ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Με τον Ριουσούκε Χαμαγκούτσι και την πόρτα ανοιχτή στον τροχό της τύχης

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Ιστορίες της τύχης και της φαντασίας

Guzen to soto. Ιαπωνία, 2021. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ριουσούκε Χαμαγκούτσι. Ηθοποιοί: Κοτόνε Χουρουγκάβα, Μόρι Κατσούκι, Αγιούμου Νακατζίμα, Χιούνρι. 121’

Οι συμπτώσεις και οι τυχαίες συναντήσεις, δοσμένες πάντα με φαντασία και μια λεπτή δόση ειρωνείας, είναι τα θέματα των ταινιών του Ιάπωνα σκηνοθέτη Ριουσούκε Χαμαγκούτσι – φτάνει να θυμηθούμε την προηγούμενη ταινία του Asako I & II, που είδαμε στις Κάνες το 20218, που καταπιανόταν με παρόμοια θέματα.

«Συμπτώσεις και φαντασία» είναι και ο πραγματικός τίτλος της θαυμάσιας νέας ταινίας του, «Ιστορίες της τύχης και της φαντασίας» (Μέγα Βραβείο της επιτροπής στο φεστιβάλ Βερολίνου), όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά, ενός τρίπτυχου με ηρωίδες γυναίκες, με μια αφήγηση κι ένα ρυθμό που φέρνουν στο νου τις ταινίες τόσο του συμπατριώτη του Χαμαγκούτσι, Γιασουτζίρο Όζου, όσο και του Γάλλου Ερίκ Ρομέρ. Τρεις, βουτηγμένες σε μια μελαγχολική ατμόσφαιρα, ιστορίες γύρω από ένα ερωτικό τρίγωνο: τη μπερδεμένη ερωτική αποπλάνηση ενός καθηγητή από μια φοιτήτρια που αναλαμβάνει να τον παγιδεύσει για λογαριασμό του φίλου της, και η τυχαία συνάντηση μιας πρώην φοιτήτριας με μια συνομήλικη της που την μπερδεύει με μια φίλη της.

Οι γυναίκες, όπως και στις προηγούμενες ταινίες του Χαμαγκούτσι, είναι οι πρωταγωνίστριες των ιστοριών του. Η ευγένεια, συχνά κρυμμένη πίσω από την απελπισία, είναι ο τρόπος με τον οποίο οι τέσσερις γυναίκες της ταινίας, στα επεισόδια που τιτλοφορούνται, «μαγεία», «ανοιχτές πόρτες» και «ξανά», αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους: πάνω στον έρωτα, την απάτη, τη σύμπτωση.

Η πόρτα του καθηγητή που δείχνει να προσκαλεί τη φοιτήτρια πρέπει να παραμένει ανοιχτή, όπως απαιτεί ο καθηγητής, πίσω της όμως κρύβει αισθήματα, ενοχές και παρορμήσεις, που μπορεί να οδηγήσουν στην καταστροφή: όπως όταν η φοιτήτρια (με τη Μόρι Κατσούκι να δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της ταινίας) διαβάζει ένα ερωτικά προκλητικό απόσπασμα από το βιβλίο του καθηγητή και τον οδηγεί σε απρόσμενη συμπεριφορά, για την οποία η φοιτήτρια αν και μετανιώνει, η τύχη, με μια ξαφνική ανατροπή, του ετοιμάζει διαφορετική πορεία.

Η πόρτα όμως του καθηγητή δεν είναι η μόνη που παραμένει ανοιχτή. Ο Χαμαγκούτσι ανοίγει κι άλλες πόρτες που αναγκάζουν τα πρόσωπά του να αποκαλύψουν κρυμμένες πτυχές του χαρακτήρα τους και των αισθημάτων τους. Στο πρώτο επεισόδιο, η πόρτα ανοίγει σ’ ένα ταξί, με μια από τις δυο γυναίκες, φίλες, να μιλάει για τη σχέση με το φίλο της, για να οδηγηθούμε στη σκηνή με τους τρεις τους σε ένα εστιατόριο, με την προδομένη, πληγωμένη όπως ανακαλύπτουμε, φίλη της, που θα μπορούσε (εδώ κάνει την εμφάνισή της η φαντασία) να αντιδράσει βίαια, τελικά όμως, να υποχωρεί στη «λογική» και την ευγένεια.

Η τελευταία πόρτα ανοίγει στη συνάντηση των δυο, πρώην συμφοιτητριών, που συναντιούνται τυχαία, ύστερα από μια επανένωση των φοιτητών, που εκμεταλλεύονται τη συνάντησή τους με ένα πράγματι εξαίρετο τρόπο (τον οποίο δεν θα αποκαλύψω) για να ξεπεράσουν τα προβλήματά τους, σε μια διαδικασία που παίζει με τη μνήμη και την αλήθεια αλλά και τη διάθεση δημιουργίας και από τις δυο γυναίκες, σε απολαυστικές σκηνές (και δυο εξαιρετικές ερμηνείες) που μοιάζουν να έχουν αυτοσχέδιες – στοιχείο πρέπει να πω που συναντάμε στις ταινίες του Ιάπωνα σκηνοθέτη.

Με τον Χαμαγκούτσι να αφήνει ανοιχτή την πόρτα τόσο στα πρόσωπά του όσο και σε μας, για ένα στοχασμό πάνω στις αλήθειες και τα ψέματα και τον τρόπο που μπορούμε, σε μια σύγχρονη αστική κοινωνία, να τα αντιμετωπίσουμε για να μπορούμε να προχωρήσουμε.

*** Το εργοστάσιο

Zavod/The Factory. Ρωσία, 2018. Σκηνοθεσία-σενάριο: Γιούρι Μπίκοβ. Ηθοποιοί: Ντένις Σρέντοβ, Αντρέι Σμολιάκοβ, Βλαντισλάβ Αμπασίν. 109΄

Στο κοινωνικό δράμα, με στοιχεία θρίλερ, στρέφεται ο Ρώσος σκηνοθέτης Γιούρι Μπίκοβ στη νέα του ταινία «Το εργοστάσιο», για να αφηγηθεί την ιστορία μιας ομάδας απλήρωτων εργατών ενός υπό πτώχευση εργοστασίου, που κρατάει όμηρο τον πλούσιο ιδιοκτήτη του. Απαγωγή που σταδιακά μετατρέπεται σε είδος εξέγερσης ενάντια σ’ ένα σύστημα άγριας εκμετάλλευσης και πολιτικής και κοινωνικής διαφθοράς («γιατί εγώ δεν έχω τίποτα κι εσύ έχεις όλα;» ρωτάει ο εξεγερμένος αρχηγός της ομάδας στη συζήτηση που αναγκάζεται να κάνει με τον όμηρό τους).

Ο Μπίκοβ (δημιουργός επίσης δυο εξαιρετικών κοινωνικών ταινιών, του «Ηλίθιου» και του The Major, που είχε κάνει μια εντυπωσιακή παρουσία στην Εβδομάδα της Κριτικής στις Κάνες το 2013) συνδυάζει, έντεχνα και με ευρηματικότητα, τη ρεαλιστική (σχεδόν ντοκιμαντεριστική) αφήγηση με τα στοιχεία του θρίλερ (θυμίζοντας τον καλύτερο αμερικανικό κινηματογράφο), που εκμεταλλεύεται έξυπνα η ατμοσφαιρική φωτογραφία του τακτικού του συνεργάτη, Κίριλ Κλεπάλοβ).

Για να φτάσουμε στο δεύτερο μέρος, όπου καταφέρνει, παρά τον κάποιο χλιαρό ρυθμό στη μέση, να αναπτύξει με άνεση το σασπένς και να σκιαγραφήσει παράλληλα τόσο τις συγκρούσεις και τους καυγάδες ανάμεσα στους εργάτες, όσο και κυνηγητά και τις δολοφονίες καθώς και τα βρόμικα πολιτικά και άλλα παιχνίδια που παίζονται έξω από το εργοστάσιο, από τους πρώην στρατιώτες, νυν μπράβους του αφεντικού και μια διεφθαρμένη αστυνομία, ξεσκεπάζοντας ταυτόχρονα τη μεγαλύτερη διαφθορά που κυριαρχεί στη σημερινή ρωσική κοινωνία.

*** Εξόριστος

Exil. Γερμανία/Βέλγιο/Κόσοβο, 2020. Σκηνοθεσία-σενάριο: Βίζαρ Μορίνα. Ηθοποιοί: Μίχελ Ματίτσεβιτς, Σάντρα Χούλερ, Ράινερ Μποκ. 121΄

Με τα προβλήματα ενσωμάτωσης ενός κοσσοβαρικής καταγωγής μετανάστη στη Γερμανία καταπιάνεται στη βουτηγμένη σε μια εφιαλτική ατμόσφαιρα, αυτή ταινία του ο μεγαλωμένος στη Γερμανία Κοσσοβάριος σκηνοθέτης Βίζαρ Μορίνα («Ο μπαμπάς μου»).

Ο πρωταγωνιστής του, ο κοσσοβαρικής καταγωγής μεσοαστός χημικός Ξάφερ, παντρεμένος με Γερμανίδα και με τρία παιδιά, αρχίζει ξαφνικά να αισθάνεται ξένος και ανεπιθύμητος στη Γερμανία όπου εργάζεται. Οι συνάδελφοί του τον αποφεύγουν και τον παραμελούν, βρίσκει νεκρά ποντίκια έξω από το σπίτι του, στοιχεία που τον κάνουν να πιστεύει πως είτε έχει αρχίσει να γίνεται παρανοϊκός είτε πως πίσω από αυτά υπάρχει ρατσιστικό κίνητρο.

Ο Μορίνα ξέρει να φτιάχνει εικαστικά έξοχες σκηνές και να κρατά αδιάκοπα το σασπένς αλλά και την όλη κλειστοφοβική ατμόσφαιρα του βασικού του ήρωα, που περιφέρεται ανάμεσα στην πραγματικότητα και τις εξίσου δυνατές, φαινομενικά αληθινές, φαντασιώσεις του (με έναν έξοχο στο ρόλο Μίχελ Ματίτσεβιτς), δημιουργώντας χωρίς διακοπή το αναπάντητο σχεδόν ως το φινάλε ερώτημα: συμβαίνουν πράγματι όλα αυτά ή μήπως ο Ξάφερ είναι παρανοϊκός; Συναισθήματα και συνεχείς φόβοι που δυστυχώς στοιχειώνουν στις μέρες μας τον κάθε μετανάστη που βρίσκεται ξαφνικά σε ξένη χώρα και που διαρκώς αισθάνεται ανεπιθύμητος.

** ½ Καλάβρυτα 1943

Ελλάδα, 2021. Σκηνοθεσία: Νικόλας Δημητρόπουλος. Σενάριο: Δημήτριος Κατσαντώνης. Ηθοποιοί: Μαξ φον Σίντοβ, Άστριντ Ρους, Δανάη Σκιάδη, Νικόλας Παπαγιάννης. 99΄

Η ταινία «Καλάβρυτα 1943» του Νικόλα Δημητρόπουλου («Alter ego») καταγράφει το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, όταν, στις 13 Δεκεμβρίου του 1943, τα χιτλερικά στρατεύματα Κατοχής εκτέλεσαν όλους τους άντρες και έβαλαν φωτιά στην κωμόπολη των Καλαβρύτων, σε αντίποινα για την εκτέλεση 77 Γερμανών αιχμαλώτων από τους αντάρτες.

Μια επιχείρηση της Βέρμαχτ, που είχε στόχο τις εκτελέσεις αμάχων, τις λεηλασίες και την πυρπόληση σπιτιών, για την εκκαθάριση αντιστασιακών ομάδων των περιοχών της Βόρειας Πελοποννήσου. Η σφαγή των Καλαβρύτων, όπου εκτελέστηκαν περισσότεροι από 700 άμαχοι, θεωρείται από τις πιο μεγάλες σφαγές στην περίοδο πολέμου όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Ο σκηνοθέτης ξεκινά την ταινία του στη Γερμανία του 1971, όταν μια Γερμανίδα δικηγόρος (Άστριντ Ρους) αναλαμβάνει να ανατρέψει τη διεκδίκηση ελληνικής κυβέρνησης στο Διεθνές Δικαστήριο για αποζημιώσεις. Η δικηγόρος μαθαίνει πως ένας Αυστριακός στρατιώτης, μέλος της εκστρατείας της Βερμάχτ, βοήθησε γέρους, γυναίκες και παιδιά, να βγούνε από την εκκλησία που είχαν πυρπολήσει οι ναζί (γεγονός που ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών από τους σημερινούς συγγενείς και απογόνους των θυμάτων, αν και ο σκηνοθέτης υποστηρίζει πως έφτιαξε μια ταινία μυθοπλασίας και όχι ντοκιμαντέρ), στοιχείο που η δικηγόρος αναλαμβάνει να εξακριβώσει ταξιδεύοντας στην Ελλάδα για να βρει τον Αυστριακό στρατιώτη και να τον χρησιμοποιήσει για να ανατρέψει τη διεκδίκηση της Ελλάδας.

Τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια της ταινίας είναι σίγουρα εκείνα που αναφέρονται στο ίδιο το ολοκαύτωμα, με το παιδάκι που αρχικά περιφέρεται στο χωριό, την άφιξη των Γερμανών στρατιωτών και της φριχτής σφαγής που ακολούθησε. Αρκετά καλές είναι και οι σκηνές με τον διάσημο Σουηδό ηθοποιό, τακτικό πρωταγωνιστή στις ταινίες του Μπέργκμαν, Μαξ Φον Σίντοβ (στον τελευταίο του ρόλο), στο ρόλο του Νικόλα Ανδρέου, που αφηγείται τις ναζιστικές θηριωδίες (σε μερικές από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας) και βοηθάει τη δικηγόρο να αντιμετωπίσει διαφορετικά τη σφαγή.

Άσχετα με τις απόψεις κάποιων σχετικά με τον καλό ναζί, η ταινία έχει στιγμές που συγκινούν, συνολικά, όμως, η αφήγηση δεν ξεπερνάει μια συνηθισμένη, καλοστημένη, εντυπωσιακή σε παραγωγή, αν και άνιση, χωρίς μεγάλη φαντασία, αναπαράσταση ενός γεγονότος που χρειαζόταν μια άλλη, πιο δυνατή και αυθεντική, αντιμετώπιση.