ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Το δράμα των μεταναστών από τον Γουέι-Γουέι,  το ερωτικό εφηβικό ξύπνημα από τον Γκουαντανίνο

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

****Ανθρώπινη ροή

Human Flow. Γερμανία/ΗΠΑ/Κίνα, 2017. Ντοκιμαντέρ. Σκηνοθεσία: Αϊ Γουέι-Γουέι. Σενάριο: Τσιν-Τσιν Γιαπ, Τιμ Φιντς, Μπόρις Τσεσίρκοφ. 140 λεπτά.

«Μας ονομάζουν «ανθρώπους της βάρκας» και διάφορα άλλα ονόματα», λέει ένας Σύριος μετανάστης σε μια στιγμή μπροστά στην κάμερα, στο ντοκιμαντέρ «Human Flow» («Ανθρώπινη ροή») του διαφωνούντα με το καθεστώς (σήμερα ζει στη Γερμανία) Κινέζου σκηνοθέτη Άι Γουέι-Γουέι, «ονόματα που δεν μας αρέσουν. Είμαστε κι εμείς άνθρωποι σαν κι αυτούς, άνθρωποι με ψυχή, με ελπίδες, που θέλουμε να επιβιώσουμε».

Πολλοί μετανάστες, άντρες και γυναίκες περνάν μπροστά από την κάμερα του Γουέι-Γουέι, εκφράζοντας τον πόνο και τα βάσανά τους, μαζί και την απογοήτευσή τους μπροστά στην απάθεια (συχνά και την έχθρα) των πολιτών μιας Ευρώπης που υποτίθεται πως πιστεύει και υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη συμπαράσταση σε ανθρώπους που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, είτε από πολέμους, πολιτικές διώξεις και καταστροφές είτε από φτώχεια και πείνα, και να αναζητήσουν καλύτερη ζωή σε άλλες χώρες.

Ένα ασταμάτητο κύμα μετανάστευσης εκατομμυρίων ανθρώπων που έχει ξεπεράσει κι εκείνο στην περίοδο του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και που εκμεταλλεύτηκαν κι εξακολουθούν να εκμεταλλεύονται διάφορα ακροδεξιά και νεοναζιστικά κόμματα.

 

Ο Γουέι-Γουέι ταξίδεψε σε διάφορες χώρες, από Ελλάδα (και συγκεκριμένα τη Λέσβο και την Ειδομένη) και Τουρκία, μέχρι Λίβανο, Αφγανιστάν και Ηνωμένες Πολιτείες (στα σύνορα ΗΠΑ και Μεξικού), για να μιλήσει με τους ίδιους τους μετανάστες αλλά και με εκπροσώπους οργανισμών που σχετίζονται με τη φροντίδα τους, και να καταγράψει, μαζί με μια ομάδα οπερατέρ, την τραγωδία τους, τη χειρότερη τραγωδία μετά τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο.

Τραγωδία των ανθρώπων εκείνων που διακινδυνεύουν τη ζωή τους, την οικογένεια και τα παιδιά τους για να ξεκινήσουν για ένα εξοντωτικό, επικίνδυνο ταξίδι από ξηρά και θάλασσα, σε αναζήτηση μιας καλύτερη ζωής. Ταξίδι που για πολλούς σημαίνει θάνατο, όπως, κάποια στιγμή, εξηγεί κλαίγοντας ένας από αυτούς, κοντά σε ένα νεκροταφείο, πάνω από τους πρόχειρους τάφους μελών της οικογένειάς του (μαζί και παιδιών). Με αποτέλεσμα να έχουν οδηγηθεί σε πρόχειρους, συχνά απάνθρωπους, καταυλισμούς, περιμένοντας είτε να ανοίξουν τα σύνορα των χωρών που έχουν υψώσει τείχη, είτε να αποκτήσουν τα αναγκαία χαρτιά για να προωθηθούν στις χώρες της επιλογής τους, είτε να απελαθούν πίσω στην Τουρκία σε ένα χειρότερο από το παρόν μέλλον.

 

Από την πρώτη, κιόλας, συμβολική εικόνα, με την κάμερα από πολύ ψηλά να παρουσιάζει μια μικροσκοπική σχεδόν βάρκα γεμάτη μετανάστες χαμένη στη μέση της απέραντης θάλασσας, και με τις υπόλοιπες που ακολουθούν (εικόνες συγκλονιστικές, σπαραχτικές, συχνά φριχτές, που σου παγώνουν τη ψυχή), ο σκηνοθέτης τονίζει με τον καλύτερο τρόπο την ύπαρξη αυτής της ατέλειωτης «ανθρώπινης ροής» αλλά και το περιβαλλοντολογικό πρόβλημα στα οποία τα υπεύθυνα κράτη, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, δεν έχουν ακόμη κατορθώσει (ή και αρνούνται, στο μεταναστευτικό θέμα, όπως οι περισσότερες πρώην Ανατολικές χώρες) να δώσουν μια δίκαιη λύση.

Αν στη δεκαετία του ’70 οι χώρες με τα τείχη ήταν λιγοστές (ανάμεσά τους και το τείχος του Βερολίνου, που στη συνέχεια έπεσε, κι εκείνο της Λευκωσίας που εξακολουθεί να υπάρχει), σήμερα, όπως μας πληροφορεί η ταινία (η οποία δίνει και πολλές άλλες χρήσιμες, αποκαλυπτικές πληροφορίες), υπάρχουν στον κόσμο πάνω από 70 χώρες που έχουν υψώσει τείχη! Με πρώτη την Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ και το τείχος ανάμεσα σε ΗΠΑ και Μεξικό, που ο ακτιβιστής Γουέι-Γουέι δεν παύει να καυτηριάζει, όπως πριν από 20 χρόνια στηλίτευε, όπως διαβάζω, σε μια φωτογραφική μελέτη του, με τον τίτλο «Μελέτη προοπτικής», την πολιτική όχι μόνο του Κίνας αλλά και των άλλων κυρίαρχων κρατών.

*** ½ – Να με φωνάζεις με το όνομά σου

Call Me By Your Name. ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία: Λούκα Γκουαντανίνο. Σενάριο: Τζέιμς Αϊβορι, βασισμένο στο μυθ. Αντρέ Ασιμάν. Ηθοποιοί: Άρμι Χάμερ, Τιμοτέ Σαλαμέτ, Μάικλ Στούλμπαργκ, Αμίρα Καζάρ, Έσθερ Γκαρέλ. 132 λεπτά.

 

 

Κάπου στη Βόρεια Ιταλία, με το ζεστό της ήλιο, τις λίμνες της, τα δάση, τη μουσική της, τα πρωινά με τα μελάτα αυγά, εκτυλίσσεται η τρυφερή αυτή, όμορφη, γύρω από τη σεξουαλική αφύπνιση και τον πρώτο έρωτα, υποψήφια για 4 Όσκαρ (ανάμεσά τους και καλύτερης ταινίας) ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο.

Ο Έλιο (μια δοσμένη με ευαισθησία ερμηνεία από τον Τιμοτέ Σαλαμέτ) είναι ένα 17χρονο κάπως συνεσταλμένο στην αρχή, αγόρι, ταλαντούχος πιανίστας, που βρίσκεται, μαζί με μεγαλοαστούς γονείς του, τον Αμερικανό καθηγητή της Ελληνορωμαϊκής τέχνης πατέρα του (Μάικλ Στούλμπαργκ) και τη μεταφράστρια μητέρα του (Αμίρα Καζάρ), στο εξοχικό της οικογένειας σ΄ ένα χωριό κάπου στη βόρειο Ιταλία. Εκεί καταφτάνει και ο ‘Ολιβερ, ένας ψηλός, αρρενωπός, σίγουρος για τον εαυτό του, Αμερικανός φοιτητής (Άρμι Χάμερ) για να ολοκληρώσει την πρακτική του κοντά στον πατέρα του Έλιο.

Η ταινία είναι τοποθετημένη στη βόρειο Ιταλία το καλοκαίρι του 1983. Σε μια Ιταλία όπου η φύση και η ομορφιά της παίζουν κύριο ρόλο στην εξέλιξη των αισθημάτων που ο Γκουαντανίνο ξέρει πολύ καλά να καταγράφει, όπως  ακριβώς είχε κάνει και με την προηγούμενη ταινία του, «Κάτω από τον ήλιο».

Χωρίς καθόλου να βιάζεται, αφήνει την κάμερά του (η ωραία φωτογραφία είναι του Σαγιόμπου Μουκντιπρόμ, τακτικού συνεργάτη του Απιτσαπόνγκ Γουιρασεθακούλ) να κινηθεί με άνεση και λεπτομέρεια στους χώρους, να καταγράψει το πήγαινε έλα των μελών της οικογένειας αλλά και των γειτόνων φίλων τους, ιδιαίτερα των νεαρών κοριτσιών που έλκονται από τον Έλιο και τον Όλιβερ, δίνοντας την αίσθηση της δροσιάς, του αέρα, του νερού πάνω στα σώματα που κάνουν το μπάνιο τους στη λίμνη, για να δημιουργήσει αυτή τη ξενοιασιά αλλά και τη ζέστη του καλοκαιριού.

Το σενάριο του Τζέιμς Αϊβορι, βασισμένο στο «καλτ» μυθιστόρημα του σπεσιαλίστα απ’ ότι διαβάζω του Προυστ, Αντρέ Ασιμάν, έχει πολλά από τα στοιχεία των άλλων ταινιών του σκηνοθέτη των «Βοστονέζων» και του «Δωμάτιο με θέα» (μαζί και αρκετά «προυστικά» στοιχεία), αν και, από σκηνοθετικής πλευράς, ο Γκουαντανίνο ακολουθεί ένα εντελώς διαφορετικό στιλ.

Ύστερα από ένα πρώτο μέρος όπου τίποτα δεν φαίνεται να συμβαίνει κι όπου παρακολουθούμε τους δυο νεαρούς ανάμεσα στις βόλτες με ποδήλατο, στα μπάνια, στις διασκεδάσεις, στην απόλαυση της τέχνης και της κλασικής μουσικής, καθώς και στις επαγγελματικές συναντήσεις του Όλιβερ με τον καθηγητή, ιδιαίτερα όταν εξετάζουν τα διάφορα αρχαία αγάλματα (ο Ηράκλειτος και η αρχαιότητα παίζουν σημαντικό ρόλο στην ταινία), αρχίζουμε σταδιακά να διακρίνουμε, στην αρχή διακριτικά, την αναταραχή, και στη συνέχεια την έλξη, που προκαλεί ο Όλιβερ στον μέχρι τότε ετερόφυλο Έλιο.

Έλξη που κυριολεκτικά θα εκραγεί στο δεύτερο μέρος της ταινίας, δίνοντας χώρο στους δυο νεαρούς να απολαύσουν, κρυφά από τους γονείς του Έλιο, με το δικό τους τρόπο (η σκηνή με το αχλάδι έχει ένα πρωτότυπο, παράξενο ερωτισμό), τον όλο πάθος έρωτά τους. Με τον Γκουαντανίνο να δίνει ταυτόχρονα και μια εικόνα της δεκαετίας του ’80 – με τη μουσική της, τις δισκοθήκες της αλλά και τους προβληματισμούς της, όπως αυτούς του πατέρα του Όλιβερ, ο οποίος, προς το φινάλε, σε μιαν από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας, παραδέχεται τις δικές του ανασφάλειες και αδυναμίες και επαινεί τη ξεχωριστή φιλία και τον έρωτα ανάμεσα στο γιο του και τον Όλιβερ.

Με τα πρόσωπα και τα κορμιά συχνά φωτογραφημένα σαν τα αρχαία αγάλματα που ο πατέρας του Έλιο βγάζει από τη θάλασσα, με ωραία μουσική (όχι μόνο της περιόδου αλλά και κλασικής), με ένα κείμενο που εκφράζει τέλεια τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις, με εξαιρετικές ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς και με ένα ράθυμο, μαγευτικό ταυτόχρονα, ρυθμό, ο Γκουαντανίνο έφτιαξε μια από τις πιο ρομαντικές, τρυφερές ταινίες γύρω από τον ομοφυλόφιλο έρωτα, πολύ πιο ειλικρινή και δυνατό, πιστεύω από εκείνο στο «Επιστροφή στο Brokeback Mountain».

 

 

 

** ½ – Τα αστέρια δεν πεθαίνουν στο Λίβερπουλ

Film Stars Don’t Die in Liverpool. Βρετανία, 2017. Σκηνοθεσία: Πολ ΜακΓκίγκαν. Σενάριο: Ματ Γκρίνχαλκ. Ηθοποιοί: Ανέτ Μπένινγκ, Τζέιμι Μπελ, Τζούλι Γουόλτερς, Βανέσα Ρεντγκρέιβ, Φράνσις Μπάρμπερ. 105 λεπτά.

 

Η Γκλόρια Γκράχαμ ήταν μια ηθοποιός του Χόλιγουντ που διέπρεψε σε μελοδράματα και φιλμ νουάρ στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και ιδιαίτερα στη δεκαετία του ’50, κερδίζοντας μάλιστα το Όσκαρ δεύτερου ρόλου στην ταινία «Η ωραία και το κτήνος» (The Bas and the Beautiful) του Βινσέντε Μινέλι.

Ανάμεσα στις πιο γνωστές ταινίες της, σκηνοθετημένες από δημιουργούς όπως ο Φριτς Λανγκ, ο Νίκολας Ρέι (που ήταν και ο δεύτερος, από τέσσερις, σύζυγός της), ο Βινσέντε Μινέλι και ο Έντουαρντ Ντμίτρικ είναι «Το μεγάλο κτύπημα» (The Big Heat) «Το ανθρώπινο κτήνος» (Human Desire), «Ασυγκράτητα πάθη» (The Cobweb) «Διψασμένος για ηδονή» (In a Lonely Place), «Το μυστικό μιας γυναίκας» (A Wolman’s Secret) και «Διασταυρούμενα πυρά» (Crossfire).

Για τον David Shipman, στο βιβλίο του «Οι μεγάλοι σταρ του Χόλιγουντ», η Γκράχαμ ήταν η screen floozie («μια ντυμένη με φανταχτερά ρούχα, συνήθως ανήθικη, συχνά και πόρνη, γυναίκα, κορίτσι του γκάνγκστερ στις αστυνομικές ταινίες») που κατάφερε από δεύτερους ρόλους να μεταπηδήσει σε μερικούς εξαιρετικά ενδιαφέροντες, δυστυχώς σε λιγοστούς, πρώτους ρόλους.

Στην αρχή της ταινίας, η δύσκολη στη συνεργασία Γκράχαμ (στο ρόλο μια αρκετά καλή Ανέτ Μπένινγκ), εγκαταλείπει, το 1978, σε ηλικία 56 χρόνων, το Χόλιγουντ για τη θεατρική σκηνή του Λονδίνου, όπου γνωρίζει και τον μόλις 26χρονο Πίτερ Τέρνερ (ένας εξαιρετικά  καλός Τζέιμι Μπελ) – να αναφέρω πως στα Απομνημονεύματα του οποίου είναι βασισμένο και το σενάριο της ταινίας. Λίγο αργότερα θα ταξιδέψει στο Λάνκαστερ για να ερμηνεύσει το ρόλο της Αμάντα στο «Γυάλινο κόσμο» του Τενεσί Γουίλιαμς.

Όμως, ακριβώς πριν από την παράσταση καταρρέει (θ’ ανακαλύψει πως πάσχει από καρκίνο, και θα πεθάνει λίγο αργότερα, το 1981, σε ηλικία 57 χρονών) και αντί να παραμείνει στο νοσοκομείο ζητά από τον Τέρνερ να την πάει για ανάρρωση στο σπίτι των γονιών του, στο Λίβερπουλ – εκεί θα γνωρίσει και την πολύ φιλόξενη μητέρα του (Τζούλια Γουόλτερς).

Μέσα από τα διάφορα φλας-μπακ που ακολουθούν, παρακολουθούμε λεπτομέρειες από τη γνωριμία τους σε μια φτωχική πανσιόν στο Λονδίνο και τις προσπάθειες της Γκλόριας, να εντυπωσιάσει, στην αρχή, τον Πίτερ μιμούμενη  ρόλους της μοιραίας γυναίκας από τις παλιές ταινίες της, όπως εκείνο της τραγουδίστριας σε μπαρ, στην παλιά ταινία της  «Αστυνομικές παγίδες» (Naked Alibi) του Τζέρι Χόπερ, που βλέπουν σε ειδική προβολή, για να αλλάξει τελικά «γραμμή» και να μας αποκαλύψει, στη συνέχεια, πως το όνειρό της είναι να ερμηνεύσει την Ιουλιέτα στο Βασιλικό Σεξπιρικό Θέατρο.

Ενδιάμεσα, ο Τέρνερ θα την επισκεφτεί στο Λος Αντζελες, όπου θα γνωρίσει και την μητέρα  Τζιν (Βανέσα Ρεντγκρέιβ), και καθηγήτρια υποκριτικής της Γκλόριας, καθώς και τη μεγαλύτερη αδερφή της, Τζόι (Φράνσις Μπάρμπερ).

Η αληθινή Γκλόρια Γκράχαμ στην ταινία Naked Alibi

Αυτό που κατάφερε ο σκωτσέζικης καταγωγής σκηνοθέτης Πολ ΜακΓκούιγκαν («Βίκτωρ Φράνκενσταϊν», «Το στοίχημα του Λέβιν») είναι να φτιάξει ένα δακρύβρεχτο μελό, δοσμένο, κάπου-κάπου, αξίζει να σημειώσω, με ζωντάνια και αληθινή συγκίνηση, ιδιαίτερα στις πρώτες συναντήσεις του ζευγαριού. Δυστυχώς, στη συνέχεια δεν μαθαίνουμε πολλά για τη Γκλόρια, ιδιαίτερα για την προηγούμενη ζωή και τον χαρακτήρα της, ενώ ο ΜακΓκούιγκαν και ο σεναριογράφος του Ματ Γκρίνχαλκ περιορίζονται σε γνωστά κλισέ για να αποσπάσουν τη συμπάθεια του θεατή.

Εκτός όμως από τις πρώτες σκηνές και την εξαιρετική ερμηνεία του Τζέιμι Μπελ, το πιο σημαντικό για μένα στοιχείο της ταινίας, πρέπει να πω, πως, ενόσω η σχέση ανάμεσα στον Τέρνερ και την Γκλόρια αναπτύσσεται, αρχίζει δυστυχώς να εξαφανίζεται η χημεία που είχε δημιουργηθεί στις πρώτες σκηνές, για να δώσει στη θέση της μια δακρύβρεχτη, θανατερή ατμόσφαιρα που δεν βοηθά καθόλου την ταινία.