μια ταινία ιταλικού νεορεαλισμού. Ατμόσφαιρα που επιβεβαιώνεται με την ιστορία που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας, με τις επαναλαμβανόμενες σκηνές, με τις διαφορετικές, κάθε φορά, ιστορίες των εργατών (θυμίζοντας το «Ρασομόνο» του Κουροσάβα), με τον ιδιοκτήτη του εργοστασίου να εξηγεί στους εργάτες πως στη σύγχρονη εποχή τα τούβλα έχουν αντικατασταθεί από το τσιμέντο και η επιχείρηση ετοιμάζεται να κλείσει.

Αντίθετα όμως με την cinema verite ατμόσφαιρα των νεορεαλιστικών ταινιών, ο Μπαχράμι επιλέγει ένα στιλιζάρισμα στην αφήγηση, με εικόνες εικαστικά εξαιρετικές, με την κάμερα, να καταγράφει τους απλήρωτους, απ’ ότι μαθαίνουμε σύντομα, εργάτες και τις εργάτριες, είτε από ψηλά, στους απογυμνωμένους, ξεχασμένους κι από το θεό, ξερούς χώρους μιας απομακρυσμένης περιοχής είτε μέσα από τους άχαρους, σε μισοσκότεινους, που μοιάζουν με κελιά φυλακής, χώρους εργασίας. Ένα στιλιζάρισμα που φέρνει στο νου ταινίες του Μπέλα Ταρ παρά ταινίες των Ντε Σίκα και Ροσελίνι.

Ο Μπαχράμι χτίζει τούβλο με τούβλο της ιστορία του, ακολουθώντας ένα άνετο ρυθμό, με την κάμερα να κινείται αργά στα πρόσωπα και τους χώρους (εξαιρετικές είναι οι σκηνές με την κάμερα να παρακολουθεί από το παράθυρο του διευθυντή, σε κάθε ένα από τα επεισόδια, τους εργάτες να κουβαλάνε τα τούβλα στην αυλή του εργοστασίου), οδηγώντας μας σε μια αναπάντεχη, καφκική ανατροπή στο φινάλε και επιμένοντας στην καταγραφή των σχέσεων ανάμεσα στα διάφορα πρόσωπα, τονίζοντας τις ταξικές διαφορές, με έναν ιδιοκτήτη που στην πραγματικότητα εκμεταλλεύεται τους απλήρωτους εργάτες του, όπως εκμεταλλεύεται και τη νεαρή εργάτρια για σεξουαλική απόλαυση, αποκαλύπτοντας μάλιστα τη σεξιστική, υποτιμητική στάση του (έμμεσο σχόλιο πάνω στην ίδια την καταπιεστική ιρανική κοινωνία) με τη συμβουλή του στον Λοτφόλα να εγκαταλείψει την ηλικιωμένη γυναίκα του («τώρα θα σου είναι βάρος» του λέει), για μια καινούρια νεότερη γυναίκα.

*** ½ – Γάζα, αγάπη μου

Gaza mon amour. Παλαιστίνη, 2020. Σκηνοθεσία-σενάριο: Άραμπ Νάσερ, Τάρζαν Νάσερ. Ηθοποιοί: Χίαμ Αμπάς, Σαλίμ Ντάου, Μάισα Αμπντ Ελχάντι. 87΄

Μια όμορφη, δοσμένη με χιούμορ, ερωτική ιστορία ανάμεσα σε δυο ηλικιωμένα πρόσωπα, αφηγούνται στην ταινία τους οι αδερφοί Τάρζαν και Άραμπ Νάσερ. Μια ιστορία τοποθετημένη σε μια Γάζα με τους κατοίκους φυλακισμένους από μια ισραηλινή κυβέρνηση που τους αρνείται την ανεξαρτησία τους. Από τη μια έχουμε τον 65χρονο ψαρά Ίσα (εξαίρετος στο ρόλο ο γνωστός μας από το ‘Οσλο» Σαλίμ Ντάου)και από την άλλη την μοδίστρα Σιχάμ (μια το ίδιο εξαιρετική Χίαμ Αμπάς, που πρόσφατα απολαύσαμε στο τηλεοπτικό Succession), στην οποία ο Ίσα δεν τολμά να εκφράσει τον έρωτά του.

Η μπερδεμένη καθημερινότητά τους (με τις σαπουνόπερες, τη Χαμάς και τα home video) αλλάζει όταν ο Ίσα πιάνει στα δίχτυά του ένα αρχαίο άγαλμα του Απόλλωνα, με ξεκάθαρη τη φαλλική σημασία του. Οι αδερφοί Νάσερ αφηγούνται τις συνέπειες με ευρηματικές καταστάσεις, ωραίο, συχνά και παράλογο, χιούμορ που σατιρίζει τη γραφειοκρατία και τα πολιτικά και άλλα προβλήματα και πάντα μέσα από εικαστικά εξαιρετικές εικόνες, για να μας προσφέρουν αυτή την ιστορία έρωτα ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που προσπαθούν να επιβιώσουν σε μια περιοχή, όπου ο αποκλεισμός και οι συνεχείς βομβαρδισμοί από το ισραηλινό κράτος έχουν κάνει τη ζωή ανυπόφορη.