ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Από τις επανεκδόσεις Λούμπιτς και Κασοβίτς στο συναρπαστικό θρίλερ του Ιράν

Νίνου Φένεκ Μικελίδη

ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

 

Να ζει κανείς ή να μη ζει- To Be or Not to Be. ΗΠΑ, 1942. Σκηνοθεσία: Έρνστ Λούμπιτς. Μέλκιορ Λέντζιελ, Έντουιν Τζάστους Μέγιερ. Ηθοποιοί: Κάρολ Λόμπαρντ, Τζακ Μπένι, Ρόμπερτ Στακ, Λάιονελ Άτγουικ, Ζιγκ Ρούμαν. 99΄

***** Σε Γερμανούς ναζί μεταμφιέζονται τα μέλη ενός θιάσου για να βοηθήσουν την πολωνική αντίσταση σε μια αριστουργηματική ταινία που συνδυάζει τέλεια τη σατιρική κωμωδία με το δράμα.

Μια κωμωδία για τον Χίτλερ, και μάλιστα στην περίοδο του Β’ παγκόσμιου πολέμου, δεν ήταν μόνο κάτι το ασυνήθιστο αλλά και κάτι που σόκαρε μερικούς. Κι όμως, ο Έρνστ Λούμπιτς, ο εβραϊκής καταγωγής Γερμανός σκηνοθέτης, που το 1922 μετακόμισε στο Χόλιγουντ, κατάφερε, με αυτό το «Να ζει κανείς ή να μη ζει», το ακατόρθωτο (όπως θα το κατορθώσει την ίδια περίπου εποχή – 1940 – και ο Τσάπλιν με τον «Μεγάλο Δικτάτορα» και πολύ αργότερα ο Μελ Μπρουκς με τους «Παραγωγούς»).

Διάσημος για μια σειρά εξαιρετικές κωμωδίες, γνωστές ως κωμωδίες με το The Lubitsch Touch/«τη μέθοδο του Λούμπιτς» (σε ταινίες όπως, Forbidden Paradise, One Hour With You, Trouble in Paradise, Design For Living), ο εμπνευσμένος αυτός δημιουργός κατάφερε να συνδυάσει το δράμα με την κωμωδία και τη σάτιρα σε μια ταινία με φόντο την υπό ναζιστική κατοχή Πολωνία.

 

Ο Γιόζεφ και η Μαρία Τούρα, που ερμηνεύουν ο Τζακ Μπένι και η Κάρολ Λόμπαρντ, είναι ένα ζευγάρι διάσημων ηθοποιών στην Πολωνία, που ετοιμάζονται να ανεβάσουν ένα θεατρικό έργο με θέμα τη Γκεστάπο. Η εισβολή όμως του Χίτλερ στη χώρα τους, τους αναγκάζει να αλλάξουν το ρεπερτόριό τους και ν’ αρχίσουν πρόβες για το ανέβασμα του σεξπιρικού «Άμλετ».

Στην πορεία, ο θίασος αποφασίζει να βοηθήσει την πολωνική αντίσταση και συγκεκριμένα τον πολωνικής καταγωγής Αμερικανό πιλότο, τον Σομπίνσκι (Ρόμπερτ Στακ), που φτάνει στην Πολωνία για να ανακαλύψει και να εξοντώσει ένα κατάσκοπο των Γερμανών. Κάποια στιγμή, στην ιστορία, ο Γιόζεφ και ο θίασος του αναγκάζονται να μεταμφιεστούν σε Γερμανούς (ένας απ’ αυτούς και σε Χίτλερ) για να υλοποιήσουν το σχέδιό τους.

Ο Λούμπιτς συνδυάζει τα διάφορα αυτά επεισόδια, καθώς και εκείνα των κρυφών ραντεβού της Μαρίας με τον ερωτοχτυπημένο Αμερικανό πιλότο (εκείνος σηκώνεται κάθε φορά από τη θέση του, στη διάρκεια της παράστασης στο θέατρο, όταν ο Γιόζεφ απαγγέλλει το περίφημο «Να ζει κανείς ή να μη ζει», για να συναντήσει τη Μαρία στα παρασκήνια), μαζί με τις δραματικές, δοσμένες με σασπένς, συχνά και με μαύρη, εφιαλτική ατμόσφαιρα, σκηνές, για να φτιάξει μια ταινία που ισορροπεί τέλεια ανάμεσα στα δυο, καταφέρνοντας από τη μια να γελοιοποιήσει τον Χίτλερ και την κλίκα του, και από την άλλη να δείξει το τρομακτικό πρόσωπο του ναζισμού.

 

Ανάμεσα στις καλύτερες σκηνές, αναφέρω εκείνες με τον Μπένι, στο ρόλο του υπερόπτη ηθοποιού, να προσποιείται τον Γερμανό αξιωματικό αλλά και στις σκηνές όπου παρακολουθεί τον πιλότο, χωρίς να γνωρίζει τι ακριβώς συμβαίνει, να εγκαταλείπει κάθε φορά από το θέατρο, πιστεύοντας πως δεν του αρέσει σ’ αυτόν η ερμηνεία του. Εξαιρετική είναι και η Κάρολ Λόμπαρντ στο ρόλο της Μαρίας, από τις καλύτερες comediennes του Χόλιγουντ της «χρυσής εποχής», που δυστυχώς ο πρόωρος θάνατός της – σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα το 1941, λίγο πριν την κυκλοφορία της ταινίας της στις αίθουσες, τον Γενάρη του 1942 – στέρησε το Χόλιγουντ της τότε εποχής από ένα από τα αληθινά μεγάλα ταλέντα του.

6. 5 Εκτός ελέγχου- Just 6.5 / Metri Shesh Van Nim. Ιράν, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Σαϊντ Ρουσταγί. Ηθοποιοί: Παϊμάν Μααντί, Ναβίντ Μοχαμαντζαντέχ, Παρινάζ Ιζαντιάρ. 131´

*** ½ – Ένας αστυνόμος και ένας διακινητής ναρκωτικών συγκρούονται σ’ ένα Ιράν όπου οι χρήστες ναρκωτικών έχουν φτάσει στα 6.5 εκατομμύρια σ’ ένα σφιχτοδεμένο, και με ωραίους χαρακτήρες και κοινωνικές προεκτάσεις, αστυνομικό θρίλερ.

Το ότι στο σύγχρονο Ιράν υπάρχουν αυτή τη στιγμή ακριβώς 6.5 εκατομμύρια χρήστες ναρκωτικών (όπως είναι και ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας) ήταν κάτι που μέχρι πρόσφατα δεν γνωρίζαμε. Ακόμη πιο ανέλπιστο είναι πως ένας Ιρανός σκηνοθέτης θα καταπιάνονταν με το θέμα. Κι όμως, ο Σαΐντ Ρουσταγί, με τη δεύτερη κιόλας ταινία του (είχε κάνει μια εντυπωσιακή εμφάνιση του 2016 με το Life and a Day), στρέφεται σ’ αυτό το τόσο επίκαιρο θέμα, για να μας δώσει όχι απλά μια αμερικανικού στιλ ταινία αλλά και ένα αρκετά δριμύ και τολμηρό κοινωνικοπολιτικό σχόλιο πάνω σ’ αυτό.

 

Το αμερικανικό στοιχείο βρίσκεται στον τρόπο και το ρυθμό με τον οποίο αναπτύσσει το θέμα του, από την πρώτη επίθεση στην αρχή της ταινίας, στο σπίτι ενός διακινητή καθώς και σ’ εκείνες σε μια περιοχή αστέγων, χρηστών των ουσιών, αντίστοιχη θα έλεγα με εκείνες στα αμερικανικά γκέτο, μέχρι τις διάφορες σκηνές στις αφόρητες από τη ζέστη φυλακές, τσουβαλιασμένες με χρήστες και διακινητές, σκηνές ταυτόχρονα δοσμένες με ένα ντοκιμαντεριστικό (ο ιταλικός νεορεαλισμός δεν απέχει και πολύ) στιλ στην καταγραφή των λεπτομερειών.

Ο Ρουσταγί όμως δεν περιορίζεται στο στοιχείο του θρίλερ αγωνίας αλλά στρέφεται, παράλληλα με την ωραία και σε βάθος ανάπτυξη των δυο βασικών χαρακτήρων του, του επικεφαλής της έρευνας αστυνόμου Σαμάντ Μαζιντί και του διακινητή Νάσερ Κακζάντ (με τους Παϊμάν Μααντί και Ναβίντ Μοχαμανζαντέχ να δίνουν εξοχές ερμηνείες), και στην καταγραφή του κοινωνικού περίγυρου (θλιβερή κατάσταση στις φτωχικές, εγκαταλειμμένες στη μοίρα τους περιοχές, τους απελπισμένους γονείς, άντρες και γυναίκες, έτοιμους να εκμεταλλευτούν και να θυσιάσουν ακόμη και τα παιδιά τους για μια καλύτερη όπως πιστεύουν ζωή – «προσπάθησα να τους βγάλω από τη δυστυχία τους», εξηγεί κάποια στιγμή ο διακινητής, μιλώντας όχι μόνο για την οικογένεια του αλλά και τα εκατοντάδες βαποράκια που χρησιμοποιεί).

Από τις πιο ενδιαφέρουσες σκηνές αναφέρω εκείνη της συζήτησης στο μεταφορικό της αστυνομίας ανάμεσα στον Σαμάντ και τον Νάσερ, που μου θύμισε αντίστοιχες συζητήσεις στις ταινίες του Κεν Λόουτς. Χωρίς να αποφεύγει να καταγράψει, ακόμη και τις αντιδικίες ανάμεσα στους ίδιους τους αστυνομικούς, ενώ, βάζει και ουσιαστικά ηθικά ερωτήματα για τον ίδιο τον αστυνόμο στο φινάλε του.

Το μίσος– La haine. Γαλλία, 1995. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ματιέ Κασοβίτς. Ηθοποιοί: Βενσάν Κασέλ, Ιμπέρ Κουντέ, Σάιντ Ταγκμάουι, Φρανσουά Λεβεντάλ. 97′

*** Το οδοιπορικό στο Παρίσι τριών αγοριών, παιδιών μεταναστών, που αποφασίζουν ν’ αντισταθούν στην αστυνομική βία, σε μια επίκαιρη, συγκλονιστική ταινία γύρω από τον ρατσισμό και τη φτώχεια των μεγαλουπόλεων, σε επανέκδοση.

Με τη φτώχεια, τον ρατσισμό και την ανεργία, που οδηγεί τους νέους ανθρώπους στο περιθώριο και την εξέγερση, αλλά και το μίσος που δημιουργείται ενάντια στην παράλογη και, συχνά ανεξέλεγκτη βία της αστυνομίας, καταπιάνεται η ταινία αυτή του Γάλλου Ματιέ Κασοβίτς. Γυρισμένη πριν από 25 χρόνια, η ταινία παρουσιάζεται σήμερα εντελώς επίκαιρη όχι μόνο για τη Γαλλία αλλά και για τη χώρα μας. Δεκέμβρη.

 

Η ταινία εκτυλίσσεται σ’ ένα παριζιάνικο, κατοικημένο από μετανάστες, προάστιο, σε διάστημα λιγότερο από 24 ώρες. Ύστερα από σύγκρουση με την αστυνομία, όπου ένα 16χρονο, αραβικής καταγωγής, αγόρι κινδυνεύει να πεθάνει, έχοντας ξυλοκοπηθεί άγρια από αστυνομικό, τρία νέα παιδιά, φίλοι του, ξεκινούν, έχοντας ένα όπλο που έχασε στη διάρκεια της σύγκρουσης αστυνομικός, σ’ αναζήτηση περιπετειών στο Παρίσι. Τρία παιδιά κυριευμένα από μίσος για ένα κράτος που τους αντιμετωπίζει με τυφλή βία: ο Εβραίος Βινς (Βενσάν Κασέλ), που ορκίζεται πως θα σκοτώσει έναν αστυνομικό σε περίπτωση που ο φίλος τους πεθάνει, ο Άραβας Σάιντ (Σάιντ Ταγκμάουι) και ο Αφρικανός μποξέρ Ιμπέρ (Ιμπέρ Κουντέ).

Ο Κασοβίτς, στην καλύτερη μέχρι σήμερα ταινία του, δίνει μια ρεαλιστική, σχεδόν ντοκιμαντεριστική, υφή στην όλη ατμόσφαιρα, με την κάμερά του να ακολουθεί, με φρενήρη ρυθμό, τους νεαρούς ήρωές του στο ταξίδι τους στο Παρίσι, καταγράφοντας ταυτόχρονα τον φανατισμό και τον ρατσισμό μιας συντηρητικής κοινωνίας, θυμίζοντας κάπου κάπου τους «Βρώμικους δρόμους» του Σκορσέζε (σε μια σκηνή μάλιστα, ο Βινς μιμείται τον Ντε Νίρο στον «Ταξιτζή», κρατώντας το όπλο και κοιτάζοντας σ’ έναν καθρέφτη). Αληθινή, συγκλονιστική, και, δυστυχώς, πάντα επίκαιρη ταινία.

Παιχνίδια φωτιάς – Joueurs. Γαλλία, 2018. Σκηνοθεσία: Μαρί Μονζ. Σενάριο: Ρομέν Κομπίντ, Ζιλιέν Γκετά. Ηθοποιοί: Ταχάρ Ραχίμ, Στέσι Μαρτέν, Μπρούνο Βολκοβίτς. 105΄

** ½ – Ο εθισμός στον τζόγο οδηγεί μια συνηθισμένη νέα γυναίκα και τον ριψοκίνδυνο τζογαδόρο εραστή της σε μια κατάδυση στην κόλαση του παρισινού υποκόσμου, όπου ο παθιασμένος τους έρωτας καταστρέφεται.

Ο τζόγος οδηγεί έναν έρωτα στραβά και τον καταστρέφει, μας λέει η Μαρί Μονζ στην πρώτη της αυτή, δοσμένη με μια φρεσκάδα, αλλά κι ένα στιλ που θυμίζει τα γαλλικά νουάρ της δεκαετίας του ΄80, ταινία. Η Έλα (η γνωστή μας από το Nymphomaniac του Τρίερ, Στέσι Μαρτέν), υπεύθυνη στο παριζιάνικο μικρό καφέ του πατέρα της, είναι μια συνηθισμένη, χωρίς ιδιαίτερα όνειρα, κοπέλα. Ώσπου, η εμφάνιση του Άμπελ (Ταχάρ Ραχίμ), του ριψοκίνδυνου νέου που ξαφνικά προσλαμβάνει για γκαρσόνι, ανατρέπει την ήρεμη, χωρίς εκπλήξεις ή φαντασία, ζωή της. Ο έρωτάς της θα τη μπλέξει στο τζόγο, στον οποίο ήδη είναι εθισμένος ο Άμπελ, και θα την οδηγήσει σε μια ζωή όπου το πάθος και η ηδονή αναμιγνύονται με τον πόνο και τη θλίψη.

 

Η Μονζ ακολουθεί την ηρωίδα της στην παθιασμένη αυτή, ταυτόχρονα βασανιστική, πορεία της στο νυχτερινό Παρίσι, του παράνομου τζόγου, και στην άθελά της ανάμιξη με τον επικίνδυνο υπόκοσμό του, όπου ο Άμπελ άλλοτε δείχνει να είναι παθιασμένος μ’ αυτήν κι άλλοτε να την ξεγελάει και να την εγκαταλείπει στη μοίρα της. Με ένα ωραίο σενάριο, με καλογραμμένους χαρακτήρες (τόσο εκείνο του Άμπελ όσο και της Έλα), με σωστά ελεγμένο ρυθμό, με εξαιρετική, ατμοσφαιρική ατμόσφαιρα, και με δυνατές ερμηνείες, η Μονζ, με την πρώτη της κιόλας ταινία, δείχνει να είναι ένα νέο υπολογίσιμο ταλέντο στο σύγχρονο γαλλικό σινεμά.

Κάνε παιδιά να δεις καλό – Figli. Ιταλία, 2020. Σκηνοθεσία: Τζιουζέπε Μπονίτο. Σενάριο: Ματία Τόρε. Ηθοποιοί: Βαλέριο Μασταντρέα, Πάολα Κορτελέζι, Αντρέα Σαρτορέτι. 97΄

** ½ – Διασκεδαστική κωμωδία, με μερικά έξυπνα ευρήματα, γύρω από τα καθημερινά, αγχώδη προβλήματα που αντιμετωπίζει ένα ζευγάρι όταν τελικά αποκτά και δεύτερο παιδί.

 

Οι επιπτώσεις της απόκτησης ενός δεύτερου παιδιού στις σχέσεις μιας οικογένειας είναι στο επίκεντρο της διασκεδαστικής αυτής ιταλικής κωμωδίας. Στη δεύτερη αυτή σκηνοθεσία του, ο Τζιουζέπε Μπονίτο στρέφεται και πάλιν (όπως και στην πρώτη του ταινία «Pulce non c’e»), σε προβλήματα της οικογένειας, για να καταγράψει, συχνά μέσα από ήδη κοινότοπες καταστάσεις, τα καθημερινά «εμπόδια» και την κρίση που αντιμετωπίζει η μικροαστική οικογένεια του: από τις αντιδράσεις του πρώτου παιδιού («ήταν ανάγκη να κάνετε άλλο παιδί;», τους ρωτάει κάποια στιγμή, «είστε καταστροφή!»), μέχρι εκείνες από τον γκουρού παιδίατρο, τον ανέτοιμο να αναλάβει ευθύνες παππού και την καταπιεστική πεθερά!

Σκηνές που συνδυάζει έξυπνα και με φρεσκάδα, με τις φαντασιώσεις του ζευγαριού (ο σύζυγος, κάποια στιγμή, φαντάζεται τον υπερ-ήρωα, και πηδάει στο κενό!). Εκείνο που τελικά κερδίζει στην ταινία είναι τα μικρά πράγματα της καθημερινής ζωής που τονίζει, ενδιάμεσα, και με χιούμορ, ο σκηνοθέτης, καθώς και οι ερμηνείες του ζευγαριού του (του Βαλέριο Μασταντρέα και της Πάολο Κορτελέζι), που κατάφεραν να δημιουργήσουν τη «χημεία» που απαιτούσαν οι ρόλοι τους.