ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Κριτική της θανατικής ποινής από τον Ιρανό Ρασούλοφ, ποίηση και μυστικισμός από τον Ταϊλανδέζο Βιρασεθακούλ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Δεν υπάρχει κακό

There Is No Evil/Sheytan vojudnadarad. Ιράν, 2020. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μοχάμαντ Ρασούλοφ. Ηθοποιοί: Μπάραν Ρασούλοφ, Μαχντάμπ Σερβάτι, Μοχάμαντ Σεντιγκίμερ. 151΄

Η επιβολή της θανατικής καταδίκης αναγκάζει τους ανθρώπους να μετατραπούν σε δολοφόνους, μας λέει ο Ιρανός σκηνοθέτης Μοχάμαντ Ρασούλοφ στην εξαιρετική ταινία του, «Δεν υπάρχει κακό», που κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στο φεστιβάλ Βερολίνου 2020. Θανατική ποινή, αξίζει να αναφέρω, που το ιρανικό καθεστώς, από την ανατροπή της μοναρχίας το 1979, χρησιμοποίησε αρχικά για να εξοντώσει αντιφρονούντες, κομουνιστές αντικληρικούς, ακόμη και σκηνοθέτες πορνογραφικών ταινιών, ενώ, στις μέρες μας, συνεχίζει με εκτελέσεις διανοούμενων, συγγραφέων, ακτιβιστών και γενικότερα όσους εναντιώνονται στο καθεστώς.

Μέσα από τις τέσσερις, διάρκειας δυόμιση ωρών, ιστορίες που μας αφηγείται («Το κακό δεν υπάρχει», «Εκείνη είπε: ‘Δεν μπορείς να το κάνεις’», «Γενέθλια» και «Φίλησέ με»), ο Ρασούλοφ κάνει μια καυστική επίθεση ενάντια στη χρήση της θανατικής ποινής που οι ιρανικές αρχές εξακολουθούν να επιβάλλουν, για να μας δείξει πως ότι κι αν οι χαρακτήρες του, σ’ αυτές τις ιστορίες, αποφασίσουν, αυτό, άμεσα ή έμμεσα, θα επηρεάσει και θα διαβρώσει τις σχέσεις τους.

Ο 40άρης Χεσμάτ, στο πρώτο επεισόδιο, ζει μια ήσυχη, ωραία ζωή με τη γυναίκα και τη μικρή τους κόρη. Πίσω όμως από τη φαινομενική ευτυχία τους κρύβεται ένα μυστικό που ανακαλύπτουμε στο τελευταίο πλάνο της ταινίας: ο Χεσμάτ είναι δήμιος στις φυλακές και κάποια στιγμή θα πατήσει το κουμπί που θα ανοίξει την καταπακτή κάτω από τα πόδια πέντε καταδικασμένων σε θάνατο αντρών, οδηγώντας τους, σε σκηνές πραγματικά φριχτές, στο θάνατο.

Στο δεύτερο επεισόδιο, ο Πούγια, ο νεαρός πρωταγωνιστής, που υπηρετεί μια δίχρονη στρατιωτική θητεία, όταν αναγκάζεται να αναλάβει το ρόλο του δήμιου, προτιμά να βρει μια άλλη διέξοδο. Ενώ, προς το τέλος του τρίτου επεισοδίου, ανακαλύπτουμε πως ο νεαρός στρατιώτης που έχει πάρει τριών ημερών άδεια για να παρευρεθεί στα γενέθλια της αγαπημένης του, στην οποία σχεδιάζει να κάνει πρόταση γάμου, είναι στην πραγματικότητα ο εκτελεστής/δήμιος του πιο κοντινού φίλου της οικογένειας.

Σε μια αντίστοιχη δολοφονία οδηγήθηκε, όπως κάποια στιγμή μαθαίνουμε, και ο ετοιμοθάνατος μεσήλικας γιατρός και ερασιτέχνης μελισσοκόμος, που ζει σε μια ειδυλλιακή επαρχία, και ο οποίος έχει καλέσει στο σπίτι του την κόρη του αδερφού του για να της αποκαλύψει ένα μυστικό που έκρυβε εδώ και 20 χρόνια.

Με βάση ένα ωραίο σενάριο, που έγραψε ο ίδιος, ο Ρασούλοφ (βραβείο σκηνοθεσίας το 2017 στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» των Κανών για την ταινία του «Ένας ακέραιος άντρας») αφηγείται τις ιστορίες του με ωραίες εικαστικά εικόνες, με την κάμερα να καταγράφει τις αντιδράσεις των χαρακτήρων του, να προκαλεί τις έντονες αντιδράσεις με το ξαφνικό μοντάζ (όπως στο πρώτο επεισόδιο όταν ανακαλύπτουμε το επάγγελμα του πρωταγωνιστή του), ή να θέτει με άμεσο και επιτακτικό τρόπο το πρόβλημα στην ουσία του (όπως στις σκηνές της φυλακής, στο δεύτερο επεισόδιο, με τους συναδέλφους του Χεσμάτ να προσπαθούν να τον πείσουν να αποδεχτεί τις υποχρεώσεις του νόμου και με τον ίδιο να θέτει το θέμα «τι κάνουμε αν ο νόμος δεν είναι δίκαιος;»), ή πάλι να δείχνει τον θλιβερό αντίκτυπο μιας πράξης που ξεκίνησε, υποτίθεται, με καλό σκοπό.

Πίσω όμως τις πράξεις τους, ο σκηνοθέτης βάζει καίρια, ηθικά και φιλοσοφικά ερωτήματα, που σίγουρα δεν ευχαριστούν ιδιαίτερα την ιρανική κυβέρνηση (εξ ου και η απαγόρευση του ταξιδιού του Ρασούλοφ στο Βερολίνο όταν προβλήθηκε η ταινία του), με τον ίδιο να διερωτάται, «πώς καταφέρνουν οι αυταρχικοί ηγέτες να μεταμορφώνουν τους ανθρώπους σε απλά συστατικά του αυταρχικού μηχανισμού τους; Στα αυταρχικά καθεστώτα, ο μοναδικός στόχος του νόμου είναι η διατήρηση του κράτους και όχι η διευκόλυνση και η ρύθμιση των ανθρωπίνων σχέσεων. Εγώ προέρχομαι από ένα τέτοιο κράτος… Γι’ αυτό και ήθελα να αφηγηθώ ιστορίες που βάζουν το ερώτημα: ως υπεύθυνοι άνθρωποι, μπορούμε να επιλέξουμε όταν ένας αυταρχικός ηγέτης μας ζητά να επιβάλουμε απάνθρωπες διαταγές; Όταν πρόκειται για τα ανθρώπινα συναισθήματα, σε τέτοιες περιπτώσεις αυταρχισμού πού μας αφήνει η δυαδικότητα του έρωτα και της ηθικής ευθύνης;».

**** Ανάμνηση

Memoria. Ταϊλάνδη/Γαλλία/Γερμανία/Μεξικό/Κατάρ/Βρετανία/Κίνα/Ελβετία, 2021. Σκηνοθεσία-σενάριο: Απιτσατπόνγκ Βιρασεθακούλ. Ηθοποιοί: Τίλντα Σουίντον, Έλκιν Ντίαζ, Τζιν Μπάλιμπαρ. 136΄

Σε μια φιλοσοφική θεωρία του ήχου στηρίζεται ο γνωστός για τις αργού ρυθμού ταινίες του, Ταϊλανδέζος σκηνοθέτης Απιτσατπόνγκ Βιρασεθακούλ για το θέμα της νέας του, γυρισμένης για πρώτη φορά εκτός Ταϊλάνδης. όμορφης, τολμηρής, ταυτόχρονα αινιγματικής ταινίας, «Ανάμνηση», που κέρδισε το Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στο φετινό φεστιβάλ των Κανών. Σκηνοθέτης αγαπητός στα διεθνή φεστιβάλ, με ένα έργο που σίγουρα απαιτεί μια διαφορετικού είδους αντιμετώπιση και που όταν ο θεατής την αποδέχεται και αφήνεται στο ρυθμό και τη γοητεία της έχει σίγουρα πολλά να του προσφέρει όπως στο παρελθόν και άλλες ταινίες του – φτάνει να αναφέρω την εξαιρετική «Ο θείος Μπουνμί θυμάται τις προηγούμενες ζωές του» – Χρυσός Φοίνικας στο Φεστιβάλ των Κανών 2010, και την εξίσου θαυμάσια «Τροπική ασθένεια», βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στις Κάνες το 2004.

Η φιλοσοφική αυτή θεωρία υποστηρίζει ότι σύμφωνα με τους επιστήμονες του 18ου αιώνα κάθε ήχος που ακούστηκε ποτέ και οπουδήποτε στη γη, εξακολουθεί να υφίσταται, ενώ, σύμφωνα με πιο πρόσφατες θεωρίες, κουλτούρες χωρίς αναλογικές τεχνολογίες καταγράφουν τον πολιτισμό τους ενσωματώνοντας συνομιλίες τους στις γραμμές της αγγειοπλαστικής. Και, αφού ο ήχος είναι φυσικό φαινόμενο, το μόνο που χρειάζονται οι φωνές του παρελθόντος για να ακουστούν, είναι κάποιο είδος δέκτη που να μπορεί να αποθηκεύει για να τις επαναφέρει στην εποχή μας.

Στη φιλοσοφική αυτή θεωρία στηρίζονται οι ήχοι που ακούει η πρωταγωνίστρια της ταινίας, η Σκωτσέζα ανθοκόμος Τζέσικα (η Τίλντα Σουίντον, η οποία είναι και ένας από τους παραγωγούς της ταινίας), που τη συναντάμε να ταξιδεύει στην Κολομβία για να συναντήσει την άρρωστη αδερφή της. Η ταινία αρχίζει με ένα μεγάλης διάρκειας πλάνο, όπως πάντα συμβαίνει στις ταινίες του Βιρασεθακούλ, όπου η Τζέσικα, ενώ περιφέρεται στο σκοτεινό δωμάτιό της, ακούει ένα παράξενο ήχο σαν γδούπο, ήχο που θα ακούει κάθε τόσο και σε άλλες σκηνές της ταινίας. Μόνο που τη φορά αυτή ο ήχος προκαλεί (ή ίσως να προκαλεί) το ξέσπασμα των σειρήνων συναγερμού των παρκαρισμένων έξω από το διαμέρισμά της αυτοκινήτων.

Στην προσπάθειά της να ανακαλύψει πού οφείλονται αυτοί οι ήχοι, η Τζέσικα θα επισκεφτεί αρχικά τον νεαρό ηχολήπτη Χερνάν στο Πανεπιστήμιο της Κολομβίας για να την βοηθήσει, μέσα από διάφορα κινηματογραφικά εφέ ήχων, να καθορίσει από πού προέρχεται αυτός ο ανάμικτος με μεταλλικό ήχο και θαλασσινό νερό, «στρογγυλός», όπως προσπαθεί να τον σχεδιάσει με τα χέρια της, ήχο, μέσα από ήρεμες, σιωπηλές, εκτός από τους παράξενους ήχους (ένα από τα ξεχωριστά, μαζί με τη μουσική, ατού της ταινίας), σκηνές, μέσα από μια σειρά μεγάλης διάρκειας πλάνα, που σε μεταφέρουν σε μια ατμόσφαιρα μαγείας.

Και αν ο Χερνάν, κατά μυστηριώδη τρόπο εξαφανίζεται, ένας άλλος, πιο ηλικιωμένος Χερνάν, που τον βλέπουμε να καθαρίζει, μεθοδικά και με επιμονή, ψάρια, θα εμφανιστεί όταν η Τζέσικα οδηγείται στη ζούγκλα του Αμαζονίου, και ο οποίος θα της μιλήσει για τη «γλώσσα» των αντικειμένων και τις ιστορίες που αφηγούνται ακόμη και οι πέτρες, προσφέροντάς της κάποια εξήγηση σχετικά με τους ήχους που εξακολουθεί να ακούει.

Η ζούγκλα του Αμαζονίου και γενικότερα η φύση με τη δική της, ξεχωριστή ομορφιά, μαζί και η βροχή (αναπόσπαστο στοιχείο στις ταινίες του Βιρασεθακούλ), εκπνέουν αυτή τη μαγεία που ανάφερα πιο πάνω, μαζί και ένα μυστήριο, όπως και η ξαφνική εμφάνιση ενός ανεξήγητου διαστημοπλοίου, στοιχεία που εντείνουν την ποίηση αλλά και το στοιχείο του μυστικισμού (άλλο τακτικό στοιχείο στις ταινίες του σκηνοθέτη) και μια ονειρική κατάσταση στην οποία αφήνεται σταδιακά και αναπόφευκτα να διεισδύσει ο θεατής. Για να απολαύσει το ξεχωριστό αυτό, μοναδικό, πρωτότυπο, ιδιαίτερα τολμηρό για όσους είναι έτοιμοι να το αποδεχτούν, δώρο που του προσφέρει ο δημιουργός της ταινίας.

*** ½ Minamata

Βρετανία/ΗΠΑ, 2020. Σκηνοθεσία: Άντριου Λέβιτας. Σενάριο: Ντέιβιντ Κέσλερ, Στίβεν Ντέιτερς, Άντριου Λέβιτας. Ηθοποιοί: Τζόνι Ντεπ, Μινάμι Χινάσε, Ακίκο Ιβάζε, Κογκαράσι Βακασούγκι, Μπιλ Νάιγκι. 115΄

Μερικοί με ρωτάνε γιατί δεν συγκινήθηκα με το φινάλε της τελευταίας ταινίας του Τζέιμς Μποντ. Δεν συγκινήθηκα γιατί όλα, μαζί και ο θάνατος, ήταν φτιαγμένα με την καθιερωμένη φόρμουλα για να συγκινήσουν – στεγνά, μηχανικά, χωρίς το άμεσο αίσθημα που προσφέρει η ατόφια συγκίνηση. Αντίθετα, αυτή την ατόφια συγκίνηση μου την πρόσφερε μια σκηνή στην ταινία «Μιναμάτα» του Άντριου Λέβιτας, εκείνη όταν ο φωτογράφος του Τζόνι Ντεπ (σ’ έναν από τους καλύτερους ρόλους του) κρατώντας αγκαλιά μια νεαρή, ανάπηρη γυναίκα, ένα από τα θύματα της γνωστής ως «νόσος της Μιναμάτα», της σιγοτραγουδά, ενώ ταυτόχρονα σκύβει το κεφάλι του για να μπορέσει να χαϊδέψει με το μούσι του το παραμορφωμένο από την φρικτή αυτή «νόσο» χέρι της γυναίκας.

Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία γύρω από τη «νόσο της Μιναμάτα», μια από τις μεγαλύτερες περιβαλλοντικές καταστροφές στην ιστορία της Ιαπωνίας, που έφερε στο φως την ανεξέλεγκτη βιομηχανική ρύπανση από το εργοστάσιο χημικών της Τσίσο, χάρη στις αποκαλύψεις μιας μαχόμενης δημοσιογραφίας, που εδώ εκπροσωπεί ο φωτογράφος του Ντεπ. Μια νόσος που ξεκίνησε από τη δεκαετία του 50, από τα ταξικά απόβλητα που η Τσίσο έριχνε στον κόλπο της κωμόπολης της Μιναμάτα, μολύνοντας τα θαλάσσια νερά και καταστρέφοντας την αλιεία από την οποία ζούσαν οι ψαράδες της, προκαλώντας μη αναστρέψιμες νευρολογικές διαταραχές, με προβλήματα όρασης παράλυσης και σπασμών, ακόμη και με θάνατο, ενώ, μέσω του πλακούντα περνούσε από τη μητέρα στο έμβρυο οδηγούσε σε σοβαρά εκ γενετής προβλήματα.

Παρά τους τοπικούς αγώνες για αναγνώριση και αποζημίωση των νοσούντων και τη λήψη μέτρων για περιορισμό της ρύπανσης, η Τσίσο αρνιόταν οποιαδήποτε ευθύνη, μέχρι που ο διάσημος, αν και στη δύση τότε της καριέρας του, Αμερικανός φωτογράφος του περιοδικού Life, Γιουτζίν Σμιθ (που ερμηνεύει ο Ντεπ, ο οποίος είναι και παραγωγός της ταινίας), ανέλαβε, το 1971, για λογαριασμό του Life, να μεταβεί στην περιοχή και, ύστερα από ένα μεγάλο και επικίνδυνο αγώνα, να αποκαλύψει την τραγωδία και τις ολέθριες συνέπειες μιας τέτοιας βιομηχανικής ρύπανσης. Αγώνα στον οποίο αντιμετωπίζει όχι μόνο προσφορές για «λάδωμα» από τον πρόεδρο της Τσίσο αλλά και άγριο ξυλοδαρμό από πληρωμένους εργάτες της υπεύθυνης για τη ρύπανση βιομηχανίας.

Μπορεί ο Λέβιτας να μην έφτιαξε κανένα μεγάλο αριστούργημα, κατάφερε όμως να φτιάξει μια συγκινητική, δοσμένη με πάθος και δύναμη, αγωνιστική, ιδιαίτερα επίκαιρη στις μέρες μας, ταινία, που δείχνει τι μπορεί να κάνει η μαχόμενη δημοσιογραφία, ιδιαίτερα σε μια εποχή όπου η μόλυνση του περιβάλλοντος και η κλιματική αλλαγή θέτουν καθημερινά σε κίνδυνο τον πλανήτη μας.

Παρά τα κάποια κλισέ (ο αλκοολικός Γιουτζίν, που αρνείται αρχικά να κάνει το ταξίδι αλλά πείθεται όταν βλέπει τις φωτογραφίες που του αφήνει μια νεαρή Γιαπωνέζα, την οποία, στη συνέχεια, ερωτεύεται), ο Γιουτζίν του Ντεπ επιμένει και, παρά το αλκοόλ και τις επιμέρους επιφυλάξεις του, εξακολουθεί να αγωνίζεται και με διάφορα μέσα καταφέρνει να τραβήξει τις εξαιρετικές, μαυρόασπρες φωτογραφίες του, που με ξώφυλλο στο Life τη διάσημη πια φωτογραφία «η Τομόκο στο μπάνιο της», που θυμίζει την Pieta του Μικελάντζελο, και τις υπόλοιπες φωτογραφίες στο εσωτερικό του περιοδικού (με τα παραμορφωμένα σώματα παιδιών και γυναικών) θα προκαλέσει το παγκόσμιο ενδιαφέρον και θα αναγκάσει την ιαπωνική κυβέρνηση να πάρει τα αναγκαία μέτρα, και την Τσίσο να αναγνωρίσει τις ευθύνες της και να αποζημιώσει τα επιζώντα θύματα και τους συγγενείς των νεκρών.

*** ½ Κβο Βάντις, Άιντα

Quo vadis, Aida? Βόσνια και Χερζεγκοβίνα/Αυστρία/Ρουμανία/Ολλανδία/Γερμανία/Πολωνία/Γαλλία/Τουρκία/Νορβηγία, 2020. Σκηνοθεσία: Τζαρμίλα Σμπάνιτς. Σενάριο: Τζαρμίλα Σμπάνιτς από το βιβλίο «Κάτω από τη σημαία των Ηνωμένων Εθνών»). Ηθοποιοί: Γιάσνα Ντιούριτσιτς, Ιζούντιν Μπάιροβιτς, Μπόρις Λερ. 101΄

Τη γενοκτονία 8 περίπου χιλιάδων Βόσνιων μουσουλμάνων (αντρών και παιδιών) της Σρεμπρένιτσα, τον Ιούλιο του 1995 παρουσιάζει, μέσα από την ιστορία μιας ντόπιας γυναίκας, πρώην δασκάλας, που εργάζεται ως διερμηνέας για τις εκεί δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών, στην ταινία της, «Κβο βάντις, Άιντα», η σκηνοθέτρια Τζαρμίλα Σμπάνιτς (ταινία υποψήφια της Βοσνίας/Χερσεγκοβίνας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ).

Η Σμπάνιτς παρακολουθεί την Άϊντα στις καθημερινές της σχέσεις τόσο με τον Δανέζο υπεύθυνο των δυνάμεων των Ηνωμένων Εθνών, που εξακολουθεί να πιστεύει πως τα Ηνωμένα Έθνη θα επέμβουν στρατιωτικά για να ανακόψουν τη σέρβικη εισβολή σε μια πόλη είχε χαρακτηριστεί ω ς «ασφαλή ζώνη», όσο και με τον σύζυγο και τους δυο έφηβους γιους της, οι οποίοι, ενώ ο σέρβικος στρατός, με αρχηγό τον Στρατηγό Μλάντιτς, έχουν καταλάβει την πόλη, έχουν καταφέρει να μπουν στον προστατευμένο από τα Ηνωμένα Έθνη χώρο, βρίσκονται τώρα μαζί της στον μικρό, προστατευμένο από τον ΟΗΕ χώρο.

Η κάμερά του παρακολουθεί και καταγράφει, από κοντά, συχνά με το ρυθμό ενός θρίλερ, την αγχώδη πορεία της Άιντα, που προσπαθεί να βρει τρόπους να σταματήσει την επερχόμενη όπως φοβάται εξόντωση των πανικόβλητων κατοίκων αλλά και, όταν πια αντιλαμβάνεται πως ο ΟΗΕ δεν είναι διατεθειμένος να βοηθήσει ενεργά τους «φυλακισμένους» στο προαύλιο Βόσνιους ή τις υπόλοιπες οικογένειες, άντρες, γυναίκες και παιδιά, που περιμένουν απ’ έξω αγωνιωδώς κάποια σωτηρία, προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει τρόπο να βοηθήσει τόσο τη δική τους όσο και τους τρομοκρατημένους, εγκαταλειμμένους στο έλεος των εισβολέων, συμπολίτες της.

Αυτό δεν την εμποδίζει να τονίσει, παράλληλα, τόσο μέσα από μια σειρά φλας-μπακ, την ήρεμη, ειρηνική συμβίωση των κατοίκων της Σρεμπρένιτσα και από τις δυο πλευρές, όσο και την απρόσμενη εχθρικότητα που ο πόλεμος έχει δημιουργήσει ανάμεσα τους, έχοντας βιώσει μαζί, φιλίες στα σχολικά θρανία και παρέα στις ίδιες γειτονιές, και που τώρα βρίσκονται σε διαφορετικά στρατόπεδα. Φυλάσσοντας τις εικόνες της τελικής καταστροφής – αυτές της παράλογης, απάνθρωπης δολοφονίας εν ψυχρώ των οκτώ τόσων χιλιάδων ανδρών και έφηβων αγοριών – για το φινάλε της ταινίας. Προσθέτοντας όμως ένα είδος επιλόγου, μέσα από απλές, όμορφες, από τις οποίες όμως δεν λείπει και μια αίσθηση θλίψης, σκηνές, όπου προτάσσει την ανάγκη λησμονιάς του παρελθόντος ώστε να μπορέσει να επανέλθει η ειρηνική συμβίωση σε ένα λαό που τόσα έχει άδικα υποφέρει – μαζί και ένα είδος έμμεσου καλέσματος σε, δυστυχώς, παρόμοιες σύγχρονες καταστάσεις.

** ½ – Μόνη με τα όνειρά της

Alone With Her Dreams/Piccirida – Con I piedi nella sabbia. Ιταλία, 2020. Σκηνοθεσία: Πάολο Λικάτα. Σενάριο: Ούγκο Τσίτι, Κατένα Φιορέλο, Πάολο Λικάτα. Ηθοποιοί: Μάρτα Καστίλια, Λουτσία Σάρντο 95΄

Την ιστορία της 11χρονης Λουτσία, που οι γονείς της, αναγκασμένοι να πάνε στη Γαλλία για να εργαστούν, αφήνουν στη φροντίδα της γιαγιάς της, αφηγείται στην πρώτη του αυτή μεγάλου μήκους ταινία, ο Ιταλός σκηνοθέτης Πάολο Λικάτα.

Ιστορία ενηλικίωσης, με φόντο ένα καθολικό χωριό της Σικελίας, στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, με μια πεισματάρα, κλεισμένη στον εαυτό της, Λουτσία να μεγαλώνει σ’ ένα εχθρικό προς τις γυναίκες ανδροκρατούμενο κόσμο, με την σκληρή και ψυχρή γιαγιά να προσπαθεί να προστατεύσει τη Λουτσία από τα επικίνδυνα μέλη της οικογένειάς της, και με τη Λουτσία να προσπαθεί να διεισδύσει στον κόσμο των ενήλικων συγγενών, ιδιαίτερα των αντρών, για ν’ ανακαλύψει, με τον χειρότερο τρόπο, πως οι καταστάσεις την αναγκάζουν να παραμένει, όπως και οι άλλες γυναίκες, θύμα.

Παρόλα αυτά, 30 χρόνια αργότερα, όταν η Λουτσία τελικά επιστρέφει στο χωριό της, έχει πια αποκτήσει την αναγκαία δύναμη (αυτή που προσπαθούσε να της μάθει με το δικό της τρόπο η γιαγιά) για να αντιμετωπίζει τη ζωή με αποφασιστικότητα και αισιοδοξία, στοιχεία που χρειάζεται για να μπορέσει να ζήσει μια ελεύθερη, αξιοπρεπή ζωή. Με τον σκηνοθέτη να καταγράφει με λιτότητα και ειλικρίνεια τη δραματική αυτή πορεία της νεαρής ηρωίδας του, μαζί με τις προκλήσεις, τα διάφορα οικογενειακά μυστικά και γενικά την όλη οδυνηρή, εμπειρία της, Με δυο, πρέπει να προσθέσω, εξαιρτετικές ερμηνείες: από τη Μάρτα Καστίλια, που ενσαρκώνει με εσωτερικότητα και ξεχωριστή πειστικότητα τη νεαρή Λουτσία και την Λουτσία Σάρντο, που τονίζει τον, χωρίς τουλάχιστο επιφανειακά συναισθηματισμούς πολύπλοκο χαρακτήρα της ψυχρής γιαγιάς.

** Venom 2

Venom 2: Let There Be Carnage, ΗΠΑ, 2021. Σκηνοθεσία: Άντι Σέρκις. Σενάριο: Κέλι Μαρσέλ, Τοντ ΜακΦάρλεΪν, Άντι Σέρκις. Ηθοποιοί: Τομ Χάρντι, Γούντι Χάρελσον, Μισέλ Γουίλιαμς, Ναόμι Χάρις. 97΄

Στον ενσαρκωτή του Γκόλουμ, Άντι Σέρκις ανατέθηκε η σκηνοθεσία του «σίκουελ» της πρώτης περιπέτειας (που είδαμε πριν από τρία χρόνια), το δεύτερο αυτό μπλοκ-μπάστερ της σειράς των υπερηρώων, που, πρέπει να παραδεχτώ, πως χάρη στη χιουμοριστική και καθαρά comic αντιμετώπιση (όπως γίνεται στις περιπέτειες της Marvel και της DC), καταφέρνει να ξεπεράσει το πρωτότυπο σε διασκέδαση και ωραία, καλοδεχούμενη δράση.

Εδώ ο γνωστός μας από την πρωτότυπη βερσιόν, που βρίσκεται στο ναδίρ της καριέρας του, δημοσιογράφος Εντ Μπροκ (Τομ Χάρντι) εξακολουθεί να έχει συμβιωτή, και πεινασμένο για μυαλά, εξωγήινο, γνωστό ως Venom, ο οποίος, παρά τα προβλήματα που κάθε τόσο του δημιουργεί και τον εξαγριώνει, εξακολουθεί να συνεχίζει τη σχέση αγάπης-μίσους ανάμεσά τους. Σχέση που ο Σερκις δεν αφήνει ανεκμετάλλευτη για να δημιουργήσει απολαυστικά επεισόδια ανάμεσα στους δυο, σίγουρα πιο ενδιαφέροντα από εκείνα της αγάπης ανάμεσα στον Μπροκ και την πρώην φιλενάδα του (Κέλι Μαρσέλ), ή εκείνη ανάμεσα στον κατά συρροή θανατοποινίτη Κλίτους Κάσαντι (Γούντι Χάρελσον) και την μεταλλαγμένη Σρικ (Ναόμι Χάρις). Με τον Σέρκις να παραμερίζει τη σκοτεινή πλευρά της πρώτης, κάπως βλακώδους θα έλεγα, ταινίας, για μια πέρα για πέρα διασκεδαστική περιπέτεια.