ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Από το αισθησιακό, ξέφρενο μιούζικαλ του Γκασπάρ Νοέ ως τα προβλήματα ευθύνης και ενοχής της ιρανικής ταινίας του Βαχίντ Τζαλιλβάντ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** ½ – Climax

Γαλλία, 2018. Σκηνοθεσία-σενάριο: Γκασπάρ Νοέ. Ηθοποιοί: Σοφία Μπουτέλα, Ρομέν Γκιγιερμίκ, Σουχεϊλά Γιακούμπ, Κίτι Σμάιλ, Τέιλορ Κασλ. 95´

 

Ο Γάλλος σκηνοθέτης Γκασπάρ Νοέ δεν έχει πάψει να μας εκπλήσσει (συχνά και να μας σοκάρει) με τις ταινίες του. Τη φορά αυτή στρέφεται σε μια ομάδα νεαρών χορευτών που, ενώ βρίσκονται για πρόβα κλεισμένοι σε ένα σχολείο οδηγούνται, ύστερα από ένα ξέφρενο χορό, σε μια πραγματική κάθοδο στην κόλαση, εξαιτίας της δυνατής ουσίας (ίσως LSD), που τους βάζει κάποιος στη σανγκρία, την οποία αρχίζουν να πίνουν στο ξέφρενο πάρτι που ακολουθεί.

Η ταινία ξεκινά με τους χορευτές διαφορετικών εθνικοτήτων και σεξουαλικών επιλογών (όλοι τους επαγγελματίες χορευτές), μέλη μιας γαλλικής ομάδας, που βρίσκεται σε τουρνέ στην Αμερική (κάποια στιγμή πληροφορούμαστε πως αυτό στηρίζεται σε κάτι που συνέβη το 1996), να εκφράζουν, μπροστά σε μια μικρή οθόνη της τηλεόρασης, περιτριγυρισμένης από κλασικές βιντεοκασέτες (από ταινίες του Μπουνιουέλ μέχρι ταινίες του Ντέιβιντ Λιντς), τις απόψεις τους για το χορό και τη ζωή.

Στη συνέχεια, σ’ ένα μεγάλης διάρκειας μονοπλάνο (από τις καλύτερες, και πιο συναρπαστικές, σκηνές της ταινίας), με την κάμερα του Μπενουά Ντεμπί, να κινείται από τον ένα χορευτή στον άλλο, ή τη μια ομάδα χορευτών στην άλλη, παρακολουθούμε το ξέφρενο, ύμνο στη ζωή και τον έρωτα χορό τους, σ’ ένα ρυθμικό, τέλεια ελεγχόμενο, αισθησιακό μιούζικαλ (ας μάθουν κάτι οι νεότεροι Αμερικανοί σκηνοθέτες που προτιμούν να γυρίζουν άνευρα μιούζικαλ), μπροστά από μια τεράστια γαλλική σημαία.

Ενώ, στο διάλειμμα που ακολουθεί, και με το αρχικά ήρεμο πάρτι που αρχίζει, οι χορευτές ηθοποιοί αρχίζουν να εκφράζουν τις (ερωτικές και άλλες) σκέψεις και επιθυμίες τους για τον εαυτό τους ή τους συντρόφους τους, σε αποσπάσματα από διαλόγους, που μοιάζουν να βγήκαν από κάποιο ντοκιμαντέρ. Μόνο που, τη φορά αυτή, τα εσταντανέ αυτά είναι ο πρόλογος για την κάθοδο στην κόλαση που ακολουθεί. Οι διάφορες ουσίες αρχίζουν να δρουν και τα πρόσωπα να χάνουν τον έλεγχο και τη λογική τους.

Οι πόθοι παίρνουν σάρκα και οστά, η ατομική ασφάλεια και ο όποιος ουμανισμός εξαφανίζονται, το μίσος και η ωμότητα βγαίνουν στην επιφάνεια, η μητρική προστασία οδηγείται στο έγκλημα, ο ψυχεδελικός πυρετός, με τη συνοδεία μιας απόκοσμης, παρανοϊκής μουσικής (ανάμεσά τους κι εκείνη του Ερίκ Σατί) εκρήγνυται, η αδρεναλίνη φτάνει στα ύψη, η κάμερα μοιάζει να έχει επηρεαστεί από τα ναρκωτικά (κάποια στιγμή αρχίζει να κινηματογραφεί ανάποδα) ενώ οι πολυπολιτισμικοί χορευτές, απελευθερωμένοι, έξαλλοι, παράφρονες, παραδομένοι στα ναρκωτικά, περιφέρονται, τρέχουν, χάνονται, στους δαιδαλώδεις κλειστοφοβικούς διαδρόμους του κτιρίου, όπου ο θάνατος συγκρούεται με τη ζωή, καταφέρνοντας τελικά να μας αποκαλύψει αυτό που ήθελε από την αρχή ο Νοέ, την ένταση ανάμεσα στο άτομο και μια πολυπολιτισμική κοινωνία που μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή και το χάος.

 

*** ½ – Περίπτωση συνείδησης

No Date No Signature. Ιράν, 2017. Σκηνοθεσία: Βαχίντ Τζαλιλβάντ. Σενάριο: Βαχίντ Τζαλιλβάντ, Αλί Ζαρνεγκάρ. Ηθοποιοί: Αμίρ Αγκάε, Ζακίεχ Μπεχμπαχάνι, Σάεντ Ντακ, Χεντιγιέ Τεχράνι. 104΄

 

Η αστική τάξη και τα ηθικά προβλήματά της, μαζί κι εκείνα της ευθύνης και της ενοχής, που συναντάμε στις ταινίες του Αμπάς Κιαροστάμι και του Ασκγάρ Φαρχάντι (με απόγειο το «Ένας χωρισμός») είναι στο μικροσκόπιο της ταινίας αυτής του γνωστού από τη θεατρική δουλειά του αλλά και μια σειρά εξαιρετικά ντοκιμαντέρ, Ιρανού Βαχίντ Τζαλιλβάντ, που κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας και ερμηνείας στο τμήμα Ορίζοντες του φεστιβάλ Βενετίας καθώς και τον Αργυρό Αλέξανδρο στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Στο τροχαίο που παρακολουθούμε στην αρχή της ταινίας, ο Κάβεχ Νάριμαν, ένας ιατροδικαστής, τραυματίζει ελαφρά ένα οχτάχρονο αγοράκι, πάνω στο μηχανάκι που βρίσκονται τέσσερα συνολικά πρόσωπα (ο αδερφός του και οι γονείς τους). Ο πατέρας του παιδιού θέλει να καλέσει την αστυνομία, ο Νάριμαν όμως του προσφέρει χρήματα, προτείνοντάς του να πάει το παιδί στο πιο κοντινό νοσοκομείο, πρόταση που ο γονιός τελικά αρνείται να πραγματοποιήσει. Δυο μέρες αργότερα το παιδί βρίσκεται νεκρό στο νοσοκομείο όπου εργάζεται ο Νάριμαν, με τον συνάδελφο ιατροδικαστή που εξετάζει το πτώμα να διαπιστώνει θάνατο από δηλητηρίαση.

Ο Νάριμαν όμως, γιατρός με ηθικές αξίες, που αισθάνεται ενοχή, αποφασίζει να αρχίσει μια δική του έρευνα, ακόμη κι αν αυτή του στοιχίσει την καριέρα του. Έρευνα που δίνει την ευκαιρία στον Τζαλιλβάντ να διερευνήσει, με λεπτότητα και λεπτομέρεια, όχι μόνο πρόσωπα και καταστάσεις, αλλά και ολόκληρη τη δομή της ιρανικής κοινωνίας και να σκιαγραφήσει σε βάθος τους διάφορους χαρακτήρες, μέσα από την πορεία των εξελίξεων: με τους γονείς του νεκρού παιδιού να προσπαθούν να κρύψουν τις δικές τους ενοχές (η μητέρα του είχε αγοράσει το χαλασμένο κοτόπουλο από ένα εργάτη που έφαγε το παιδί), με τον πατέρα να συγκρούεται με τους εργάτες και να οδηγείται σε ένα άλλο, βίαιο, με τραγικά αποτελέσματα, επεισόδιο. Σκηνές που ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύεται για να εξετάσει γενικότερες ηθικές αξίες καθώς και τις κοινωνικές δομές και το ίδιο το ποινικό σύστημα της χώρας του. Στοιχεία, αξίζει να αναφέρω, που δεν αφορούν μόνο το Ιράν αλλά και όλους μας.

 

** ½ – Ο Κύριος και τα όπλα

The Old Man & the Gun. ΗΠΑ, 2018. Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Λόουρι. Σενάριο: Ντέιβιντ Λόουρι, Ντέιβιντ Γκραν. Ηθοποιοί: Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Κέσι Άφλεκ, Σίσι Σπέισεκ, Ντάνι Γκλόβερ, Τομ Γουέιτς. 93΄

Φόρος τιμής σ ένα θρύλο του σινεμά, τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, αλλά και σ’ ένα gentleman ληστή τραπεζών, και στον ίδιο τον κινηματογράφο (ιδιαίτερα το γουέστερν και τις ταινίες της δεκαετίας του ’70) είναι η ταινία αυτή του Ντέιβιντ Λόουρι, βασισμένη στην αληθινή ιστορία του Φόρεστ Τάκερ, εγκληματία που μπαινόβγαινε (18 συνολικά φορές) στις φυλακές από νεαρή ηλικία και από τις οποίες κατάφερε να δραπετεύσει 16 φορές (τη μια μάλιστα από εκείνη του Σαν Κουέντιν).

Τώρα, στα 70 του χρόνια, ένας ηλικιωμένος Τάκερ, μαζί με δυο συνομήλικες συνεργάτες (Ντάνι Γκλόβερ και Τομ Γουέιτς) αποφασίζει να στραφεί στις ληστείες τραπεζών, χρησιμοποιώντας τους πιο ευγενικούς τρόπους (τρόπους που «μεταφυτεύονται» έξυπνα και στο χαρακτήρα του ηθοποιού/θρύλου) που κάνουν τους ταμίες να του παραδίδουν με ευκολία (σχεδόν ικανοποίηση!) τα, συνήθως λίγα, χρήματα που του ζητάει η τριμελής συμμορία. Ληστείες όμως που αποφασίζει να διακόψει ο επίμονος αστυνομικός του Κέισι Άφλεκ.

Ο Ντέιβιντ Λόουρι εκμεταλλεύεται την εποχή (εκείνη της δεκαετίας του ΄80) για να δώσει μια νοσταλγική γεύση στην ταινία του, τόσο με τη χρήση του Ρόμπερτ Ρέντφορντ στον κύριο ρόλο (ο ίδιος ο Ρέντφορντ έχει δηλώσει πως αυτή θα είναι η τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση), όσο και με το ίδιο το σενάριο, τη χρήση του αμερικανικού Νότου (κάπως εξιδανικευμένη πρέπει να πω), το λεπτό χιούμορ του, και γενικά τον όλο τρόπο γυρίσματος και τη χρήση της μουσικής. Στα συν της ταινίας, και η πολύ ωραία ερμηνεία της Σίσι Σπέισεκ, στο ρόλο της γυναίκας που γοητεύεται από τον Τάκερ.