ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

«Θα έρθει η φωτιά: στον εφιαλτικό κόσμο ενός ψεύτικου παράδεισου

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** ½ – Θα έρθει η φωτιά

Fire Will Come/O que arde. Ισπανία/Γαλλία/Λουξεμβούργο, 2019. Σκηνοθεσία: Όλιβερ Λάσε. Σενάριο: Σαντιάγκο Φίλολ, Όλιβερ Λάσε. Ηθοποιοί: Αμαντόρ Αρίας, Μπενεντίκτα Σάντσεζ, Ινάζιο Αμπράο. 86΄

Στην τρίτη του, βραβευμένη στο τμήμα «Ένα κάποια βλέμμα» του φεστιβάλ των Κανών, ταινία του, «Θα έρθει η φωτιά» (Χρυσός Αλέξανδρος στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), ο Γαλικιανός σκηνοθέτης Όλιβερ Λάσε σκιαγραφεί με φρεσκάδα και ξεχωριστή έμπνευση τις διάφορες πτυχές της ζωής κοντά στη φύση.

Κεντρικό πρόσωπο της ταινίας του είναι ο Αμαδόρ, ο οποίος, με την αποφυλάκισή του, έχοντας εκτίσει ποινή με την κατηγορία του εμπρησμού (είχε κάψει ολόκληρο βουνό), επιστρέφει στο χωριό του στα βουνά της Γαλικίας (Ισπανία). Από τον τίτλο κιόλας της ταινίας, περιμένεις πως κάποια στιγμή θα ξεσπάσει φωτιά στα δάση της γύρω περιοχής, γεγονός που θα φέρει σε δύσκολη θέση τον «εμπρηστή» Αμαδόρ.

Εκείνο που ενδιαφέρει τον Λάσε δεν είναι η δημιουργία κάποιου σασπένς αλλά της ατμόσφαιρας της ζωής που κυριαρχεί στην περιοχή, με τον Αμαδόρ να περνάει τις μέρες του σιωπηλά, αποφεύγοντας τους συγχωριανούς του που τον αντιμετωπίζουν με καχυποψία και βοηθώντας την αγρότισσα χήρα μητέρα του με τις καθημερινές δουλειές του μικρού τους αγροκτήματος: φροντίζοντας το χωράφι τους, τις λιγοστές τους αγελάδες και το σκύλο τους.

Σε μικρές, όμορφα επιλεγμένες σκηνές (όπως εκείνες με τον Αμαδόρ να τρώει σιωπηλά το πρωινό, να παίζει με το σκύλο του ή να προτιμάει να περπατήσει ως το σπίτι του μέσα στη βροχή παρά να δεχτεί την προσφορά ενός συγχωριανού του να τον μεταφέρει στο αυτοκίνητό του, ο τρόπος που κοιμάται την πρώτη βραδιά η γριά μητέρα του, η σχέση που αρχίζει να αναπτύσσεται ανάμεσα στον Αμαδόρ και τη νέα κτηνίατρο, η μητέρα στη διάρκεια της βροχής στο δάσος, όταν βρίσκει προσωρινό καταφύγιο στην κουφάλα ενός τεράστιου, καμένου δέντρου, το καμένο άλογο), ο Λάσε, χωρίς να τις παρατραβάει, καταφέρνει να δώσει ένα είδος παραδεισένιας αγροτικής ζωής, όπου το κάθε τι είναι στενά δεμένο με τη φύση.

Μια ζωή κοντά στη φύση, με τα χρώματα και τους ήχους της, άλλοτε σε ένα τοπίο βροχερό, μελαγχολικό, βουτηγμένο στην ομίχλη, κι άλλοτε σε μια ανοιξιάτικη, πιο ευχάριστη, περίοδο, με τη φωτογραφία του Μάουρο Χέρσε να καταφέρνει να τα συλλάβει τέλεια με τα μουντά της χρώματα (η ταινία, όπως μαθαίνω, γυρίστηκε σε φιλμ των 35 χλστμ. και όχι ψηφιακά) την όλη ατμόσφαιρα, και με τον Λάσε να εκμεταλλεύεται τους φυσικούς χώρους (τα βουτηγμένα στην ομίχλη τοπία, το δάσος, τους έρημους δρόμους), αλλά και τις σιωπές και τη, δεμένη οργανικά με την υπόλοιπη δράση, μουσική, για να σχολιάσει ή να τονίσει τη ψυχολογική κατάσταση των προσώπων του.

Ώσπου, τελικά, ξεσπά η μεγάλη φωτιά στην περιοχή, για να μας αποκαλύψει μια άλλη, εφιαλτική εικόνα του υποτιθέμενου παράδεισου, σε σκηνές δοσμένες με λεπτομέρεια ντοκιμαντεριστική, με τους πυροσβέστες και τους χωριάτες να μάχονται λυσσαλέα, στα διάφορα τμήματά της, για να σώσουν όχι απλά το δάσος αλλά και τα υπάρχοντά τους. Φωτιά που θα ανάψει το υποβόσκον μίσος ορισμένων χωρικών ενάντια στον Αμαδόρ, καταστρέφοντας την παραδεισένια εικόνα που είχαμε σχηματίσει στο πρώτο μέρος της ταινίας. Καταστροφή που, παράλληλα, δίνεται και μέσα από την αποψίλωση του δάσους (ήδη από τα πρώτα πλάνα της ταινίας παρακολουθούμε το συνεχές κόψιμο των δέντρων). Με τον Αμαδόρ Αρίας (βραβείο ερμηνείας στις Κάνες) και την Μπενεντίκτα Σάντσεζ να δίνουν έξοχες ερμηνείες, χρησιμοποιώντας στους δυο τους ρόλους, τα πραγματικά τους ονόματα.

** ½ – Μεταφορά
Ελλάδα, 2020. Ντοκιμαντέρ. Σκηνοθεσία-σενάριο-κείμενα: Ηλίας Γιαννακάκης. Αφήγηση: Αμαλία Μουτούση. Μοντάζ: Μυρτώ Λεκατσά. 115΄

Την ιστορία της Εθνικής Βιβλιοθήκης, μα αφορμή τη μεταφορά της από την Πανεπιστημίου (όπου ξεκίνησε το 1829) στο Ίδρυμα Νιάρχου, αφηγείται στο ντοκιμαντέρ του αυτό ο σκηνοθέτης Ηλίας Γιαννακάκης, που έγραψε και τα κείμενα. Με πρωταγωνιστή, ή πιο σωστά πρωταγωνίστρια, την ίδια τη Βιβλιοθήκη, που αφηγείται, με τη φωνή της Αμαλίας Μουτούση, ο Γιαννακάκης παρακολουθεί τις προετοιμασίες, τη μεταφορά και την επανατοποθέτηση, μαζί και τη συντήρηση, των βιβλίων στο νέο τους χώρο, με τη Βιβλιοθήκη να μας μιλά για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε εδώ, και 200 σχεδόν χρόνια, και που συνέχιζε να αντιμετωπίζει μέχρι πρόσφατα στο Βαλιανό της κτίριο (ίσως, στο νέο της χώρο αυτά να περιοριστούν): από έλλειψη πόρων μέχρι καταστροφές από αρουραίους, υγρασίες και άλλα δεινά, που κατάστρεψαν ειδικά παλιότερες εκδόσεις.

Παράλληλα προσπαθεί να δώσει μια εικόνα (αν και πολύ επιφανειακά συνδεδεμένη με την ίδια τη βιβλιοθήκη) της ιστορίας της ίδιας της Αθήνας, από παλιότερες εποχές μέχρι τις μέρες μας, με φωτογραφίες και επίκαιρα από την προπολεμική περίοδο, περνώντας από εκείνη της Κατοχής και φτάνοντας ως τις μέρες των διαδηλώσεων των «Αγανακτισμένων» στο Σύνταγμα το 2011.

Aν και οι παρεμβολές, ενδιάμεσα, ομιλητών και άλλων, που περισσότερο ανήκουν στη διαφήμιση, δεν βοηθάνε καθόλου, σε αντίθεση με εικόνες όπως εκείνες μιας άστεγης (;) τραγουδίστριας έξω από τη Βιβλιοθήκη, που δίνουν την αναγκαία αυθεντικότητα στην όλη αφήγηση και που σε κάνει να περιμένεις μια περισσότερη διείσδυση στην ιστορία της βιβλιοθήκης και των ανθρώπων που αναζητούν σ’ αυτή τη γνώση και τις απαντήσεις στις αναζητήσεις τους και που θα μπορούσαν να δώσουν μια άλλη, βαθύτερη εικόνα της αναγκαιότητας της ύπαρξης μιας τέτοιας βιβλιοθήκης – κάτι που είχε κάνει τόσο τέλεια στο δικό του ντοκιμαντέρ «Ex Libris: The New York Library» ο μεγάλος ντοκιμαντερίστας Φρέντερικ Γουάιζμαν.

** ½ Το μυστικό μας

The Secret We Keep. ΗΠΑ, 2020. Σκηνοθεσία: Γιουβάλ Άντλερ. Σενάριο: Ράιαν Κόβινγκτον, Γιουβάλ Άντλερ. Ηθοποιοί: Νοόμι Ραπάσε, Τζόελ Κίναμαν, Κρις Μεσίνα. 97΄

Την πολύ καλή ταινία «Ο θάνατος και η κόρη» που γύρισε ο Ρόμαν Πολάνσκι, με βάση το θεατρικό έργο του Άριελ Ντόρφμαν, φέρνει στο νου η νέα ταινία του Iσραηλινού σκηνοθέτη Γιουβάλ Άντλερ («The Operative», «Seduction»). Η Μάγια, μια Ρουμάνα (Ναόμι Ραπάσε), που μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, έχει φτιάξει οικογένεια (με σύζυγο και παιδί) στην Αμερική της δεκαετίας του ’50, αναγνωρίζει μια μέρα, στο πρόσωπο ενός γείτονα, του Τόμας (Τζόελ Κίναμαν), τον ναζί στρατιώτη που είχε σκοτώσει την αδερφή της και βιάσει την ίδια.

Θα τον απαγάγει και θα τον μεταφέρει στο υπόγειο του σπιτιού της, όπου αρχίζει να τον βασανίζει, στην προσπάθειά της να τον κάνει να αποκαλυφθεί, παρασύροντας στην πορεία και τον άντρα της, Λούις (Κρις Μεσίνα), ο οποίος στην αρχή αντιμετώπιζε την απαγωγή διστακτικά.

Ύστερα από ένα αρκετά καλοστημένο πρώτο μέρος, με την Μάγια να απάγει τον Τόμας, να τον δένει και να τον μεταφέρει στο υπόγειο, όπου αρχίζει να τον βασανίζει μέχρι που να της αποκαλύψει την αλήθεια, και με τον Λούις αρχικά να μη θέλει να πιστέψει τη γυναίκα του εξαιτίας των εφιαλτικών ονείρων της σχετικά με τις φρικτές εμπειρίες της από τον πόλεμο, η ταινία στρέφεται σε μια άνιση, και όχι πάντα πειστική, αφήγηση (ιδιαίτερα στο πώς ο Λούις τελικά δέχεται να τη βοηθήσει), προσθέτοντας μάλιστα και μια παράλληλη, δεύτερη ιστορία με δυο γείτονες που δεν προσφέρουν τίποτα το ιδιαίτερο στην όλη πλοκή. Με τις σκηνές ανάμεσα σε Μάγια και Λούις να είναι οι καλύτερες (στις οποίες προσδίδει μια δύναμη η πολύ καλή ερμηνεία της Νοόμι Ραπάσε), αντίθετα με την με την χωρίς ιδιαίτερη φαντασία σκηνοθεσία του Άντλερ που δημιουργεί χάσματα στο ρυθμό.

ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

** Η ΦΩΛΙΑ (The Nest), ΗΠΑ, 2020. Σκηνοθεσία-σενάριο: Σον Ντέρκιν. Ηθοποιοί: Τζουντ Λο, Κάρι Κουν, Ούνα Ρος. 107΄

Το κυνήγι του κέρδους και τα όχι και τόσο ευχάριστά αποτελέσματά του στη ζωή μιας οικογένειας, στο Λονδίνο στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, καταγράφει στη δεύτερη ταινία του ο Σον Ντέρκιν (το 2011 είχε κερδίσει το βραβείο σκηνοθεσίας για την ανεξάρτητη ταινία του Martha Marcy May Marlen).

Ήρωας ένας Βρετανός, ο Ρόρι, που όταν ανακαλύπτει πως από οικονομικής πλευράς τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά στις ΗΠΑ, αποφασίζει να μετακομίσει, μαζί με την οικογένειά του στο Λονδίνο, όπου οι χρηματοπιστωτικές αγορές βρίσκονται σε άνοδο. Μόνο που τελικά θ’ ανακαλύψει πως τα πράγματα δεν είναι και τόσο εύκολα όσο περίμενε. Παράλληλα με τον απελπιστικό αυτό, εφιαλτικό αγώνα του ήρωά του για υλική επιτυχία, ο Ντέρκιν περιγράφει και τις τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της δυσλειτουργικής οικογένειάς του Ρόρι.