ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Κυνηγώντας το άπιαστο αμερικανικό όνειρο

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Καλπάζοντας με το όνειρο

The Rider. ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Κλόε Ζάο. Ηθοποιοί: Μπρέιντι Ζαντρό, Τιμ Ζαντρό, Λίλι Ζαντρό. 104 λεπτά.

Η έκπληξη του μήνα είναι αναμφισβήτητα αυτή η ταινία της γεννημένης στο Πεκίνο και μόνιμα εγκαταστημένης στην Αμερική, Κλόε Ζάο, που είχε κάνει μια εντυπωσιακή πρώτη εμφάνιση στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών, στις Κάνες το 2015, με την ταινία της, «Songs My Brother Taught Me», με φόντο τη ζωή σε καταυλισμό αυτόχθονων Αμερικανών.

Με τη νέα της ταινία (Βραβευμένη στο περσινό Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών και Χρυσή Αθηνά στις Νύχτες Πρεμιέρας), η Ζάο στρέφεται και πάλι στον ίδιο καταυλισμό και τη γύρω περιοχή για να αφηγηθεί την αληθινή ιστορία του Μπρέιντι Ζαντρό, ενός σταρ του ροντέο, ο οποίος, μετά από σοβαρό τραυματισμό που του αφήνει μια σιδερένια πλάκα στο κεφάλι, επιστρέφει στον καταυλισμό των Ινδιάνων του Πάιν Ριτζ, στη Νότια Ντακότα, για να ζήσει κοντά στην οικογένειά του, τον πατέρα του, Τιμ και την αδερφή του Λίλι, που υποφέρει πράγματι από το σύνδρομο Άσπεργκερ (αξίζει να αναφέρω πως και οι τρεις τους αναπαριστούν την πραγματική ζωή τους) και τον παραπληγικό φίλο του, Λέιν Σκοτ. Παρά το τραύμα του και τη συμβουλή του γιατρού πως επιστροφή στο ροντέο μπορεί να του στοιχίσει τη ζωή του, ο Μπρέιντι, που για λόγους επιβίωσης αναγκάζεται να βρει δουλειά σ’ ένα σουπερμάρκετ, προσπαθεί να επανέλθει στο μοναδικό χώρο όπου αισθάνεται πραγματικό ζωντανός.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κινηματογράφος καταπιάνεται με τους ανθρώπους του ροντέο. Ξεκινώντας από την κλασική, και καλύτερη μέχρι στιγμής, ταινία «Σκληροί άντρες» (The Lusty Men, 1952) του Νίκολας Ρέι, με τον Ρόμπερτ Μίτσαμ στο ρόλο ενός τραυματισμένου από ζώο καουμπόη να επιστρέφει στο ροντέο σε μια προσπάθεια κερδίσει τα αναγκαία λεφτά για να αγοράσει ένα αγρόκτημα γι’ αυτόν και τη γυναίκα του. Το 1972 ακολούθησε ο «Τζούνιορ Μπόνερ» του Σαμ Πέκινπα, ένα λυρικό, ελεύθερο ριμέικ της ταινίας του Ρέι, με τον Στιβ ΜακΚουίν στο ρόλο του γερασμένου σταρ του ροντέο που, ύστερα από χρόνια, επιστρέφει στην Αριζόνα για να αποδείξει για μια ακόμη φορά την αξία του. Ενδιάμεσα είχαμε και το «J.W.Coop» (1971), που σκηνοθέτησε ο Κλιφ Ρόμπερτσον, με τον ίδιο στο ρόλο του πρωταθλητή του ροντέο, που, ύστερα από δεκάχρονη σχεδόν φυλάκιση, επιστρέφει στο ροντέο αποφασισμένος να ξανακερδίσει την παλιά του δόξα.

Όλες, πρέπει να πω, ταινίες γύρω από την επιδίωξη της επιτυχίας, με άλλα λόγια του αμερικανικού ονείρου, αλλά και του περάσματος από την παλιά Άγρια Δύση στην Αμερική του «πολιτισμού», της εκμετάλλευσης, της αποξένωσης και διάλυσης του οποιουδήποτε ονείρου. Σ’ αυτή την Αμερική, ο Μπρέιντι, ο ήρωας της Ζάο, προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τη ζωή του, να ξαναβρεί το χαμένο εαυτό του ακόμη κι όταν η καταστροφή και ο θάνατος, με τη σκηνή όπου αναγκάζεται να αφήσει τον πατέρα του να σκοτώσει το τραυματισμένο του άλογο, να μετατρέπεται σε μεταφορά για την ίδια τη «χαμένη» ζωή του ήρωα. Μόνο που, μέσα από την απογοήτευση, το δράμα (τόσο της ταυτιστικής αδερφής όσο και του παραπληγικού φίλου), ο Μπρέιντι καταφέρνει να βρει κάποιο φως και η Ζάο να του αφήσει την πόρτα ανοιχτή για μια ζωή πιο ανθρώπινη, έστω και με τον πόνο και τα προβλήματά της.

Η Ζάο καταγράφει με ντοκιμαντεριστική θα έλεγα λεπτομέρεια την πορεία του ήρωά της, το πάθος του για το ροντέο αλλά και για τη ζωή, ενώ εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο τους ανοιχτούς χώρους της Ντακότα (στις καλύτερες σκηνές αναφέρω εκείνη με τον Μπρέιντι να καβαλικεύει για τελευταία φορά το αγαπημένο του άλογο, πριν το παραδώσει στον άντρα στον οποίο το έχει πουλήσει ο πατέρας του, και να περιφέρεται μέχρι το σούρουπο, στους απέραντους, έρημους χώρους, με την κάμερα να τερματίζει σε μια παρατημένη σέλα), με την ίδια αγάπη που οι παλιοί σκηνοθέτες (από τον Τζον Φορντ και τον Χάουορντ Χοκς μέχρι τον Νίκολας Ρέι και τον Πέκινπα, που ήδη ανάφερα) για να μας δώσει την εικόνα μιας χαμένης (και ξεχασμένης) Δύσης – εικόνα που καταφέρνει να αναπλάσει με την ατμοσφαιρική φωτογραφία του ο Νέιθαν Χάλπερν.

**** Το νησί των σκύλων

Isle of Dogs. ΗΠΑ/Γερμανία, 2018. Σκηνοθεσία: Γουές Άντερσον. Σενάριο: Γουές Άντερσον, Ρόμαν Κόπολα, Τζέισον Σβάρτσμαν, Κουνίτσι Νομούρα. Με τις φωνές των: Μπράιαν Κράνστον, Κόγιου Ράνκιν, Έντουαρντ Νόρτον, Μπιλ Μάρεϊ, Τζεφ Γκόλντμπλουμ, Γκρέτα Γκέργουικ, Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Σκάρλετ Γιόχανσον, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Τίλντα Σουίντον, Γιόκο Όνο, Εφ Μάρεϊ Έϊμπρααμ, Κεν Γουατανάμπε, Αντζέλικα Χιούστον. 101 λεπτά.

Στα κινούμενα σχέδια, που με τόση φαντασία και φρεσκάδα είχε στραφεί για πρώτη φορά με την ταινία του «Ο φανταστικός κύριος Φοξ», επιστρέφει με αυτό «Το νησί των σκύλων» (βραβείο σκηνοθεσίας στο φετινό φεστιβάλ Βερολίνου), ο Αμερικανός σκηνοθέτης Γουές ´Αντερσον. Ταινία που εμπνέεται, όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο σκηνοθέτης, τόσο από τις γιαπωνέζικες (και όχι μόνο) ταινίες animation όσο και από κλασικές ιαπωνικές ταινίες, ιδιαίτερα εκείνες του Ακίρα Κουροσάβα.

Βέβαια, ο ´Αντερσον δεν χρειαζόταν να στραφεί στο κινούμενο σχέδιο για να μπορέσει να αναπλάσει ένα φανταστικό, παράλογο κόσμο μια και οι περισσότερες, με ζωντανά πρόσωπα, ταινίες του κινούνται πάντα σε ένα κόσμο πολύ κοντά σε εκείνο της μαγείας, του παράλογου και της φαντασίας («The Grand Budapest Hotel», «Ιστορίες του φεγγαριού», «Υδάτινες ιστορίες», «Οικογένεια Τένενμπαουμ»).

Η ιστορία της νέας του ταινίας εκτυλίσσεται σε μια Ιαπωνία του μέλλοντος, όπου ο κακός δήμαρχος Μεγκασάκι έχει διατάξει τη μεταφορά όλων των σκυλιών σε ένα απόμερο νησί, όπου, αφού τους έχει σκόπιμα μεταδώσει μια επικίνδυνη γρίπη, σκοπεύει να τα εξοντώσει. Τα πράγματα όμως θα ανατρέψει ο θετός γιος του δημάρχου, ο οποίος καταφέρνει να φτάσει στη νησί και προσπαθεί, με τη βοήθεια μερικών άλλων σκύλων, να ανακαλύψει και να σώσει το δικό του αγαπημένο σκυλί καθώς και όλα τα άλλα παγιδευμένα εκεί σκυλιά.

Ο Άντερσον αντλεί από παντού για να φτιάξει την απολαυστική αυτή, μελαγχολική σε κάποια σημεία, όμορφη πάντα και γοητευτική, ταινία του, που συνδυάζει το παραμύθι και τη φαντασία με την αλληγορία για τον σύγχρονο, λυπηρό κόσμο μας, με τα μεγάλα, επίκαιρα πάντα, θέματα που τον απασχολούν, όπως η οικολογία, η διαφθορά, η διαφορετικότητα και η ανεξέλεγκτη εξουσία. Αντλώντας από τον ιαπωνικό κινηματογράφο και τον Κουροσάβα, που ήδη ανάφερα (το σκουπιδαριό και η όλη εμφάνιση του εγκαταλειμμένου νησιού των σκύλων θυμίζει έντονα το «Ντοντέσκα-ντεν» του), μέχρι τα ευρωπαϊκά αλλά και τα αμερικανικά κινούμενα σχέδια, από την εποχή του ‘30 ως τις μέρες μας (μαζί και τον Ντίσνεϊ της «Λαίδης και του αλήτη»).

Σε αυτά να προσθέσω την σκόρπια, με γνώση τοποθετημένη, αφήγηση, τον συχνά γιαπωνέζικο, χωρίς μετάφραση (που όμως δεν την χρειάζεται), διάλογο, τα εξαιρετικά, απίθανα, πάντα όμορφα, ευρήματα, τους απολαυστικούς, συμπαθητικοί χαρακτήρες των σκύλων (ανάμεσα τους ο Αδέσποτος Αρχηγός που ερμηνεύει ο Μπράιαν Κράνστον, το σκυλί Μάντης που ερμηνεύει η Τίλντα Σουίντον και η Νάτμεγκ της Σκάρλετ Γιόχανσον), την υποβλητική, με γιαπωνέζικης ρυθμούς, μουσική (και πάλι ο Κουροσάβα) και γενικά την όλη εξαιρετική έμπνευση που οδηγεί σε μια από τις πιο όμορφες, μαγευτικές ταινίες του σκηνοθέτη.

*** ½ – Θέλμα

Thelma. Νορβηγία/Γαλλία/Δανία/Σουηδία, 2017. Σκηνοθεσία: Γιοακίμ Τρίερ. Σενάριο: Γιοακίμ Τρίερ, Έσκιλ Βογκτ. Ηθοποιοί: Εϊλι Χάρμποε, Κάγια Γουίλκινς, Χένρικ Ράφαελσεν, Έλεν Ντόριτ Πέτερσεν. 116 λεπτά.

 

Η ταινία καταγράφει την οδυνηρή, εφιαλτική συχνά, πορεία ενός έφηβου καταπιεσμένου κοριτσιού προς την ενηλικίωση, βουτηγμένη σε μια ατμόσφαιρα που συνδυάζει τις ταινίες του Μπράιαν Ντε Πάλμα («Κάρι») με εκείνες του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (ιδιαίτερα αυτές που ασχολούνται με τη θρησκεία και τα καταπιεσμένα αισθήματα).

Είναι η τρίτη φορά μέσα σε μερικούς μήνες που σε ταινία κάνει την εμφάνισή του ένα ελάφι. Ξεκινώντας από την ταινία «Ο θάνατος του ιερού ελαφιού» του Γιώργου Λάνθιμου, προχωρώντας στο ελάφι στην ουγγρική ταινία «Ψυχή και σώμα» της Ίλντικο Ενιέντι και φτάνοντας τώρα, στην ταινία «Θέλμα» του Νορβηγού Γιοακίμ Τρίερ (δημιουργού του «Όσλο, 31η Αυγούστου»). Στα πρώρα κιόλας πλάνα της ταινίας παρακολουθούμε έναν άντρα, παρέα με ένα μικρό κοριτσάκι και κρατώντας ένα κυνηγετικό όπλο, προχωρεί πάνω σε μια παγωμένη λίμνη, ενώ βλέπουμε τα ψάρια να κολυμπάνε κάτω από την παγωμένη επιφάνεια.

Το ζευγάρι προχωρεί σ’ ένα δάσος όπου εμφανίζεται το ελάφι, ο άντρας, που στέκεται πίσω της, αρχίζει να το σημαδεύει με το όπλο του, όταν ξαφνικά στρέφει το όπλο προς το κεφάλι του μικρού κοριτσιού. Τη σημασία αυτής της στροφής του θα τη μάθουμε μόνο προς το τέλος της ταινίας. Στο μεταξύ, αμέσως μετά, μεταφερόμαστε μερικά χρόνια μετά όπου παρακολουθούμε το μικρό κοριτσάκι, που τώρα έχει γίνει έφηβο κορίτσι, η Θέλμα, να κατευθύνεται προς το πανεπιστήμιο.

Η Θέλμα, απ’ ότι σταδιακά ανακαλύπτουμε είναι, όπως και το ελάφι στην αρχή, ένα αθώο πλάσμα. Μια έφηβη καταπιεσμένη κοπέλα, μεγαλωμένη από αυστηρούς, υπερπροστατευτικούς γονείς, μέσα σε αυστηρές χριστιανικές αρχές, που φτάνει στο πανεπιστήμιο του Όσλο για να σπουδάσει Βιολογία. Παρόλο που βρίσκεται μακριά από τους γονείς της, η Θέλμα τηλεφωνεί κάθε μέρα στον πατέρα της και του λέει με κάθε λεπτομέρεια τι έκανε, και συζητά μαζί του τα προβλήματά της. Μοναχική, καταπιέζοντας τα αισθήματά της, η Θέλμα περιφέρεται σαν σε όνειρο, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει τα παράξενα φαινόμενα που της συμβαίνουν: τα νυχτερινά, με σεξουαλικά σύμβολα, όνειρα (οι και φαντασιώσεις;) με ένα φίδι να σέρνεται στο σώμα της, οι υπερφυσικές δυνάμεις που ανακαλύπτουμε πως έχει και που δεν μπορεί να ελέγξει, η έλξη, τέλος, και η ερωτική σχέση της με ένα άλλο κορίτσι.

Τα πράγματα ξεκινούν όταν, νωρίς στην αρχή, στην τεράστια βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου όπου μελετά, λίγα λεπτά μετά που ένα άλλο νεαρό κορίτσι, η Άνια έρχεται και κάθεται δίπλα της, η Θέλμα παθαίνει κρίση, αρχίζει να τρέμει και πέφτει στο πάτωμα με το κορμί της να σπαράζει σαν από επιληψία. Η Άνια θα την βοηθήσει, θα γίνουν φίλες και κοντά της θα αρχίσει ν’ αλλάζει τρόπο ζωής: θα πάνε σε κλαμπ, θα χορέψει, θα μεθύσει πίνοντας μπύρα και θ’ αρχίσει να ποθεί (ή και να ερωτεύεται) την Άνια. Στοιχεία που θα τη φέρουν σε σύγκρουση με τους γονείς της, ιδιαίτερα με τον πατέρα της (κάπου, εκεί, ο Τρίερ στρέφεται και το οιδιπόδειο σύμπλεγμα) και θα την οδηγήσουν σε απελπιστικές λύσεις πριν τελικά καταφέρει να ξεπεράσει τα διάφορα εμπόδια και να ανακαλύψει και να αποδεχτεί τον πραγματικό της εαυτό: τη γυναικεία της υπόσταση.

Παράλληλα με τις καταπιεσμένες σεξουαλικές επιθυμίες της που αρχίζουν να βγαίνουν στην επιφάνεια, ο Τρίερ καταγράφει και την έρευνα της Θέλμας να εξερευνήσει το παρελθόν της και ν’ ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από τις «επιληψίες» της και τις επικίνδυνες υπερφυσικές της δυνάμεις. Έρευνα που ο Τρίερ αφηγείται με το στιλ του θρίλερ, μαζί και μια δόση του φανταστικού, παρουσιάζοντας το κάθε το πάντα από την πλευρά της Θέλμας. Με την Έιλι Χάρμποε να ενσαρκώνει με δύναμη τη Θέλμα, τονίζοντας άλλοτε την εύθραυστη, αθώα πλευρά του χαρακτήρα της και άλλοτε την αποφασιστικότητα και το πάθος του κοριτσιού που ανακαλύπτει τις «θαυματουργές», απελευθερωτικές πλευρές της προσωπικότητάς της.

*** ½ – Μποέμικη ψυχή

Djam. Γαλλία/Ελλάδα/Τουρκία, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τονί Γκατλίφ. Ηθοποιοί: Δάφνη Πατακιά, Σιμόν Αμπκαριάν, Μαρίν Καγιόν, Κίμων Κουρής. 97 λεπτά.

Μια όμορφη πορεία στο ρεμπέτικο και το σμυρνέικο τραγούδι μέσα από το ταξίδι μιας Ελληνίδας, της Τζαμ, που πάει στην Κωνσταντινούπολη για να βρει ανταλλακτικό για τη μηχανή του σκάφους του θείου της, παρουσιάζει στη νέα του (συμπαραγωγή με την Ελλάδα) ταινία ο γνωστός Γαλλοαλγερινός σκηνοθέτης Τονί Γκατλίφ («Gadjo Dilo», «Οι αγανακτισμένοι», «Τζερόνιμο: μια ιστορία αγάπης»). «Ρόουντ-μούβι» όπως και όλα τα άλλα που μας έχει παρουσιάσει στο παρελθόν ο σκηνοθέτης, με πολύ ενδιαφέρουσες, ωραίες συναντήσεις (ανάμεσά τους και με τη ξεριζωμένη Γαλλίδα Αβρίλ, που η Τζαμ συναντά στην Πόλη και η οποία συμπληρώνει με τον καλύτερο τρόπο το οδοιπορικό), με περιπέτειες, πάντα με τη συνοδεία μουσικής. Ταυτόχρονα ένα ανατρεπτικό οδοιπορικό, ύμνος στην Ευρώπη, το ρεμπέτικο και την ελευθερία.

Παρά τις κάποιες αδυναμίες στο σενάριο, η ταινία του Γκατλίφ παραμένει μια όμορφη, γεμάτη ζωντάνια, αγάπη για τη μουσική και τους ανθρώπους της, ταινία, με την Ελληνίδα Δάφνη Πατακιά, αξέχαστη στο ρόλο της δυναμικής, γεμάτης ζωή αλλά και θρασύτητα Ντζαμ, να δανείζει τη δική της εκπληκτική ενέργεια στην ταινία.

 

 

** ½ Κωστής Παπαγιώργης, ο πιο γλυκός μισάνθρωπος

Ελλάδα, 2017. Ντοκιμαντέρ. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ελένη Αλεξανδράκη. Παρουσιάζονται οι: Ακύλλας Καραζήσης, Ζυράννα Ζατέλη, Αργύρης Πανταζάρας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Μαρία Πανουριά. 92 λεπτά.

Το πορτρέτο του αντισυμβατικού συγγραφέα Κωστή Παπαγιώργη παρουσιάζει η Ελένη Αλεξανδράκη μέσα από αυτό το ντοκιμαντέρ της (βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηαμτογράφου). Χωρίς ποτέ να βλέπουμε τον ίδιο τον Παπαγιώργη (ο ίδιος απέφευγε τις δημόσιες εμφανίσεις), αλλά μέσα από τις αφηγήσεις ανθρώπων που τον γνώρισαν, ανάμεσά τους και τη συγγραφέα Ζυράννα Ζατέλη, τον εκδότη του Θανάση Καστανιώτη και άλλους. Μέσα από αφηγήσεις και κείμενα (που διαβάζουν οι ηθοποιοί Ακύλλας Καραζήσης και ο Αργύρης Πανταζάρας), με μια διακριτική προσέγγιση κι ένα σωστά ελεγμένο ρυθμό, η Αλεξανδράκη κατάφερε να φτιάξει μια αρκετά συναρπαστική εικόνα του «πιο γλυκού μισάνθρωπου», κάνοντάς σε να θέλεις να διαβάσεις τα βιβλία του – κάτι που δεν είναι και τόσο εύκολο.

** ½ – Κρίση

Krisis. Γερμανία, 2018. Ντοκιμαντέρ. Σκηνοθεσία-σενάριο: Βόλφγκανγκ Ράινκε. Φωτογραφία: Κόλια Κρούγκμαν, Χοσέ Αντόνιο Σάμπο, Αλεξάνδρα Μένογλου. 99 λεπτά.

Μέσα από τη δουλειά του Αλληλέγγυου Ιατρείου του Πειραιά, ο 44χρονος Γερμανός σκηνοθέτης Βόλφγκανγκ Ράικε, και συγκεκριμένα εκείνη τριών βασικά μεσήλικων ανθρώπων, προσπαθεί, και σε μεγάλο βαθμό καταφέρνει, να δώσει την εικόνα της κρίσης (οικονομικής και πολιτικής) στην Ελλάδα από τον Ιανουάριο του 2015 (λίγο πριν από τις εκλογές που έφεραν στην εξουσία τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ) μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2016, δηλαδή μετά τις εκλογές και την αλλαγή που ακολούθησε. Μέσα από τους τρεις αυτούς ανθρώπους, που δουλεύουν με πάθος και αμισθί στο Ιατρείο, ο φακός του Ράινκε καταγράφει τα διάφορα κοινωνικά και άλλα προβλήματα που μαστίζουν σήμερα τη χώρα μας.