ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Ινδικό αριστούργημα και φελινική φαντασία

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

***** Το τραγούδι του δρόμου
Pather Panchali. Ινδία, 1955. Μαυρόασπρη. Σκηνοθεσία: Σατιαζίτ Ράι. Σενάριο: Σατιαζίτ Ράι, από μυθιστορήματα του Μπιμπούτι Μπασάν Μπάνερτζι. Μουσική: Ράβι Σάνκαρ. Ηθοποιοί: Κάνου Μπάνερτζι, Καρούνα Μπάνερτζι, Σουμπίρ Μπάνερτζι, Ούμα Ντας Γκούπτα, Τσουνιμπάλα. Διάρκεια: 115΄

Η μεγάλη ανακάλυψη του φεστιβάλ των Κανών του 1956 (κέρδισε ένα ειδικό βραβείο της επιτροπής ως «ανθρώπινο ντοκουμέντο»), πρώτο μέρος μιας κλασικής σήμερα τριλογίας (τα άλλα δυο μέρη της είναι το «Aparajito» και «Ο κόσμος του Απού»), το «Pather Panchali» του Σατιαζίτ Ράι (1921-1992) είναι η ταινία που γνώρισε στο δυτικό κοινό έναν άλλο ινδικό κινηματογράφο που, για πρώτη φορά, δεν είχε σχέση με τα τραγούδια και το φολκλόρ των μέχρι τότε ταινιών της Ναργκίς και άλλων γνωστών εμπορικών ειδώλων (ολόκληρη την «τριλογία του Απού» είχε παρουσιάσει, πριν από μερικά χρόνια, σε αφιέρωμά του το «Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου» της Αθήνας).

Στην πρώτη του αυτή ταινία ο Ράι παρακολουθεί τη ζωή μιας πολύ φτωχής οικογένειας σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό της Βεγγάλης. Κάποτε, ο πατέρας, ένας χωρίς δουλειά συγγραφέας, εγκαταλείπει την οικογένειά του, που βρίσκεται στο πρόθυρα της πείνας, για να βρει δουλειά στη μεγάλη πόλη, αφήνοντας τη γυναίκα του να φροντίζει τα δυο παιδιά τους, το μικρό Απού και τη μεγαλύτερη σε ηλικία αδερφή του, Ντούργκα, και τη γριά θεία τους.

Ο Ράι, που στη διάρκεια των σπουδών του στην Αγγλία είχε δει (και επηρεαστεί από αυτήν) την ταινία «Ο κλέφτης των ποδηλάτων» του Βιτόριο Ντε Σίκα, αποφάσισε, με την επιστροφή του στην Ινδία, να μεταφέρει στην οθόνη την ιστορία αυτή ενός κλασικού ινδικού βιβλίου.

Ξεκινώντας χωρίς καμιά βοήθεια, πουλώντας οικογενειακά κοσμήματα και με ένα απίθανα χαμηλό προϋπολογισμό, χωρίς να έχει καθόλου γνώσεις κινηματογραφικές αλλά με την ηθική βοήθεια του Ζαν Ρενουάρ (του οποίου παρακολούθησε το γύρισμα της ταινίας του «Το ποτάμι» που ο Γάλλος σκηνοθέτης γύριζε στην Ινδία), κινηματογραφώντας αρχικά τα Σαββατοκύριακα, κατάφερε τελικά να τελειώσει την ταινία – στην τελική ολοκλήρωσή της συνέβαλε εκ των υστέρων και η κυβέρνηση της Βεγγάλης.

Η ταινία βρήκε άμεση ανταπόκριση στο κοινό της Δύσης χάρη στην εικαστική ομορφιά της, τη συγκίνηση και το χιούμορ της, καταφέρνοντας, πέρα από το τοπικό της θέμα, να αγγίξει παγκόσμια, ανθρώπινα θέματα. Ο Ράι καταγράφει με αμεσότητα, ευαισθησία, συγκίνηση και λυρισμό, την ιστορία του μικρού Απού (η τριλογία του θα μείνει γνωστή ως «τριλογία του Απού») που μεγαλώνει σε μια κοινωνία παραδόσεων και θρησκευτικών και άλλων προλήψεων, προσπαθώντας να καταλάβει τον κόσμο γύρω του.

Ενώ, πλάι στο, σκληρό συχνά, αγώνα για επιβίωση, ο σκηνοθέτης σκιτσάρει την ηρεμία και τη γαλήνη που αναδίνει η ζωή στο χωριό. Από τη μια οι σκηνές της μητέρας που ανησυχεί ότι η θεία τρώει πολύ φαγητό με αποτέλεσμα να μη μένει αρκετό για τα μικρά παιδιά της που το χρειάζονται περισσότερο απ’ αυτήν, ή εκείνες με τη γριά θεία, που για να μην είναι μπελάς στην οικογένεια πηγαίνει, όταν αισθάνεται ότι έχει φτάσει η ώρα της, σιωπηλά και απαρατήρητα στο δάσος για να πεθάνει, δείχνουν τη δύναμη του Ράι στη δημιουργία δυνατών, δοσμένων με πρωτοτυπία και απέριττη ομορφιά, σκηνών.

Από τις καλύτερες, πιο συγκινητικές, σκηνές της ταινίας είναι εκείνη όπου ο πατέρας, ύστερα από μεγάλο διάστημα στην πόλη, επιστρέφει τελικά στο χωριό. Κάθεται στο κατώφλι της καλύβας τους κι αρχίζει να δείχνει τα δώρα που τους έφερε, φτάνοντας στο δώρο που έφερε για τη μικρή του κόρη που, όμως, οι θεατές ξέρουμε ότι έχει πεθάνει από πνευμονία. Η μητέρα προσπαθεί να του το πει, ξαφνικά όλοι οι ήχοι σταματούν κι στη θέση του σπαραχτικού κλάματος της μητέρας αρχίζει ν’ αντηχεί η σπαραχτική μουσική από μια φλογέρα. Είναι ακριβώς σε τέτοιες σκηνές που καταλαβαίνουμε ότι ο Ράι δεν μιλά μόνο για την Ινδία και τους φτωχούς χωρικούς της αλλά για όλους μας, για όλους τους ανθρώπους που ζουν, αγωνίζονται και βασανίζονται σ’ αυτό τον πλανήτη για να κρατήσουν την αξιοπρέπειά τους.

**** Η Ιουλιέτα των πνευμάτων

Giulietta degli spiriti. Ιταλία, 1965. Σκηνοθεσία: Φεντερίκο Φελίνι. Σενάριο: Φεντερίκο Φελίνι, Τούλιο Πινέλι, Ένιο Φλαϊάνο, Μπρουνέλο Ρόντι. Ηθοποιοί: Τζουλιέτα Μασίνα, Σάντρα Μίλο, Βαλεντίνα Κορτέζε, Χοσέ Λουίς Ντε Βιλαλόνγκα. 137´

Μετά τις ημι-αυτοβιογραφικές ταινίες του, «Η γλυκιά ζωή» και «Οκτώμιση», ο Φελίνι, στην πρώτη αυτή έγχρωμη ταινία, στρέφεται στη γυναίκα του και ηθοποιό, Τζουλιέτα Μασίνα για να της αφιερώσει την ταινία στο ανεπανάληπτο ταλέντο της, μέσα από το φανταστικό, εικαστικά συναρπαστικό, πορτρέτο μιας παντρεμένης γυναίκας που όταν ανακαλύπτει πως ο σύζυγος την απατά, την ρίχνει σε μια ζωή ονείρων και φαντασιώσεων, όπου, στην προσωπικότητα της απλοϊκής, μεσοαστής νοικοκυράς, αντιπαραθέτει την προκλητική, με φανταχτερά χρώματα και ρούχα, γειτόνισσας της (Σάντρα Μίλο).

Όπως και το «Οκτώμιση», υπάρχουν κι εδώ οι φανταχτερές παρελάσεις (παράδειγμα η σκηνή στην παραλία με την Ιουλιέτα να παρακολουθεί την απελευθερωμένη γειτόνισσα της να παρελαύνει με τους υπηρέτες και τους θαυμαστές) και οι βουτηγμένοι σε ένα φελινικό αισθησιασμό χώροι (το σαν μπορδέλο σπίτι της γειτόνισσας), με τον Φελίνι να εγκαταλείπει πλήρως το παλιό νεορεαλιστικό του στιλ για ένα στιλ όπου συνδυάζει με μαεστρία την πραγματικότητα με το σουρεαλισμό των φανταστικών, ονειρικών σκηνών του. Την εποχή της, η ταινία θεωρήθηκε από πολλούς σαν κατώτερη από το προηγούμενο έργο του σκηνοθέτη. Σήμερα, 55 χρόνια αργότερα, η ταινία απλά φαίνεται σαν η άλλη, το ίδιο συναρπαστική, πλευρά του «Οκτώμιση».

*** Οι άγνωστοι Αθηναίοι

Ελλάδα, 2020. Σκηνοθεσία-σενάριο: Αγγελική Αντωνίου. Με τους: Παύλο Γιαννόπουλο, Νίκο Καραγιαννάκη, Κατερίνα Καστανάρα. 75΄

Το μυστήριο που λέγεται ζωή, ο κινηματογράφος, στα 120 τόσα χρόνια της ιστορίας του, προσπαθεί, με το δικό του μοναδικό τρόπο, να εξηγήσει. Και με ακόμη ένα πιο μοναδικό και δυνατό τρόπο το καταφέρνει το ντοκιμαντέρ. Στο ελληνικό ντοκιμαντέρ «Οι άγνωστοι Αθηναίοι», η κάμερα της Αγγελικής Αντωνίου (υπεύθυνης για τη σκηνοθεσία καθώς και για τη διεύθυνση φωτογραφίας) μας φέρνει αντιμέτωπους με μια διαφορετική ζωή, εκείνη των αδέσποτων σκυλιών και των ανθρώπων που τα φροντίζουν.

Ο Χρήστος, ο Νάσος, η Μπέτη, ο Διονύσης, η Φωτούλα, ο Ιάσωνας, ο «Γλύκας» (το μόνιμο μέχρι το θάνατό του, σκυλί στην είσοδο του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία») είναι σκυλιά που ζουν κοντά στους δρόμους της κεντρικής Αθήνας, στην πλατεία Συντάγματος, στο Μοναστηράκι, στην πλατεία Κλαυθμώνος και άλλες περιοχές του κέντρου. Όμορφα, φιλήσυχα, αθώα, αγαπημένα ζώα, που επιβιώνουν χάρη στις φροντίδες μερικών ανθρώπων, παρά το απαράδεκτη, αδιανόητη, βάναυση συμπεριφορά που επιδεικνύουν, κάθε τόσο, ορισμένοι (τη Φωτούλα κάποιοι, όπως μαθαίνουμε, την είχαν δέσει σε μηχανάκι και την έσερναν στους δρόμους, μέχρι που σκίστηκε η κοιλιά της).

Η κάμερα τα παρακολουθεί άλλοτε τη νύχτα κι άλλοτε στη διάρκεια της ημέρας, με ξεχωριστή αγάπη στις βόλτες τους στους δρόμους και τα πεζοδρόμια, ανάμεσα στους ανθρώπους που κυκλοφορούν, συχνά αδιάφοροι (μια απρόσεκτη μάλιστα γυναίκα προσπερνάει σέρνοντας το καροτσάκι με το μωρό της πάνω από την ουρά ενός ξαπλωμένου στον πεζόδρομο σκυλιού, χωρίς να καν να δείξει πως το πήρε είδηση). «Το χειρότερο ζώο στον πλανήτη είναι ο άνθρωπος», θα πει, κάποια στιγμή, ο μικροπωλητής στο Μοναστηράκι που φροντίζει τα σκυλιά της περιοχής.

Στις διάφορες αυτές διαδρομές της κάμερας της Αντωνίου, μας δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσουμε τα άτομα που με αγάπη και πάθος έχουν αναλάβει τη φροντίδα των αδέσποτων αυτών σκυλιών, που όχι μόνο τα ταϊζουν αλλά και τους δίνουν τα φάρμακα και τους παρέχουν την ιατρική περίθαλψη όταν τη χρειάζονται. Διαδρομές που μας δίνουν μια άλλη, άγνωστη εικόνα της Αθήνας, μια εικόνα ασυνήθιστη με τη δική της ομορφιά, μέσα από όμορφα, και με ποιητική διάθεση, στημένες σκηνές και με ένα ωραίο ρυθμό από τον οποίο δεν λείπει και η συγκίνηση.

** Οι ζωές που δεν έζησα

The Roads Not Taken. Βρετανία, 2020. Σκηνοθεσία-σενάριο: Σάλι Πότερ. Ηθοποιοί: Χαβιέ Μπαρντέμ, Ελ Φάνινγκ, Λόρα Λίνεϊ, Μπράνκα Κάτιτς, Σάλμα Χάγιεκ, Δημήτρης Ανδρέας. 85΄

Τη σχέση ανάμεσα σε μια νέα γυναίκα, τη Μόλι (μια πολύ καλή Ελ Φάνινγκ, που είναι και το καλύτερο στοιχείο της ταινίας) και τον συγγραφέα πατέρα της, Λίο (Χαβιέ Μπαρντέμ), που έχει αρχίσει να υποφέρει από άνοια (θέμα που η σκηνοθέτρια αντλεί από οικογενειακή εμπειρία) καταγράφει, στη διάρκεια μιας μέρας, στη Νέα Υόρκη, στην ταινία της αυτή, που πρωτοείδαμε στο φεστιβάλ του Βερολίνου, η γνωστή Αγγλίδα σκηνοθέτρια Σάλι Πότερ («Ορλάντο», «Ο άντρας που έκλαιγε», «Ginger and Rosa»).

Η Μόλι τον συνοδεύει σε διάφορα θελήματα (όπως την επίσκεψη στον οδοντογιατρό), ενώ, ταυτόχρονα, του συμπαραστέκεται, ιδιαίτερα όταν οι άλλοι γύρω του τον αντιμετωπίζουν εχθρικά και δεν δείχνουν πρόθυμοι να τον καταλάβουν. Μια περιπλάνηση στη διάρκεια της οποίας ο Λίο φαντάζεται άλλες, παράλληλες ζωές, τις ζωές που θα μπορούσε να είχε ζήσει – ζωές άλλοτε με την πρώτη του αγάπη (Σέλμα Χάγιεκ) στο Μεξικό, άλλοτε στην Ελλάδα, με σκηνές συχνά σουρεαλιστικές. Ζωές που η Πότερ δεν καταφέρνει πάντα να ανανεώσει στιλιστικά, χρησιμοποιώντας συχνά καταστάσεις κλισέ, με ένα μοντάζ που δεν τις βοηθά καθόλου.