Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** Ο έκπτωτος

The Realm/El reino. Ισπανία, 2018. Σκηνοθεσία: Ροντρίγκο Σορόγκογιεν. Σενάριο: Ιζαμπέλα Πένια, Ροντρίγκο Σορόγκογιεν. Ηθοποιοί: Αντόνιο ντε λα Τόρε, Μόνικα Λόπεζ, Γιόζεπ Μαρία Που. 132’

Επίκαιρο πολιτικό θρίλερ του Ροντρίγκο Σορογκόγιεν («Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει»), βραβευμένο με 7 βραβεία Γκόγια, που παρουσιάζει την πρόσφατη πολιτική κρίση στην Ισπανία (και όχι μόνο), μέσα από την ιστορία ενός διεφθαρμένου πολιτικού που κάποια στιγμή αρχίζει να καταρρέει (μήπως σας λέει κάτι και για μας;).

Ο Σορογκόγιεν έφτιαξε, κατ’ αρχάς, ένα ψυχολογικό θρίλερ, με πολιτικό πάντα φόντο, με την κάμερά του να παρακολουθεί, από τα πρώτα πλάνα τον αντι-ήρωά του, τον Μανουέλ Λόπεθ-Βιντάλ (εξαίρετος στο ρόλο ο Αντόνιο ντε λα Τόρε), πολιτικό πρόσωπο της επαρχίας, που ετοιμάζεται να μεταπηδήσει σε μια πιο εκτεταμένη, εθνική πολιτική σκηνή.

Μόνο που η ξαφνική αποκάλυψη ενός σκανδάλου διαφθοράς (η δημοσίευση μιας ηχογραφημένης συζήτησης που αφορά το πλύσιμο μαύρου χρήματος), θα ανοίξει το δρόμο προς τη πτώση του, με τον Μανουέλ να προσπαθεί να βρει τρόπους εκδίκησης (με ανάμεσα στις πιο σημαντικές σκηνές εκείνη της επίσκεψης σ’ ένα πάρτι όπου αποκαλύπτεται ακόμη περισσότερη βρομιά και διαφθορά).

Δεν ξέρουμε ποτέ, αν ο Μανουέλ, όπως μας τον παρουσιάζει ο Σορογκόγειν, ανήκει σε κάποιο κόμμα. Εκείνο που τον ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα είναι το παιχνίδι της εξουσίας και η γενικότερη διαφθορά του κράτους, κάτι που δεν περιορίζεται μόνο στην Ισπανία αλλά έχει γενικότερη απήχηση. Με συνεχείς ανακαλύψεις, με στοιχεία που δημιουργούν περισσότερο μυστήριο αλλά και περιπλοκές στην πλοκή, με ανατροπές που αναπτύσσουν το σασπένς, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να φτιάξει ένα συναρπαστικό θρίλερ πάνω στην παράνοια που κυριαρχεί σ’ ένα μεγάλο τμήμα του σύγχρονου πολιτικού κόσμου, που στηρίζονται στα μεγάλα συμφέροντα και μια ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση..

***** Λα Στράντα/Πουλημένη από τη μητέρα της

La Strada. Ιταλία, 1954. Σκηνοθεσια: Φεντερίκο Φελίνι. Σενάριο: Φεντερίκο Φελίνι, Τούλιο Πινέλι, Ένιο Φλαϊάνο. Ηθοποιοί: Άντονι Κουίν, Τζουλιέτα Μασίνα, Ρίτσαρντ Μπέιζχαρτ. 108´

Μελόδραμα τοποθετημένο όμως μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα της εποχής, δοσμένη με ποιητική, λυρική διάθεση, η ταινία αυτή του Φελίνι, παραμένει ένα από τα πιο όμορφα, συγκινητικά, κλασικά αριστουργήματα του νεορεαλισμού, που βλέπεται και ξαναβλέπεται, με την ίδια πάντα απόλαυση.

Η ταινία αφηγείται τα βάσανα και τις δοκιμασίες στις οποίες υπόκειται η Τζελσομίνα (μια ανεπανάληπτη Τζουλιέτα Μασίνα), μια αθώα, καλοκάγαθη νέα γυναίκα που την εκμεταλλεύεται ο Ζαμπανό (τέλειος στο ρόλο ο Άντονι Κουίν), ένας βάναυσος, κτηνώδης πλανόδιος καλλιτέχνης. Στη βίαιη, συχνά μέχρι κτηνωδίας, συμπεριφορά του Ζαμπανό, η Τζελσομίνα αντιδρά με παιδική αθωότητα (που έχει κάτι από την τσαπλινική προσωπικότητα), ώσπου η εμφάνιση ενός άλλου πλανόδιου καλλιτέχνη/ακροβάτη του τσίρκου, του Τρελού (ένας πολύ καλός Ρίτσαρντ Μπέιζχαρτ), προσφέρει μια αλλαγή στη ζωή της Τζελσομίνας. Αλλαγή που θα διακόψει με τον πιο βίαιο, απάνθρωπο και κυνικό τρόπο ο Ζαμπανό.

Το τσίρκο, η περιπλάνηση, η αθώα κοπέλα που την εκμεταλλεύονται όλοι, είναι στοιχεία που θα αναπτύξει με διαφορετικούς, εντυπωσιακούς και εκπληκτικούς τρόπους στις επόμενες ταινίες του ο Φελίνι (από τις «Νύχτες της Καμπίρια» μέχρι το «Οκτώμιση» και το «Σατυρικόν»). Εδώ, πάντως, ο σκηνοθέτης δεν αφήνει τίποτα ανεκμετάλλευτο για να συνδυάσει τα στοιχεία του νεορεαλισμού (την καταγραφή μιας καθημερινής πραγματικότητας) με στοιχεία ποιητικά αλλά και μπαρόκ, μέσα από εικόνες εκπληκτικής πλαστικής ομορφιάς, και της ωραίας μουσικής του Νίνο Ρότα, και να προσφέρει μια ταινία που είχε παγκόσμια απήχηση (κέρδισε και το ξενόγλωσσο Όσκαρ), ενθουσιάζοντας τόσο κριτικούς και σινεφίλ κοινό όσο και το πλατύ κοινό που συγκινήθηκε με το δράμα της Τζολσεμίνας.

**** ½ – Ζιλ και Τζιμ/Απολαύστε το κορμί μου

Jules et Jim. Γαλλία, 1962. Σκηνοθεσία: Φρανσουά Τριφό. Σενάριο: Ανρί Πιέρ Ροσέ, Ζαν Γκρουό, Φρανσουά Τριφό. Ηθοποιοί: Ζαν Μορό, Όσκαρ Βέρνερ, Ανρί Σερ. 105´

Τρίτη ταινία του Τριφό, μετά τα «400 χτυπήματα» και «Πυροβολείστε τον πιανίστα», το «Ζιλ και Τζιμ» (πρώτος ελληνικός τίτλος: «Απολαύστε το κορμί μου»!) παραμένει ένα από τα καλύτερα και πιο όμορφα δείγματα της γαλλικής νουβέλ βαγκ των σκηνοθετών που είχαν κάνει την εμφάνισή τους την τότε περίοδο (Γκοντάρ, Σαμπρόλ, Ρομέρ, Ρενέ).

Η ταινία στρέφεται γύρω από δυο άντρες, στενούς φίλους, τον Αυστριακό Ζιλ (Όσκαρ Βέρνερ) και τον Γάλλο Τζιμ (Ανρί Σερ) ερωτευμένους με την ίδια γυναίκα, την Κατρίν (Ζαν Μορό), στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα. Δυο φίλους τόσο στενά δεμένους (με τον ένα να μαθαίνει στον άλλο τη γλώσσα του) αλλά και έτοιμους να μοιραστούν την ίδια γυναίκα, που πρωτογνωρίζουν μέσα από. ένα άγαλμά της (όπως θα την περιγράψει, κάποια στιγμή ο Τζιμ, «είναι ένα όραμα, όχι μια γυναίκα για τον ένα από μας»).

Εκείνος όμως, που τελικά την παντρεύεται είναι ο Ζιλ, που την παίρνει μαζί του στην Αυστρία. Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, που στη συνέχεια ξεσπά, οι φίλοι, εχθροί στρατιώτες τώρα, φοβούνται μήπως χρειαστεί να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλο. Με το τέλος του πολέμου, τα πράγματα αρχικά κυλούν ήσυχα, ώσπου ο Τζιμ αποφασίζει να παντρευτεί άλλη γυναίκα, με την Κατρίν να παίρνει μια αναπάντεχη απόφαση…

Τόσο το θέμα του ελεύθερου έρωτα όσο και η γεμάτη ζωντάνια, ευρηματικότητα και ξεχωριστό ενθουσιασμό και ζωτικότητα ανάπτυξη της πλοκής από τον Τριφό ήταν κάτι το εντελώς καινοτόμο για την εποχή του. Με την κάμερα στο χέρι, με πλάνα που άλλοτε κινούνται απαλά και ήρεμα και άλλοτε παγώνουν, με οικονομία στην αφήγηση και ένα μοντάζ που προκαλεί την παράδοση, ο Τριφό καλύπτει περισσότερα από 25 χρόνια στη ζωή των τριών προσώπων του, από νεαρή ηλικία μέχρι ενηλικίωση (ενηλικίωση που αλλάζει και τη στάση τους απέναντι στην Κατρίν), προσώπων που προσπαθούν, απελπισμένα, να κρατήσουν ζωντανή τη χαρά και τον έρωτα των νεανικών τους χρόνων, χωρίς να αντιλαμβάνονται την τραγωδία που τους περιμένει.

Εξήντα σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη προβολή της, η ταινία δεν έχασε τίποτα από την ομορφιά και τη δύναμή της, προσφέροντάς μας ταυτόχρονα και το εξαιρετικό πορτρέτο μιας ανεξάρτητης, ιδιαίτερα γενναίας για τη δεκαετία του ’60, γυναίκας, που η Ζαν Μορό ερμηνεύει με τον πιο δυναμικό και καλύτερο τρόπο.

**** Το σπίτι στην πλατεία Trubnaya

Dom na Trubnoy. Σοβιετική Ένωση, 1928. Βουβή ταινία (με μουσική υπόκρουση). Σκηνοθεσία: Μπόρας Μπάρνετ. Σενάριο: Νικολάι Έρντμαν. Ηθοποιοί: Βέρα Μαρέτσκαγια, Ανέλ Σουτάκεβιτς, Άντα Βόιτσικ, Βλαντιμίρ Φόγκελ. 64´

Η κωμωδία στην πρώτη περίοδο του σοβιετικού κινηματογράφου, την περίοδο του ανοίγματος, νέων, μεγάλων δρόμων, από σκηνοθέτες όπως ο Αϊζενστάιν, ο Ντοβζένκο, ο Πουντόβκιν, αλλά και από πρωτοπόρους όπως ο Βέρτοφ, ο Κουλέσοβ, οι Τράουμπεργκ και Κοζίντσεφ, είχε μια ζωντάνια και ένα εύρος που μόνο στη βουβή αμερικανική κωμωδία του Σένετ και των Κίστοουν Κοπς υπάρχει αντίστοιχο. Μόνο που στις σοβιετικής βουβές κωμωδίες είχαν και μια το πολιτική, συχνά και μια σατιρική χροιά.

Στο πνεύμα ακριβώς της απολαυστικής κωμωδίας «Ο κύριος Γουέστ στη χώρα των Μπολσεβίκων» του Κουλέσοβ (1924) κινείται και η σατιρική κωμωδία «Το σπίτι στην πλατεία Trubnaya» του Μπόρις Μπάρνετ. Εδώ με αφορμή την άφιξη στη Μόσχα της Παράσκα, ενός κοριτσιού από την επαρχία, και οι περιπέτειες του στο σπίτι της πλατείας Τρουμπνάγια, ο Μπάρνετ βρίσκει την ευκαιρία να φτιάξει μια τρελή, με ένα γρήγορο, νευρώδες, μοντάζ, με φλουταρίσματος και άλλες εντυπωσιακές λήψεις της κάμερας, στο πνεύμα των καλύτερων πειραματικών ταινιών του ξένου (ευρωπαϊκού και αμερικανικού) κινηματογράφου. Αξίζει να αναφέρω τις σκηνές στην αρχή (από τις καλύτερες της ταινίας) με την όλη ανακατωσούρα που δημιουργείται στο 7όροφο κτίριο της πλατείας, με τους ένοικους να τρέχουν έξαλλα πάνω κάτω, σκουπίζοντας, καθαρίζοντας, κουτσομπολεύοντας και ανεβοκατεβαίνοντας τις σκάλες.

Οι προσπάθειες της Παράσκα (μια εξαιρετική Βέρα Μαρέτσκαγια) να βρει τη διεύθυνση του σπιτιού, με τους διάφορους Μοσχοβίτες να της δείχνουν με το δάχτυλο απλά προς μια συγκεκριμένη (στην πραγματικότητα αόριστη) κατεύθυνση ή οι σκηνές της προετοιμασίας ενός θεατρικού επαναστατικού έργου, ή ακόμη, οι σκηνές όπου τρέχει στους δρόμους της Μόσχας για να πιάσει τη χήνα της, με το γρήγορο μοντάζ, τα αξελερέ, και την κάμερα σε συνεχή κίνηση, θυμίζουν όχι μόνο τις κωμωδίες του Μακ Σένετ αλλά και τις βουβές κωμωδίες του Ρενε Κλερ.

Ακόμη, ο Μπάρνετ χρησιμοποιεί την ιστορία για να μας δώσει και μια σατιρική εικόνα των Μοσχοβιτών και ορισμένων μελών της που, παρά την επιβολή ενός σοσιαλιστικού συστήματος, εξακολουθούν να εκμεταλλεύονται τους συνανθρώπους τους, όπως ο κουρέας (ένας πολύ καλός Βλάντιμιρ Φόγκελ, που είχε συνεργαστεί με Κουλέσοβ και Πουντόβκιν, πριν δυστυχώς πεθάνει την επόμενη χρονιά σε πολύ νεαρή ηλικία) και η γυναίκα του που εκμεταλλεύονται την Παράσκα. Πρόκειται για ένα μικρό διαμάντι της πρώτης περιόδου του κινηματογράφου που άξιζε να βγει, ύστερα από τόσα χρόνια, στην επιφάνεια!

**** Πριν από την επανάσταση

Prima della rivoluzione. Ιταλία, 1964. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Ηθοποιοί: Αντριάνα Άστι, Φραντσέσκο Μπαρίλι, Άλεν Μιντζέτε, Μοράντο Μοραντίνι. 115´

Πολιτική, μαζί και ποιητική, είναι η δεύτερη αυτή ταινία που γύρισε το καλοκαίρι του 1963 στη γενέτειρά του, Πάρμα, ο 21χρονος τότε Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Ο ήρωάς του, ο Φαμπρίτζιο, γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, είναι ένας με μαρξιστικές αντιλήψεις νέος, χάρη στη φιλία του με τον Αγκοσρίνο, ο οποίος δυστυχώς πεθαίνει από πνιγμό (ίσως αυτοκτονία), με αποτέλεσμα να αρχίζει μια θυελλώδη ερωτική σχέση με τη θεία του, που σταδιακά θα τον οδηγήσει πίσω στην κοινωνική του τάξη.

Βοηθός, στο ξεκίνημά του, του Παζολίνι στο «Ακατόνε», επηρεασμένος από τον Γκοντάρ και τη νουβέλ βαγκ, αλλά και τον Ροσελίνι, ο Μπερτολούτσι έφτιαξε μια ταινία μανιφέστο, με τις γρήγορες εναλλαγές, τις ανατροπές, το κολάζ, που συναντάμε στον ποιητικό βασικά κινηματογράφο των σκηνοθετών αυτών. Με εξοχή φωτογραφία, που εκμεταλλεύεται την ομορφιά των εξωτερικών χώρων, με μια καθαρά προσωπική μάτια, που τη διακρίνει η διαύγεια και η σιγουριά, συνδυάζοντας την κλασική μουσική με εκείνη του Ένιο Μορικόνε, ο Μπερτολούτσι έφτιαξε μια από τις πιο όμορφες, λυρικές ταινίες του, ταινία που εκφράζει με τον καλύτερο, κινηματογραφικά τον πιο εύγλωττο, τρόπο την πολυτάραχη, πολύπλοκη κοινωνικοπολιτική (και όχι μόνο) κατάσταση της τότε εποχής.