ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Προκλητική αναρχική σάτιρα από Ρουμανία και καταπιέσεις και συμβιβασμοί της καθημερινής ζωής από Νότια Κορέα, σε δυο βραβευμένες στο Βερολίνο ταινίες

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Ατυχές πήδημα ή παλαβό πορνό

Bad Luck Banging or Loony Porn/Babardeala cu bucluc sau porno balamuc. Ρουμανία, 2021. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ράντου Τζιούντε. Ηθοποιοί: Κάτια Πασκαρίου, Κλαούντια Ιερεμία, Ολυμπία Μαλάι. 106΄

Προκλητική, αναρχική, στο πνεύμα των ταινιών του Μπουνιουέλ, είναι η ρουμάνικη ταινία ««Ατυχές πήδημα ή παλαβό πορνό» του γνωστού μας Ρουμάνου Ράντου Τζιούντε («Άφεριμ!», «Δεν με νοιάζει αν η ιστορία μας χαρακτηρίσει βάρβαρους»), που κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στο φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου.

Μια ακόμη εξαιρετική ταινία στο πνεύμα των άλλων ταινιών σκηνοθετών του ρουμανικού «νέου κύματος» (Κρίστι Πούιου, Κορνέλιου Παρουμπόιου και Κρίστιαν Μουντζίου), με τον σκηνοθέτη να χρησιμοποιεί όχι μόνο την πρόσφατη ιστορία της χώρας του αλλά και τον Covid-19 και σκηνές πορνό για να κάνει μέσα από μια, συχνά τολμηρή, πειραματική μορφή, και διανθισμένη με σατιρική διάθεση και μαύρο συχνά χιούμορ, επίθεση ενάντια στην ίδια την κοινωνία της Ρουμανίας.

Χωρισμένη σε τρία μέρη, η ταινία αρχίζει μ’ ένα μαγνητοσκοπημένο, πολύ τολμηρό σεξ (που μοιάζει με σκληρό πορνό) ανάμεσα σε μια δασκάλα, την Έμι. και τον άντρα της, μαγνητοσκόπηση που, όπως μαθαίνουμε στη συνέχεια, έχει ανεβεί στο ιντερνέτ και την έχουν δει τόσο οι μαθητές όσο και οι καθηγητές του σχολείου όπου διδάσκει η Έμι.

Στη συνέχεια βγαίνουμε στους δρόμους της Βουδαπέστης για να παρακολουθήσουμε τις αντιδράσεις των κατοίκων στον κορονοϊό, με άλλους να φοράνε τη μάσκα, κάποιους να αντιδρούν όταν ένας μπαίνει χωρίς μάσκα σε μαγαζί κι άλλος να υποστηρίζει πως η θεία μετάληψη σκοτώνει τον ιό (επεισόδια που, όπως όλοι γνωρίζουμε, συμβαίνουν σήμερα παντού). Με ένα αναπάντεχο φινάλε τριών ειδών (διαλέγετε και παίρνετε), όπου είτε δέχεστε την ταινία για ένα απλό αστείο, ή σαν κάτι το εντελώς διαφορετικό και πως οι απάνθρωπες δοκιμασίες της Έμι δεν αφορούν μόνο αυτήν!

Στο δεύτερο μέρος, που τιτλοφορείται «μικρό λεξικό ανέκδοτων, σημείων και θαυμάτων», ο Τζιούντε παραθέτει τις απόψεις του για την ιστορία αλλά και την τέχνη, μέσα από τίτλους (ναζισμός, μιλιταρισμός, Εκκλησία, Γαλλική Επανάσταση, Ρομπότ, κινηματογράφος, κ.ά.). Για να μας μιλήσει για τη συνεργασία της Καθολικής Εκκλησίας με τους ναζί, τις στρατιωτικές καταστολές ενάντια στους πολίτες, αλλά και για τις απόψεις του για τον κινηματογράφο («η γυαλισμένη ασπίδα της Αθηνάς», όπως τον περιγράφει) και τις άλλες τέχνες.

Για να καταλήξουμε στο τρίτο, και πιο σημαντικό, μέρος, το «Πράξη και υπονοούμενα», όπου, στην αυλή του σχολείου, τα μέλη του συλλόγου γονέων και δασκάλων της Σχολής, «δικάζουν την Έμι για το πορνό βίντεο. Ευκαιρία για τον Ράντου Τζιούντε να σατιρίσει την υποκρισία της ρουμάνικης κοινωνίας και να αποκαλύψει τον συντηρητισμό, το ρατσισμό, τον αντισημιτισμό, το μισογυνισμό και τις εθνικιστικές και διάφορες άλλες απαράδεκτες, ακροδεξιές θέσεις πολλών συμπατριωτών του.

**** Η γυναίκα που έτρεχε

The Woman Who Ran/Domangchin yeoja, Νότια Κορέα, 2020. Σκηνοθεσία-σενάριο: Χονγκ Σανγκ-σου. Ηθοποιοί: Κιμ Μιν-χι, Σονγκ Σέον-μιΛι Έουν-μι. 77΄

Ο Νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης Χονγκ Σανγκ-σου είναι γνωστός στον κόσμο των φεστιβάλ (Κανών, Βερολίνο, Λοκάρνο) με μια σειρά εξαιρετικές, συχνά βραβευμένες ταινίες («Σε μια άλλη χώρα», «Στην ακρογιαλιά τη νύχτα, μόνος», «Η επόμενη μέρα», «Ξενοδοχείο κοντά στον ποταμό», κ.ά.). Ταινίες που ξεχωρίζουν για ένα είδος οικογενειακού ρεαλισμού που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης, συχνά με σκηνές να εκτυλίσσονται σε δρόμους, εστιατόρια, καφέ, ξενοδοχεία και διαμερίσματα.

Όπως ακριβώς συμβαίνει και στη νέα του αυτή ταινία, την 77λεπτη «Η γυναίκα που έτρεχε» (βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Βερολίνου 2020). Σ’ αυτήν, η Γκαμ-χι (η μούσα και γυναίκα του σκηνοθέτη), μια νεαρή ανθοπώλις, που ο άντρας της λείπει σε επαγγελματικό ταξίδι (τουλάχιστο έτσι μαθαίνουμε, κάτι που ίσως να μην είναι αλήθεια) επισκέπτεται τρεις φίλες της, τις δυο στα σπίτια τους και την τρίτη σ’ ένα κινηματογράφο.

Μέσα από απλούς, λιτούς, αναπτυγμένους με ακρίβεια και διαύγεια, διαλόγους (με τις γυναίκες να συζητούν καθημερινά, συνηθισμένα θέματα, για το φαγητό, τα διάφορα κουτσομπολιά), διαλόγους που μας αποκαλύπτουν τους αληθινούς χαρακτήρες των προσώπων του, συχνά κρυμμένους πίσω από αναποφασιστικότητα, δισταγμούς και φοβίες και πάνω απ’ όλα μοναξιά, πρόσωπα που η κάμερα, με κοντινά συνήθως πλάνα, εξερευνά με επιμονή μέσα από τη μαυρόασπρη φωτογραφία του ίδιου του σκηνοθέτη, φωτογραφία που τονίζει ακόμη περισσότερο την αληθοφάνεια των διάφορων επεισοδίων που παρακολουθούμε, ο Σανγκ-σου φτιάχνει μια φαινομενικά απλή, μελαγχολική ταινία, γύρω από την καθημερινή καταπίεση και τις απογοητεύσεις της ζωής.

Ταινία δοσμένη με παρατηρητικότητα, εξαιρετική επιμέλεια στη σύνθεση των πλάνων και τις κινήσεις της μηχανής, με ευρηματικότητα στα διάφορα μικροεπεισόδια και μπόλικο χιούμορ (όπως εκείνο του νέου γείτονα που επισκέπτεται τις γυναίκες ζητώντας τους να διώξουν τις γάτες τους οι οποίες, όπως τους λέει, φοβίζουν τη γυναίκα του).

Σε μια σειρά συναντήσεις που ξεσκεπάζουν, με λεπτότητα, τις φοβίες, τους συμβιβασμούς και την πραγματική μοναξιά των φαινομενικά ευτυχισμένων μικροαστών αυτών γυναικών, με τη γυναίκα του τίτλου να βρίσκει κάποια διέξοδο στις ήρεμες θαλάσσιες εικόνες μιας ταινίας, που παρακολουθεί στο τρίτο επεισόδιο. Αν κινηματογράφος είναι πάνω απ’ όλα εικόνα και ποίηση, ο Χονγκ Σανγκ-σου, με την ταινία του αυτή, επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά, πως είναι από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της.

Με την ταινία, προβάλλεται και η μικρού μήκους ταινία «A La Carte» των Ταξιάρχη Δεληγιάννη και Βασίλη Τσιουβάρα. Μια σατιρική κωμωδία με τον Αντώνη Μποσκοϊτη στο ρόλο ενός δημοσιογράφου σε ραδιοφωνική συνέντευξη με έναν απολαυστικό Χρήστο Στέργιογλου στο ρόλο του υπουργού Υγείας που πίσω από το φαινομενικά γοητευτικό, σεμνό και διακριτικό του πρόσωπο κρύβεται ένας κάθε άλλο παρά ειλικρινής και σεμνός άνθρωπος, που κάθε άλλο παρά το ενδιαφέρον του λαού που τον ψήφισε έχει στο μυαλό του.