Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Ενας πονηρός κριτικός τέχνης στο θρίλερ «Διαρρήκτης υψηλής τέχνης» του Τζιουζέπε Καποτόντι και η δράση ενός λαϊκού ήρωα της Αυστραλίας στην περιπέτεια εποχής «Νεντ Κέλι, ο Νο. 1 καταζητούμενος» του Τζάστιν Κουρζέλ ξεχωρίζουν από τις ταινίες της νέας κινηματογραφικής βδομάδας.

Για τους φίλους του καλού κινηματογράφου προβάλλονται σε επανέκδοση και 4 κλασικές ταινίες: «Η έκλειψη» από τα μεγάλα αριστουργήματα του Μικελάντζελο Αντονιόνι, «Μετά τα μεσάνυχτα», εξαιρετικό φιλμ του φανταστικού σινεμά από τον Νίκολας Ρεγκ, «Ένα ψάρι που το έλεγαν Γουάντα», απολαυστική κωμωδία των Τσαρλς Κράιτον και Τζον Κλιζ, και «Έγκλημα κάτω από τον ήλιο», αστυνομική περιπέτεια του Γκάι Χάμιλτον.

*** Διαρρήκτης υψηλής τέχνης
The Burnt Orange Heresy. Βρετανία/Ιταλία, 2019. Σκηνοθεσία: Τζιουζέπε Καποτόντι. Σενάριο: Σκοτ Μπ. Σμιθ, από βιβλίο Τσαρλς Γουίλεφορθ. Ηθοποιοί: Κλάες Μπανγκ, Ελίζαμπεθ Ντεμπίτσκι, Ντόναλντ Σάδερλαντ, Μικ Τζάκερ. 99΄

Ο κριτικός μπορεί να προωθήσει οποιοδήποτε έργο τέχνης με τέτοιο τρόπο ώστε να σε κάνει να πιστέψεις πως αυτό είναι σημαντικό, έστω κι αν το έργο δεν αξίζει καθόλου, μας λέει ο Ιταλός σκηνοθέτης Τζιουζέπε Καποτόντι στην ταινία του «Διαρρήκτης υψηλής τέχνης», βασισμένη στο βιβλίο του συγγραφέα αστυνομικών θρίλερ Τσαρλς Γουίλεφορθ.

Η ταινία αρχίζει με τον Τζέιμς Φιγκέρας (Κλάες Μπανγκ, ο Δανέζος πρωταγωνιστής από «Το τετράγωνο»), ο οποίος, για να προωθήσει το βιβλίο του «Η δύναμη των κριτικών», αφηγείται, με έξυπνο, ευρηματικό τρόπο, σε μια ομάδα Αμερικανών τουριστών στο Μιλάνο, μια ιστορία γύρω από ένα πίνακα αφηρημένης τέχνης, κάνοντάς τους να πιστέψουν πως πρόκειται για πίνακα ενός καλλιτέχνη, πρώην φυλακισμένου στο Άουσβιτς (που οι ναζί εγκληματίες άφηναν αυτόν και τη γυναίκα του να ζήσουν επειδή τους ζωγράφιζε), ιστορία που πείθει τους τουρίστες ώστε να θέλουν να αγοράσουν αντίτυπα του έργου, μέχρι που ο Φιγκέρας ανατρέπει την ιστορία του, αποκαλύπτοντάς τους πως ο πίνακας είναι ένα δικό του, χωρίς ιδιαίτερη αξία, πρόχειρο σχέδιο.

Παρούσα στην ομιλία του είναι και μια ελκυστική ξανθιά, μυστηριώδης αρχικά, γυναίκα, η Μπερενίς Χόλις (Ελίζαμπεθ Ντεμπίτσκι, η γνωστή μας από τις «Χήρες» Αυστραλή, πολωνικής καταγωγής, ηθοποιός), με την οποία, πολύ γρήγορα, ο Φιγκέρας αρχίζει μια ερωτική σχέση.

Το μυστήριο αρχίζει όταν ο Φιγκέρας παίρνει την Μπερενίς μαζί του στη λίμνη Κόμο, στη βίλα του πλούσιου συλλέκτη Τζόζεφ Κάσιντι (επιτέλους και ο Μικ Τζάγκερ, που, εκτός από την πολύ ωραία ερμηνεία του, δίνει και μια άλλη διάσταση στην όλη ταινία), ο οποίος έχει καλέσει τον Φιγκέρας για κάποιο ειδικό σκοπό: να του γνωρίσει τον διάσημο ζωγράφο Τζερόμ Ντέμπνι (με ένα εξαιρετικό Ντόναλντ Σάδερλαντ), που, μετά από τη μεγάλη φωτιά που έκαψε όλους τους πίνακές του, ζει, εδώ και χρόνια, ερημίτης, σ’ ένα απόμερο σπίτι, στο κτήμα του Κάσιντι, με αντάλλαγμα, ο Φιγκέρας να μπορέσει, με οποιοδήποτε μέσο, να εξασφαλίσει στον Κάσιντι ένα καινούριο πίνακα του ζωγράφου.

Όμως, ο Κάσιντι δείχνει τελικά να ενδιαφέρεται περισσότερο για την ιδιαίτερα συμπαθητική Μπερενίς παρά για τον Φιγκέρας, δίνοντας την ευκαιρία στον σκηνοθέτη να προχωρήσει σε διάφορες ανατροπές, χρησιμοποιώντας στοιχεία όπως ο εμπρησμός, η πλαστογραφία, ακόμη και ο φόνος, για να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα του θρίλερ αλλά και να ξεσκεπάσει τα διάφορα απίθανα παιχνίδια – συχνά και απάτης – που παίζονται ιδιαίτερα στον κόσμο της τέχνης – μόλις πρόσφατα διάβαζα πως μια κιθάρα του Κερτ Κομπέιν πουλήθηκε για περισσότερο από 6 εκατομμύρια δολάρια!

Στην πρώτη αυτή αγγλόφωνη ταινία του, ο Καποτόντι δείχνει πως ξέρει να αποσπά εξαιρετικές ερμηνείες από τους ηθοποιούς του (ήδη, στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «La doppia ora», οι ερμηνείες του είχαν αποσπάσει βραβεία στο φεστιβάλ Βενετίας του 2009), να εκμεταλλεύεται σωστά και με έμπνευση τους χώρους (η ωραία φωτογραφία είναι του Νταβίντ Ούνγκαρο) και να φτιάχνει την απαραίτητη ατμόσφαιρα: τόσο την ατμόσφαιρα αναμονής στο πρώτο μέρος, με το μυστήριο γύρω από την Μπερενίς να δημιουργεί αρχικά μια άλλη, πιο κοντά στο νουάρ ατμόσφαιρα, που το σενάριο και η σκηνοθεσία ανατρέπουν ευχάριστα, όσο και την ατμόσφαιρα του σκοτεινού θρίλερ στο δεύτερο μέρος, με τις διάφορες εξελίξεις να εμφανίζονται με τρόπο γρήγορο, και κάπως αψυχολόγητο θα έλεγα, αν και, η ωραία, δοσμένη με ειρωνεία, έκπληξη στο φινάλε, σε κάνει να το αποδέχεσαι.

*** Νεντ Κέλι, ο Νο. 1 καταζητούμενος

True History of the Kelly Gang. Βρετανία/Γαλλία/Αυστραλία, 2019. Σκηνοθεσία: Τζάστιν Κουρζέλ. Σενάριο: Σον Γκραντ, από μυθ. Πίτερ Κάρι. Ηθοποιοί: Τζορτζ ΜακΚέι, Ορλάντο Σβερτ, Έσι Ντέιβις, Ράσελ Κρόου, Τσάρλι Χάναμ. 124΄

Σίγουρα, ο Νεντ Κέλι, ο θρυλικός ληστής που λήστευε τράπεζες και κυνηγούσε τοκογλύφους, που μετατράπηκε σύμβολο της αντίστασης, ιδιαίτερα για τους φτωχούς Ιρλανδούς μετανάστες, κατά της βρετανικής αστυνομίας, ο μοναδικός λαϊκός ήρωας της Αυστραλίας, δεν μπορούσε παρά να τραβήξει το ενδιαφέρον των κινηματογραφιστών, από την εποχή μάλιστα του βωβού μέχρι τις μέρες μας, με διάσημα ονόματα όπως ο Μικ Τζάγκερ και ο Χιθ Λέτζερ να τον ερμηνεύουν σε παλιότερες, πάντα ενδιαφέρουσες ταινίες.

Στη σημερινή εκδοχή, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Πίτερ Κάρι, παρ’ όλο που οι αρχικοί τίτλοι μας προειδοποιούν πως ότι ακολουθήσει δεν στηρίζεται στην πραγματικότητα, ακολουθεί, απ’ ότι διαβάζουμε όχι πάντα πιστά, την ιστορία του Νεντ, από νεαρή ηλικία (το πρώτο μέρος τιτλοφορείται «Αγόρι») και τις πρώτες εμπειρίες του με την αστυνομία και τη φυλάκιση, μέχρι την ενηλικίωσή του (με τον τίτλο «Ανδρας»), όταν, ύστερα από συγκρούσεις με μια αστυνομία που προσπαθούσε να κρύψει τις δικές της παρανομίες, έχει φτιάξει την περιβόητη συμμορία του για να συνεχίσει τις ληστείες της (συνήθως τραπεζών) και να μετατραπεί σε λαϊκό ήρωα των καταπιεσμένων Ιρλανδών μεταναστών, μέχρι και τη σύλληψη και τον απαγχονισμό του.

Την ιστορία του Κέλι, ο Αυστραλός σκηνοθέτης Τζάστιν Κουρζέλ (που το 2015 μας είχε δώσει ένα εξαιρετικά ενδιαφέροντα «Μακμπέθ») παρουσιάζει ενδιάμεσα από μια αφήγηση off, από μια τεράστια επιστολή (πραγματικό γεγονός) που ο Κέλι γράφει στη φυλακή του για έναν υποτιθέμενο γιο του.

Μέσα από ένα καταπιεσμένο πολιτικά και κοινωνικά περιβάλλον, μια απελπισμένη, πολυμελή οικογένεια Ιρλανδών, μ’ ένα πατέρα που βρίσκει διέξοδο στην κλοπή και μια μητέρα, ένα είδος Bloody Mama (με την Έσι Ντέιβις να δίνει μια εκπληκτική ερμηνεία) που θέλει τα παιδιά της να γίνουν άντρες και που συνεχώς παροτρύνει τον Νεντ να γίνει κλέφτης («για τίποτα μη ζητάς συγγνώμη» του λέει), και μια προπαίδεια στην κλοπή και την αντίσταση που αναλαμβάνει ένας άλλος διάσημος ληστής της εποχής (εξαιρετικός στο ρόλο ο Ράσελ Κρόου), ο νεαρός και αρχικά αθώος Νεντ (Ορλάντο Σβερτ), αναγκασμένος από τις περιστάσεις αναλαμβάνει να υποστηρίξει με κάθε μέσο (συχνά παράνομο) την οικογένειά του (μαζί και τη μικρότερη αδερφή του, που έχει βάλει στο μάτι ένας διεφθαρμένος αστυνομικός) και, αφού για ένα διάστημα καταλήξει στις φυλακές, να αναλάβει, ως άντρας πια (στο ρόλο του ενήλικα Νεντ ένας εξαίρετος Τζορτζ ΜακΚέι), επικεφαλής της περιβόητης συμμορίας του, φορώντας μια χειροποίητη πανοπλία και με ένα σιδερένιο κυλινδρικό κράνος, που τον καθιστούσε σχεδόν αλώβητο, να συνεχίσει τη δράση που τον έκανε διάσημο, μετατρέποντάς τον σε λαϊκό ήρωα των χωρικών της Αυστραλίας, ιδιαίτερα της περιοχής της Βικτώριας όπου δρούσε.

Ο Κουρζέλ στήνει ένα εντυπωσιακό, βουτηγμένο σε μια άγρια, αιματηρή, σχεδόν σουρεαλιστική ατμόσφαιρα, εξπρεσιονιστικό θέαμα (που δεν απέχει και πολύ από τον «Μακμπέθ» του) και, ύστερα από ένα πρώτο μέρος όπου παρακολουθούμε τον νεαρό, αθώο Νεντ να προσπαθεί να επιβιώσει μέσα σε μια σκληρή, απάνθρωπη κοινωνία, να οδηγούμαστε σ’ ένα δεύτερο, εικαστικά πιο ωμό κινηματογραφικά μέρος, με τον Νεντ να αντιστέκεται τελικά στην αδικία και τη βία της καταπιεστικής βρετανικής αποικιοκρατικής κυβέρνησης, και με τον Κουρζέλ να χρησιμοποιεί τη βία και την ωμότητα για να παρουσιάσει μια όσο το δυνατό πιο αληθινή και σκληρή εικόνα της εποχής, χωρίς όμως ποτέ να χάνει το στοιχείο εκείνο της ανθρωπιάς που εξακολουθεί, ως την τελευταία στιγμή, να υπάρχει στους χαρακτήρες του, ιδιαίτερα στον αδίστακτο από τη μια πλευρά και αδικημένο από την άλλη, ήρωά του.

ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΑΙΝΊΕΣ

** ΡΟΥΑ ΜΑΤ (Fahim). Γαλλία, 2019. Σκηνοθεσία: Πιέρ Φρανσουά Μαρτέν-Λαβάλ. Σενάριο: Μαρτέν-Λαβάλ και Σοφί Λε Καλενέκ (με βάση το βιβλίο της). Ηθοποιοί: Ασάντ Αχμέτ, Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Μιζανούρ Ραχαμάν. 107΄

Βιογραφία ενός 8χρονου αγοριού από το Μπαγκλαντές, του Φαχίντ Μοχάμαντ (Ασαάντ Αχμέντ), που φτάνει στο Παρίσι όπου ζητά πολιτικό άσυλο για να μετατραπεί σε διεθνή σκακιστή χάρη στη βοήθεια του μέντορά του (μια πολύ καλή ερμηνεία από τον Ντεπαρντιέ).

Ο σκηνοθέτης καταγράφει την πορεία του νεαρού ήρωά του, αποφεύγοντας, ευτυχώς να περιοριστεί στα παιχνίδια του σκακιού (που ίσως να κούραζαν τον άσχετο με το είδος θεατή), αν και επιστρατεύεται όλα τα συνηθισμένα κλισέ για να περιγράψει τις διάφορες καταστάσεις (δύσκολος μαθητής, πολιτική κατάσταση, ακόμη και ρατσισμός) και να σκιαγραφήσει τον χαρακτήρα του ήρωά του και τη σχέση του με τον μέντορά του.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

***** Η έκλειψη

L’ ecclisse. Ιταλία, 1962. Σκηνοθεσία: Μικελάντζελο Αντονιόνι. Σενάριο: Μικελάντζελο Αντονιόνι, Τονίνο Γκουέρα. Ηθοποιοί: Μόνικα Βίτι, Αλέν Ντελόν,

Μια ακόμη ταινία του Αντονιόνι που, για δεύτερη φορά μετά την «Περιπέτεια», προκάλεσε «σκάνδαλο» στο φεστιβάλ των Κανών, η «Η έκλειψη» του εικονοκλάστη Μικελάντζελο Αντονιόνι, γιουχαϊστηκε στο φινάλε της, ιδιαίτερα για τα τελευταία δέκα πέντε περίπου λεπτά της ταινίας, από εκείνους τους δημοσιογράφους που παρευρίσκονταν στην πρώτη της, δημοσιογραφική προβολή.

Είχα την καλή τύχη να είμαι παρών κι εγώ σε μια πράγματι σημαντική χρονιά για τις Κάνες, όταν, μαζί με καμιά πενηνταριά, δυστυχώς μόνο, κριτικούς σηκωθήκαμε όρθιοι για να τη χειροκροτήσουμε!, αν και, στη συνέχεια, η ταινία, όπως και δυο χρόνια πιο πριν η «Περιπέτεια», κέρδισε τουλάχιστο το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής, στην οποία μέλος της ήταν κι ένας νεαρός τότε Φρανσουά Τριφό.

Εκείνο βέβαια που ενόχλησε το φεστιβαλικό κοινό της τότε εποχής, δυστυχώς μαζί και τους δημοσιογράφους, δεν ήταν τόσο η σχετικά απλή ιστορία της ταινίας αλλά ο τρόπος της αφήγησης του σκηνοθέτη της, τρόπος αντι-δραματουργικός για τα τότε δεδομένα – ιδιαίτερα η σχεδόν 15λεπτη σεκάνς του φινάλε, με εικόνες ενός άδειου, έρημου θα έλεγα, από ανθρώπους τοπίου.

Ένα καινούριο, συναρπαστικό στην ανάπτυξή του στιλ που, στη συνέχεια, θα επηρεάσει αρκετούς νεότερους σκηνοθέτες (ανάμεσά τους και το δικό μας Θόδωρο Αγγελόπουλο). Στιλ με μια Η αφήγηση που αρνείται τον παραδοσιακό τρόπο γραφής αλλά και κάθε είδους ψυχολογία, προτιμώντας να εστιάσει το ενδιαφέρον της στους νεκρούς χρόνους, τις παύσεις, τις σιωπές, στοιχεία που τελικά μας αποκαλύπτουν πολύ περισσότερα για τους χαρακτήρες και τα αισθήματα των προσώπων από δεκάδες σελίδες διαλόγων.

Η ιστορία στρέφεται γύρω από τον έρωτα μιας νεαρής γυναίκας (έξοχη όπως πάντα η μούσα του Αντονιόνι, Μόνικα Βίτι), για τον ελκυστικό χρηματιστή που ερμηνεύει ο Αλέν Ντελόν. Με φόντο τη διαρκή κίνηση του χρηματιστηρίου (με σκηνές, αξίζει να σημειώσω, που μέχρι σήμερα δεν έχουν ξεπεραστεί), ο Αντονιόνι, με τα αργά (αν και ποτέ κουραστικά) πλάνα του, με τις σιωπές, τις παύσεις, τους άδειους χώρους (όπου τίποτα δεν φαίνεται να συμβαίνει αλλά πολλά συμβαίνουν στην πραγματικότητα, όπως ανακύπτει ο θεατής που κοιτάζει πίσω από την επιφάνεια), χώροι που συνήθως σχολιάζουν αυτά που αισθάνονται τα πρόσωπά του, καθώς και με την επιμονή που τον χαρακτηρίζει, καταγράφει τα αισθήματα των δυο πρωταγωνιστών του, αισθήματα που, από την πλευρά του άντρα, σε μια κοινωνία όπου το χρήμα κυριαρχεί, σταδιακά εξαφανίζονται.

Με συνοδεία τη θαυμάσια μουσική του Τζοβάνι Φούσκο, και με την ατμοσφαιρική μαυρόασπρη φωτογραφία του Τζάνι Ντι Βενάντζο, ο Αντονιόνι καταγράφει με επιμονή (και διεισδυτικότητα θα έλεγα) τα αισθήματα της νεαρής γυναίκας, τονίζοντας με τα επιλεγμένα με έμπνευση πλάνα του, και την έλλειψη επαφής σε μια αποξενωμένη κοινωνία – και τι πιο αντιπροσωπευτικό για να την εκφράσει από τον ψυχρό, απάνθρωπο κόσμο του χρηματιστηρίου; Η Τρίτη αυτή ταινία της αριστουργηματικής τριλογίας του σκηνοθέτη παραμένει και σήμερα μια ταινία που εκφράζει με τον καλύτερο, και πιο μοντέρνο τρόπο, τη σύγχρονη κοινωνία μας και μερικά από τα πιο βασικά της προβλήματα.

**** Μετά τα μεσάνυχτα

Don’t Look Now. Βρετανία, 1973. Σκηνοθεσία: Νίκολας Ρεγκ. Σενάριο: Άλαν Σκοτ, από μυθ. Δάφνης Ντι Μοριέ. Ηθοποιοί: Τζούλι Κρίστι, Ντόναλντ Σάδερλαντ, Χίλαρι Μέισον. 110΄

Σε μια χειμωνιάτικη, με απειλητική ατμόσφαιρα, Βενετία, μας μεταφέρει ο Βρετανός σκηνοθέτης Νίκολας Ρεγκ («Η δύναμη της σάρκας», «Ο άνθρωπος που έπεσε στη γη») γι’ αυτή την εξαιρετική ταινία τρόμου. Η Τζούλι Κρίστι και ο Ντόναλντ Σάδερλαντ είναι το ζευγάρι που έχουν πρόσφατα χάσει το παιδί τους και το οποίο θα αρχίσει να αντιμετωπίζουν αλλόκοτα περιστατικά, ύστερα από τη συνάντησή του με δυο περίεργες, με πνευματιστικές ικανότητες, ηλικιωμένες αδερφές.

Ο Ρεγκ αποφεύγει να χρησιμοποιήσει τα κλισέ των συνηθισμένων ταινιών τρόμου, επιλέγοντας στοιχεία όπως η απώλεια και οι φόβοι για να εξερευνήσει τις σχέσεις του ζευγαριού και να δημιουργήσει την απειλητική ατμόσφαιρα του φανταστικού κινηματογράφου.

Με ένα τέλεια σφιχτοδεμένο μοντάζ, με την υποβλητική μουσική του Πίνο Ντονάντζιο και τις εξαιρετικές ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστών του, ο Ρεγκ μας περνάει μέσα από ωραίες, γεμάτες μυστήριο, παράξενα οράματα και αναμονή σκηνές (οι σκηνές με το άγνωστο πρόσωπο που, φορώντας ένα κόκκινο αδιάβροχο με κουκούλα, διασχίζει τα έρημα κανάλια της πόλης των Δόγηδων, είναι από τις πιο τρομακτικές της ταινίας), για να μας οδηγήσει στην αναπάντεχη, αιματηρή αποκάλυψη του φινάλε.

*** ½ Ένα ψάρι που το έλεγαν Γουάντα

A Fish Called Wanda. Βρετανία/ΗΠΑ, 1988. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τσαρλς Κράιτον, Τζον Κλιζ. Ηθοποιοί: Τζον Κλιζ, Τζέιμι Λι Κέρτις, Κέβιν Κλάιν, Μάικλ Πάλιν, 108΄

Μια κλοπή διαμαντιών θα οδηγήσει την ομάδα που το σχεδίασε σε μια τρελή κωμωδία. Κωμωδία που συνδυάζει το ανατρεπτικό, με σουρεαλιστικές πινελιές, χιούμορ των Μόντι Πάιθον (ας μη ξεχνάμε πως δυο από τα μέλη της ομάδας των κωμικών πρωταγωνιστούν στην ταινία) με εκείνο των κωμωδιών των στούντιο της Ealing – ο Κράιτον ήταν εκείνος που γύρισε μερικές από τις πιο αστείες κωμωδίες των βρετανικών στούντιο.

Οι δυο Βρετανοί σκηνοθέτες στήνουν, με ξεχωριστή ευρηματικότητα και φρεσκάδα, αληθινή τρέλα θα έλεγα, τις σκηνές τους. Από τις πάμπολλες απολαυστικές κωμικές σκηνές, αναφέρω εκείνη με τον Κέβιν Κλάιν να τρώει ένα-ένα τα ψάρια από το ενυδρείο του Πάλιν, στην προσπάθειά του να αναγκάσει τον τρελά παθιασμένο με τα ψάρια Πάλιν, να του αποκαλύψει πού είναι κρυμμένα τα διαμάντια ή εκείνη με τον Κλιζ που σχεδιάζει να περάσει ένας ερωτικό διάλειμμα με την Τζέιμι Λι Κέρτις, να αντιμετωπίζει ξαφνικά γυμνός τους νέους ιδιοκτήτες του σπιτιού!

** ½ Έγκλημα κάτω από τον ήλιο

Evil Under the Sun. Βρετανία, 1982. Σκηνοθεσία: Γκάι Χάμιλτον. Σενάριο: Άντον Σάφερ. Ηθοποιοί: Πίτερ Ουστίνοφ, Τζέιμς Μέισον, Μάγκι Σμιθ, Τζέιν Μπέρκιν, Ρόντι ΜακΝτάουολ, Σίλβια Μάιλς, Τζέιμς Μέισον, Νταϊάνα Ριγκ, Κόλιν Μπλέικι. 117΄

Σ’ ένα ηλιόλουστο νησί της Αδριατικής φτάνει ο γνωστός μας ντετέκτιβ της Άγκαθα Κρίστι, Ηρακλής Πουαρό, για να διαφωτίσει την εμφάνιση ενός πλαστού διαμαντιού για να βρεθεί τελικά μπροστά σε μια υπόθεση φόνου στο οποίο εμπλέκεται μια ομάδα εκκεντρικών πλουσίων.

Με ένα διάσημο μεγάλο καστ ηθοποιών, ο Γκάι Χάμιλτον (γνωστός μας από διάφορους Τζέιμς Μποντ) φτιάχνει ένα με ωραίο ρυθμό και έξυπνες ανατροπές (με καλύτερη εκείνη στο τελευταίο 15λεπτο) αστυνομικό θρίλερ, το καλύτερο της Κρίστι μετά το ξεχωριστό «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές», που γύρισε το 1974 ο Σίντνεϊ Λουμέτ με τον Άλμπερτ Φίνεϊ στο ρόλο του Πουαρό.