*** 1/2 – 120 χτύποι το λεπτό

120 battements per minute. Γαλλία, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ρομπέν Καμπιγιό. Ηθοποιοί: Αρνό Βαλουά, Αντέλ Ενέλ, Ναέλ Περέζ Μπισκαγιάρ. 140´

Τα πρώτα δύσκολα χρόνια του AIDS και της δημιουργίας του κινήματος ACT UP στη Γαλλία, το 1989, αναπλάθει στην ταινία του «120 χτυπήματα το λεπτό» ο Γάλλος σκηνοθέτης Ρομπέν Καμπιγιό.

Ο σκηνοθέτης καταγράφει με λεπτομέρεια και ένα ρυθμό που σε κρατά διαρκώς σε ένταση (παρά τη μεγάλη διάρκεια της ταινίας: 2 ώρες και 20 λεπτά) την καθημερινή ζωή της ομάδας, μέσα από τη συνεχή της δράση, τις «μάχες» και τις απρόσμενες «επιθέσεις» της (με ψεύτικο αίμα που ρίχνει) σε συναντήσεις και συνέδρια, ώστε να ακουστούν τα αιτήματά τους, σε μια περίοδο (εκείνη της διακυβέρνησης του Μιτεράν) όπου η επιδημία του AIDS αντιμετωπίζονταν από την πλειονότητα των πολιτών ως το ίδιο επικίνδυνη με τη χολέρα, προσπαθώντας να πείσουν την κυβέρνηση για τη λήψη περισσότερων και πιο αποτελεσματικών ερευνών.

 

Παράλληλα καταγράφει, συχνά με χιούμορ, τις καθημερινές, απλές διασκεδάσεις τους και τον έρωτα που ενδιάμεσα αναπτύσσεται ανάμεσα σε δυο από τα μέλη της ομάδας. Συνδυάζοντας το προσωπικό με το πολιτικό, ο Καμπιγιό έφτιαξε μια ωραία, δοσμένη με διαύγεια, τόλμη και αγωνιστικότητα αλλά και συγκίνηση και τρυφερότητα, ταινία, είδος παρακαταθήκης μιας ξεχασμένης σήμερα από πολλούς περιόδου αγώνων μιας άδικα περιθωριοποιημένης για μεγάλο διάστημα κοινότητας.

Γνωριζουμε όλοι, αξίζει να αναφέρω, πως, ειδικά στα πρωτά χρόνια της δεκαετίας του ‘90, το AIDS αντιμετωπιζόταν με φόβο από την κοινωνία, με αποτέλεσμα, ακόμη και οι πιο φιλελεύθεροι και καλλιεργημένοι άνθρωποι να αποφεύγουν καν να πλησιάσουν τα θύματα του ιού. Γι’ αυτό, για τους ανθρώπους του κινήματος ACT UP και τους λιγοστούς πολίτες που προσπαθούσαν με διάφορους τρόπους να βοηθήσουν και να συμβάλουν στη σωστή αντιμετώπιση της αρρώστιας (ανάμεσά τους και κινηματογραφιστές οπως ο Τζόναθαν Ντέμι και ο Τομ Χανκς, που γύρισαν το 1993 τη “Φιλαδέλφεια”), ο αγώνας των πρώτων χρόνων ήταν και δύσκολος και τολμηρός. Σ’ αυτό το πνεύμα, η ταινία του Καμπιγιό παίρνει σήμερα τη μορφή μιας αναγκαίας κοινωνικής κατάθεσης.

*** Παράδεισος

Paradise/Ray. Ρωσία, 2016. Σκηνοθεσία-σενάριο: Αντρέι Κοντσαλόφσκι. Ηθοποιοί: Γιούλια Βισότσκαγια, Πέτερ Κουρτ, Βίκτορ Σουκορούκοβ, Φιλίπ Ντουκέν. 130’

 

«Αυτό που συνέβηκε με το ναζισμό ήταν μια προειδοποίηση, πρέπει συνεχώς να τη θυμόμαστε», είχε αναφέρει ο Ρώσος σκηνοθέτης Αντρέι Κοντσαλόφσκι («Ο Θείος Βάνια», «Σιβηριάδα», «Το τρένο της μεγάλης φυγής», «Οι λευκές νύχτες του ταχυδρόμου») για τη συγκλονιστική, συγκινητική ταινία του «Παράδεισος» που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα του 73ου φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας. «Κάτι τέτοιο μπόρεσε και συνέβηκε και μπορεί να συμβεί κάθε στιγμή και σήμερα. Ο κίνδυνος βρίσκεται στην απροθυμία μας να μάθουμε, η ώθηση να ξεχάσουμε και η δυσπιστία μας αν όλα αυτά πράγματι συνέβησαν. Μόνο με τη γνώση μπορούμε να το αποτρέψουμε”, συμπλήρωσε ο Κοντσαλόφσκι.

Τρία είναι τα κύρια πρόσωπα στην ταινία του: η Ολγα, μια αριστοκράτισσα Ρωσίδα που, στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, γίνεται μέλος της Γαλλικής Αντίστασης, ο διευθυντής της αστυνομίας Γάλλος Ζιλ και ο ιδεαλιστής Γερμανός αξιωματικός των Ες Ες Χέλμουτ. Τρία πρόσωπα που οι τύχες τους θα διασταυρωθούν μέσα στην κόλαση του πολέμου. Η Όλγα θα συλληφθεί από τη ναζιστική αστυνομία,επειδή έκρυβε παιδιά των Εβραίων, ο Ζιλ είναι ο αστυνομικός που τη συλλαμβάνει καιείναι έτοιμος, με σεξουαλικά ανταλλάγματα, να μειώσει την ποινή της, και ο Χέλμουτ είναι ο ναζί αξιωματικός που ερευνά καταγγελίες διαφθοράς στο στρατόπεδο εξόντωσης όπου στέλνεται η Όλγα.

Ο παράδεισος του τίτλου έχει διπλή έννοια: από τη μια, είναι ο παράδεισος που προσφέρουν οι ναζί στην Άρια φυλή (παράδεισος που για όλους τους άλλους είναι κόλαση) και, από την άλλη, ο παράδεισος που προσφέρει ο σκηνοθέτης (μαζί του και οι θεατές και για τους πιστούς Χριστιανούς ο Αγιος Πέτρος) σε ένα από τα πρόσωπα της ταινίας, έχοντας κρίνει τις πράξεις τους. Για να φτάσουμε όμως στον ποθητό παράδεισο, πρέπει να περάσουμε από την κόλαση που δημιούργησαν οι ναζί, από τα βασανιστήρια και τα μπουντρούμια της ναζιστικής αστρυνομίας και τα κρεματόρια των στρατοπέδων εξόντωσης. Μια κόλαση που δίνει με τα πιο γλαφυρά, φριχτά, μαυρόασπρα κιαροσκούρα χρώματα (η έξοχη φωτογραφία είναι του Αλεξάντερ Σιμόνοφ) ο Κοντσαλόφσκι.

Χρησιμοποιώντας το παλιό (πριν την πλατιά οθόνη) σχήμα της οθόνης και το μαυρόασπρο φιλμ, που τονίζει τη μαύρη, καταπιεστική ατμόσφαιρα, που κυριαρχεί στην ταινία, με ένα κλασικό στιλ που θυμίζει τις καλύτερες ταινίες του παλιού σοβιετικού κινηματογράφου, με ενδιάμεσες σκηνές στο στιλ του ντοκιμαντέρ (με τα τρία πρόσωπα να εξιστορούν τη συμμετοχή τους στο δράμα, σαν μπροστά στο θεατή ή τον Άγιο Πέτρο που θα αποφασίσει ποιος τελικά θα πάει στον παράδεισο), και με εξαιρετικές ερμηνείες, ο 79χρονος Κοντσαλόφσκι έφτιαξε ένα συγκλονιστικό δράμα πάνω στο Ολοκαύτωμα – ταινία που συμπληρώνει, με τον πιο σπαραχτικό τρόπο, την εικόνα του Ολοκαυτώματος που μας έδωσε ο Ούγγρος Λάσλο Νέμες στην ταινία του «Ο γιος του Σαούλ».

** 1/2 – Το αυτό

It. ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία: Άντι Μουσκέτι. Σενάριο: Τσέιζ Πάλμερ, Κάρι Φουκουνάγκα, Γκάρι Ντόπερμαν, από μυθ. Στίβεν Κινγκ. Ηθοποιοί: Μπιλ Σκάρσγκαρντ, Τζέιντεν Λίμπερχερ, Φιν Γούλφχαρντ, Σοφία Λίλις. 135’

Μετά τον τρομακτικό “Εφιάλτη στο δρόμο με τις λευκές” του Γουές Κρέιβεν, οι βαθιά κρυμμένοι παιδικοί φόβοι ξαναζωντανεύουν με την κινηματογράφηση από τον Άντι Μουσκέτι του “It” (Το αυτό), ενός από τα πιο αντιπροσωπευτικά βιβλία τρόμου του Στίβεν Κινγκ, που, αν και γραμμένο το 1896, κανένας μέχρι σήμερα δεν είχε τολμήσει να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη – το 1990 είχε διασκευαστεί σε τηλεοπτική μίνι σειρά, με μια πολύ καλή ερμηνεία από τον Τιμ Κάρι.

Τη φορά αυτή, τη μορφή του Φρέντι Κρούγκερ στις ταινίες του “Εφιάλτη” αντικαθιστά ο εξίσου εφιαλτικός κλόουν Πένιγουάιζ (Μπιλ Σκάρσγκαρντ), που, οπως ήδη δείχνει η εμπορική επιτυχία της ταινίας στην Αμερική, θα αρχίσει να μας επισκέπτεται τακτικά σε διάφορα σίκουελ. Οπως και στις άλλες αντίστοιχες ταινίες, βρισκόμαστε σε μια μικρή, μικροαστική επαρχιακή πόλη, ώσπου η φαινομενική ηρεμία της παίρνει μιαν άλλη, τρομακτική πορεία όταν τα νεαρά παιδιά της αρχίζουν ένα-ένα να εξαφανίζονται η και να βρίσκονται διαμελισμένα.

Ο Μουσκέτι γνωρίζει καλά το είδος και το εκμεταλλεύεται όσο καλύτερα μπορεί, αν και, χωρίς να φτάνει στο ύψος ενός Κρέιβεν ή ενός Κάρπεντερ. Οι σκηνές τρόμου ειναι στημένες με τα καλύτερα εφέ που προσφέρει η πιο σύγχρονη τεχνολογία (μόνο που από ενα σημείο και ύστερα αρχίζουν να επαναλαμβάνονται χωρίς να προσθέτουν τίποτα το καινούριο στην πλοκή), η ατμόσφαιρα της επαρχιακής πόλης στην Αμερική της δεκαετίας του ‘80 δίνεται πειστικά, με τη σύγκρουση της ομάδας των νεαρών του “Κλαμπ των Χαμένων” να επεκτείνεται και στους γονείς και σε μια κλίκα “μπούλις” της πόλης, δυστυχως όμως δεν υπάρχει καμία σκιαγράφηση χαρακτήρων από των 1500 περίπου σελίδων βιβλίο του Κινγκ, ούτε κάτι το πιο ζωντανό και συναρπαστικό που να προσθέσει τη δύναμη και την πρωτοτυπία στην όλη ατμόσφαιρα, όπως θα περίμενε κάνεις από ένα τέτοιο εγχείρημα.