ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Στην κοιλάδα του φανατισμού και της καταπίεσης των σωματικών απολαύσεων

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Μια ταινία γυρισμένη πριν από 55 χρόνια και που προβάλλεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, «Η κοιλάδα των μελισσών» του Τσέχου Φράντισεκ Βλάτσικ, ξεχωρίζει αυτή τη βδομάδα. Μαζί με δυο άλλες εξαιρετικές ταινίες που προβάλλονται σε επανέκδοση: το δοσμένο με μπόλικο, συχνά μαύρο, χιούμορ, ανεπανάληπτο θρίλερ «Ο άγνωστος του εξπρές» του Άλφρεντ Χίτσκοκ και η απολαυστική, γεμάτη ευπρόσδεκτα απρόοπτα, και έξοχες ερμηνείες από ένα μοναδικό τρίο (Λέμον, Μονρόε, Κέρτις) ταινία «Μερικοί το προτιμούν καυτό» του Μπίλι Γουάιλντερ.

**** Η κοιλάδα των μελισσών

Udoli vcel/The Valley of the Bees. Τσεχοσλοβακία, 1967. Σκηνοθεσία: Φράντισεκ Βλάτσικ. Σενάριο: Βλαντιμίρ Κόρνερ, Φράντισεκ Βλάτσικ. Ηθοποιοί: Πέτρ Τσέπεκ, Γιάν Κάσερ, Βέρα Γκαλατίκοβα. 97´

Λιγότερο γνωστός από τους υπόλοιπους συμπατριώτες του, δημιουργούς του τσεχικού νέου κύματος (Μίλος Φόρμαν, Γίρι Μέντζελ, Βέρα Χιτίλοβα, Ιβάν Πάσερ), ο Φράντισεκ Βλάτσικ, κατάφερε, με δυο βασικά ταινίες του, την ιδιαίτερα γνωστή, κλασική σήμερα, «Μαρκέτα Λαζάροβα» (1967), και την κάπως άγνωστη στο δυτικό κοινό, «Η κοιλάδα των μελισσών», γυρισμένη την ίδια χρονιά και στα ίδια βασικά ντεκόρ, με τα ίδια κοστούμια και τους ίδιους ηθοποιούς (για να καλύψει, όπως πίστευαν οι παραγωγοί, τα τεράστια έξοδα της «Μαρκέτα Λαζάροβα»), να πάρει τελικά τη ξεχωριστή θέση που του ανήκει.

Και οι δυο αυτές ταινίες εκτυλίσσονται στο μεσαίωνα, με την πρώτη, μια ποιητική, επική καταγραφή της έχθρας ανάμεσα σε δυο οικογένειες, έχθρα ταυτόχρονα ανάμεσα στο Χριστιανισμό και την ειδωλολατρία (που, το 1998, οι Τσέχοι κριτικοί ψήφισαν την καλύτερη ταινία στην ιστορία του τσέχικου κινηματογράφου), και τη δεύτερη, καυστική κριτικής μιας καταπιεστικής ιδεολογίας στην περίοδο των Σταυροφοριών και ταυτόχρονα ιστορία ενός ομοφυλοφιλικού έρωτα ανάμεσα σε δυο Τεύτονες ιππότες.

Η ιστορία αρχίζει με το γάμο ενός αριστοκράτη γαιοκτήμονα με τη Λενόρα, ένα πολύ νεαρό κορίτσι, στη Βοημία του 13ου αιώνα, με τον Όντρεϊ, το νεαρό γιο του γαιοκτήμονα να προσφέρει στη νύφη για δώρο ένα καλάθι με νυχτερίδες κρυμμένες κάτω από ανθούς. Δώρο που εξοργίζει τον πατέρα του ο οποίος σηκώνει τον Όντρεϊ και τον πετάει με δύναμη στον τοίχο. Φοβούμενος πως ο γιος του θα πεθάνει, ο πατέρας υπόσχεται στο Θεό πως αν τον κάνει καλά θα του αφιερώσει τη ζωή του. Έτσι, όταν ο γιος του συνέρχεται τον παραδίδει στους Τεύτονες ιππότες, ένα μοναστικό στρατιωτικό τάγμα, που αρνιόταν την ιδιοκτησία, τους τίτλους και τη σεξουαλική σχέση με γυναίκες ή άντρες.

Εκεί ο ενήλικας πια Όντρεϊ (Πέτρ Τσέπεκ) θα γνωρίσει και θα γίνει στενός φίλος με τον ιππότη Άρμιν (Γιάν Κάσερ) φιλία που σταδιακά μετατρέπεται σε αμοιβαία έλξη, που ο Βλάτσικ τονίζει μέσα από τις συζητήσεις και τους συχνούς περιπάτους των δυο στο δάσος και στη θάλασσα, όπως στη σκηνή (από τις ωραιότερες της ταινίας), όπου, ξαπλωμένοι γυμνοί, να αυτοτιμωρούνται στο κρύο κύμα για τις αμαρτωλές τους σκέψεις.

Αντίθετα με τον Άρμιν, που πιστεύει σε έναν εκδικητικό θεό (σε μια σκηνή, οι Τεύτονες για να τιμωρήσουν ένα δικό τους, αφήνουν τα σκυλιά να τον κατασπαράξουν), ακολουθώντας πιστά τη μοναστική ζωή και τους κανόνες του τάγματος, ο Όντρεϊ αποφασίζει να εγκαταλείψει αυτή τη ζωή και να επιστρέψει στο πατρικό του κάστρο. Ένας εξοργισμένος, ζηλιάρης Άρμιν αναλαμβάνει, όπως υπόσχεται στον αρχηγό του τάγματος, να εγκαταλείψει το μοναστήρι και να βρει και να φέρει πίσω τον Όντρεϊ. Η συνάντησή τους όμως δεν θα έχει καλά αποτελέσματα. Ο Όντρεϊ θα αντισταθεί, θα εγκαταλείψει μισοπεθαμένο τον Άρμιν και θα επιστρέψει στο κάστρο του, όπου, έχοντας πεθάνει ο πατέρας του, αποφασίζει να παντρευτεί τη νεαρή χήρα, Λεονόρα – ήδη, από την πρώτη σκηνή, με το γάμο του πατέρα του, είχαμε δει τον έφηβο ´Οντρεϊ να κοιτάζει ερωτικά τη Λενόρα.

Ο Βλάτσικ εκμεταλλεύεται όλη αυτή την πορεία των δυο ιπποτών για να δείξει, από τη μια, τον καταπιεσμένο έρωτα του Άρμιν για τον Όντρεϊ, και, από την άλλη, την υποκρισία του φανατικού Άρμιν, μαζί και του τάγματος που εκπροσωπεί, έμμεση αναφορά στο κομμουνιστικό καθεστώς (σε μια συζήτηση μάλιστα του Άμιν με ένα ιερέα, σε ερώτηση του ιερέα αν για να κρατήσεις της ηθική καθαρότητα αναγκαζόταν να κρεμάσει όλο τον κόσμο, ο Άρμιν απαντά, «καλύτερα να εξαφανίσουμε όλη τη ζωή. Θα παραμείνουν οι άγγελοι…»).

Ο ποιητικός ρεαλισμός του Ταρκόφσκι συνδέεται με το μυστικισμό του Μπέργκμαν και το λιτό, αυστηρό στιλ ενός Μπρεσόν, με την ομορφιά των γυμνών τοπίων (των αγρών, του δάσους, της θάλασσα και των κυμάτων πλάι στο μοναστήρι των Τευτόνων) να αντιπαρατίθεται με τον αυστηρό, αφαιρετικό, θα έλεγα απάνθρωπο, χώρο του μοναστηριού και των φανατικών ανθρώπων που το περιστοιχίζουν – χαρακτηριστική είναι η σκηνή όταν ο Άρμιν συναντά μια απλή γυναίκα της περιοχής, και της λέει, «καλύψου γυναίκα»), και με τη βουτηγμένη στο φως (αντίθετα με την ιδέα που συνήθως έχουμε για τον Μεσαίωνα) μαυρόασπρη φωτογραφία του Φράντισεκ Ούλντριτς να συλλαμβάνει όλη την ομορφιά του χώρου.
Ένα ξεχωριστό τσίμπημα των μελισσών με το δικό τους, αναπότρεπτο κεντρί!