Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Οι 12 ένορκοι

Twelve Angry Men. ΗΠΑ, 1957. Σκηνοθεσία: Σίντνεϊ Λουμέτ. Σενάριο: Ρέτζιναλντ Ρόουζ. Ηθοποιοί: Χένρι Φόντα, Λι Τζέι Κομπ, Μάρτιν Μπάλσαμ, Ι Τζι Μάρσαλ, Τζακ Γουόρντεν. 96΄

Η πρώτη ταινία για τη μεγάλη οθόνη που γύρισε ο μέχρι τότε τηλεοπτικός σκηνοθέτης Σίντνεϊ Λουμέτ, που τον επέβαλε στη συνέχεια ως έναν από τους πιο σημαντικούς νέους σκηνοθέτες του σύγχρονου Χόλιγουντ (θ’ ακολουθήσει με μερικές εξαίρετες ταινίες όπως «Ο ενεχυροδανειστής», «Σέρπικο», «Σκυλίσια μέρα», «Το δίκτυο», «Πριν ο διάβολος καταλάβει ότι πέθανες») είναι βασικά ένα δικαστικό, και όχι μόνο, δράμα, που, τυτόχρονα, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί για να αναπτύξει τις δυνατότητες ενός δικαστικού συστήματος που προσφέρει όσο το δυνατό περισσότερες ευκαιρίες σε ένα κατηγορούμενο να αποδείξει την αθωότητά του.

Η ταινία αρχίζει με το τέλος της δικαστικής απόφασης που αφήνει τους 12 ένορκους να αποσυρθούν για να συζητήσουν και να καταλήξουν στην ετυμηγορία τους. Με το ξεκίνημα της συνεδρίασης, σύμφωνα με την πρόταση ενός από τους ένορκους (Λι Τζέι Κομπ), πως δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για την ενοχή του (κατηγορείται ότι δολοφόνησε τον πατέρα του), οι ένορκοι δείχνουν να συμφωνούν και, χωρίς άλλη συζήτηση, στη ψηφοφορία που ακολουθεί, οι 10 από αυτούς ψηφίζουν ναι. Ένας όμως, ο υπ. αριθμό 8 (Χένρι Φόντα), δεν συμφωνεί.

Και αρχίζει ήρεμα, αλλά επίμονα, να αναπτύσσει και να εξετάζει τις λεπτομέρειες, να επαναλαμβάνει τις κινήσεις ενός από τους μάρτυρες στη δίκη, να εμφανίζει, όταν χρειάζεται, και ένα μαχαίρι, στην προσπάθειά του να αποδείξει πως δεν είναι δυνατό, πέραν πάσης αμφιβολίας, να είναι σίγουροι για την ενοχή του ισπανόφωνου κατηγορούμενου.

Η ταινία, σίγουρα, στηρίζεται στο διάλογο καθώς και στην ανάπτυξη των χαρακτήρων των δώδεκα ενόρκων (ο φίλαθλος που βιάζεται για να μη χάσει τον αγώνα, ο ρατσιστής, και διάφοροι άλλοι). Με τον Λουμέτ να εκμεταλλεύεται με διάφορους, πάντα κινηματογραφικούς, τρόπους, την εξέλιξη της πλοκής για να μας οδηγήσει στο αναμενόμενο φινάλε: τον κλειστοφοβικό χώρο του δωματίου όπου συνεδριάζουν οι ένορκοι, την αφόρητη ζέστη που επικρατεί (με τους ένορκους να αρχίζουν να ιδρώνουν και να θέλουν να καταλήξουν σε μια γρήγορη απόφαση, πράγμα που, για προσωπικούς λόγους, χρησιμοποιεί ένας από αυτούς), τις συγκρούσεις ανάμεσά τους, τους φωτισμούς και τις συνεχείς κινήσεις της κάμερας γύρω και πάνω από τα πρόσωπα. Και πάνω απ’ όλα τις ερμηνείες όλων των ηθοποιών – μάθημα θα έλεγα υποκριτικής – με εκείνη του Χένρι Φόντα να κυριαρχεί. Μια ταινία γυρισμένη στη δεκαετία του ’50, ταυτόχρονα και σχόλιο πάνω στην περίοδο του μακαρθισμού, ταινία που και σήμερα, 60 τόσα χρόνια μετά το γύρισμά της, δεν έχασε την επικαιρότητά της.

*** ½ – Το κυνήγι του κλέφτη

To Catch a Thief. ΗΠΑ. 1955. Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ. Σενάριο: Τζον Μάικλ Χέις, βασισμένο στο μυθ. Ντέιβιντ Ντοντς. Ηθοποιοί: Κάρι Γκραντ, Γκρέις Κέλι, Τζέσικα Ρόις Λάντις, Τζον Γουίλιαμς, Μπριζίτ Ομπέρ. 146΄

Κλέφτης σίγουρα δεν είναι ο Κάρι Γκραντ στην απολαυστική αυτή χιουμοριστική περιπέτεια του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Κι αν τα πρώτα πλάνα δημιουργούν την εντύπωση αυτήν ου γρήγορα ανακαλύπτουμε – με τον θεατή να είναι ο μόνος που το γνωρίζει – πως ο πρώην κλέφτης και ήρωας της Γαλλικής Αντίστασης Τζον Ρόμπι (Κάρι Γκραντ) ψάχνει να ανακαλύψει τον κλέφτη στη Γαλλική Ριβιέρα, που τον αντιγράφει με σκοπό να τον ενοχοποιήσει.

Οι σκηνές μυστηρίου και δράσης (ανάμεσα τους κι ένα, στην αρχή, συναρπαστικό κυνηγητό με αυτοκίνητα) δεν σταματάνε, ενώ, ενδιάμεσα, ο Ρόμπι βρίσκει το χρόνο να φλερτάρει και την όμορφη και πλούσια Αμερικανίδα που περνάει τις διακοπές της εκεί, με τον Χίτσκοκ να εκμεταλλεύεται τις ερωτικές σκηνές για μερικά όμορφα πλάνα της Ριβιέρα (μαζί μια χοροεσπερίδα με εντυπωσιακά βεγγαλικά) και της μαγευτικής Μεσογείου (που εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο η έγχρωμη σε Vista Vision φωτογραφία του Ρόμπερτ Μπερκς) αλλά και μερικά από τα καλύτερα σεξουαλικά υπονοούμενα στις σκηνές ανάμεσα στον Κάρι Γκραντ και τη Γκρέις Κέλι.

Είναι η τρίτη, και τελευταία, φορά που ο Χίτσκοκ χρησιμοποίησε την Γκρέις Κελί (ύστερα από τις ταινίες «Τηλεφωνήσατε ασφάλεια» και «Σιωπηλός) ως πρωταγωνίστρια σε ταινία του. Ηθοποιό πολύ κουλ που εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την επιφανειακά ψυχρή συχνά υπολογίστρια, γυναίκα (οσάκις και femme fatale) και που, με το εδώ ζευγάρωμα με τον Κάρι Γκραντ, πέτυχε την τέλεια χημεία που απαιτούσε ο ρόλος. Χημεία που ήταν κι ένας από τους λόγους της μεγάλης εμπορικής επιτυχίας της ταινίας.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Χίτσκοκ εργαζόταν στο συγκεκριμένο σύστημα του Χόλιγουντ, αν και, άσχετα με την προσωπική του σφραγίδα που κατόρθωνε πάντα να δώσει στο υλικό του, ήταν αναγκασμένος να ακολουθήσει τις εμπορικές συνταγές, κρατώντας την απαραίτητη αρμονία ανάμεσα στα συστατικά τους: την περιπέτεια/δράση (περίπου 50%) το αίσθημα/ρομάντζο (περίπου 30%) και το χιούμορ (περίπου 20%), με τις διάφορες παραλλαγές που μπορούσε, κάθε φορά, ο δημιουργός να δώσει στην ταινία του.

Στο «Κυνήγι του κλέφτη» για παράδειγμα, όπως και αμέσως μετά στο «Ποιος σκότωσε τον Χάρι», το πάντα ευπρόσδεκτο χιούμορ του σκηνοθέτη καλύπτει περισσότερο από το συνηθισμένο χώρο, προσφέροντάς μας 146 απολαυστικά λεπτά ατόφιας διασκέδασης. Μπορεί η ταινία να μη ανήκει στα μεγάλα αριστουργήματα του Χίτσκοκ προσφέρει όμως τις ωραίες εκπλήξεις και το ευρηματικό, εικαστικά συναρπαστικό, στιλ του ανεπανάληπτου αυτού «μετρ».

*** Αλγέρι

Algiers. ΗΠΑ, 1938. Σκηνοθεσία: Τζον Κρόμγουελ. Σενάριο: Τζον Χάουορντ Λόσον, Τζέιμς Μ. Κέιν. Ηθοποιοί: Σαρλ Μπουαγιέ, Χέντι Λαμάρ, Τζόζεφ Καλέια, Σίγκριντ Γκιούρι, Άλαν Χέιλ, Τζιν Λόκχαρτ. 96´.

«Come with me to the Casbah» («Έλα μαζί μου στο Κασμπά») διαλαλούσε η διαφήμιση αυτού του ριμέικ της γαλλικής ταινίας Pepe Le Moko (1937) του Ζιλιέν Ντιβιέ, στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Ζαν Γκαμπέν, που σκηνοθέτησε ο πολύ καλός, αν και παραγνωρισμένος, Αμερικανός σκηνοθέτης Τζον Κρόμγουελ (ανάμεσα στις ταινίες του αξίζει να αναφέρω το εξαίρετο φιλμ νουάρ, Caged, που εκτυλισσότσν σε γυναικείες φυλακές).

Το ρομαντικό αυτό θρίλερ μυστηρίου έχει για ήρωα έναν κυνηγημένο από τη Γαλλία κλέφτη, τον Πεπέ Λε Μοκό (Σαρλ Μπουαγιέ), που καταλήγει στην περιβόητη συνοικία Κασμπά του Αλγερίου, συνοικία κλεφτών και εγκληματιών, που τον προστατεύουν από την τοπική και τη γαλλική αστυνομία. Η άφιξη όμως μιας ελκυστικής, πλούσιας Γαλλίδας, της Γκαμπί (με την πανέμορφη Χέντι Λαμάρ) θα ανατρέψει την οργανωμένη και προστατευμένη ζωή του Πεπέ, που κάποια στιγμή αποφασίζει να βγει από τη «φυλακισμένη» περιοχή του…

Ο Κρόμγουελ, με ένα πολύ καλό σενάριο, γραμμένο από τον αργότερα κυνηγημένο από τον Μακάρθι, Τζον Χάουορντ Λόσον, και τον διάσημο συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων, Τζέιμς Μ. Κέιν («Ο ταχυδρόμος χτυπά πάντα δυο φορές»), και τη βοήθεια της μαυρόασπρης ατμοσφαιρικής φωτογραφίας του James Wong Howe (η ταινία ήταν υποψήφια για 4 Όσκαρ, ανάμεσά τους και ερμηνείας και φωτογραφίας), εφτιαξε μια με ωραίο ρυθμό, και εικαστικά όμορφη, ταινία, με καλες ερμηνείες. Στους δεύτερους ρόλους ξεχωρίζουν ο Τζόζεφ Καλέια στο ρόλο του τοπικού αστυνόμου, περισσότερο φίλου παρά εχθρού του Πεπέ (τον ίδιο ρόλο θα ερμηνεύσει στο ριμέικ του 1948, «Casbah», ο Πίτερ Λόρε) και η Σίγκριντ Γκιούρι στο ρόλο της ζηλιάρας φιλενάδας του Πεπέ.

*** Ο διαφορετικός κύριος Κόπερφιλντ

The Personal History of David Copperfield. Βρετανία/ΗΠΑ, 2019. Σκηνοθεσία: Αρμάντο Ιανούτσι. Σενάριο: Σάιμον Μπλάκγουελ, Αρμάντο Ιανούτσι, από βιβλίο Τσαρλς Ντίκενς. Ηθοποιοί: Ντεβ Παστέλ, Χιου Λόρι, Τίλντα Σουίντον, Μπεν Γουίσο, Πίτερ Καπάλντι. 119΄

Καιρός ήταν κάποιος να έδινε μια νέα ορμή και φρεσκάδα στη μεταφορά των κλασικών μυθιστορημάτων στην οθόνη, που πολύ συχνά χάνουν την οποιαδήποτε κινηματογραφική έλξη τους. Αυτό τελικά κατάφερε ο ιταλικής καταγωγής Σκοτσέζος σατιρικός συγγραφέας, παραγωγός και σκηνοθέτης, Αρμάντο Ιανούτσι (Tube Tales, In the Loop, «Ο θάνατος του Στάλιν») με τη νέα αυτή διασκευή του κλασικού μυθιστορήματος του Ντίκενς.

Ο Ιανούτσι πήρε το σημαντικό αυτό, βασισμένο σε αυτοβιογραφικά στοιχεία, βιβλίο του Ντίκενς, με φόντο τη βικτωριανή κοινωνία, γύρω από την ιστορία του ορφανού Ντέιβιντ Κόπερφιλντ που από τα βασανιστικά παιδικά χρόνια μιας άθλιας ζωής σε μια τρώγλη του Λονδίνου (εξαιτίας ενός σαδιστή πατριού) καταφέρνει σταδιακά, χάρη στη βοήθεια μιας θείας κι ενός καλοκάγαθου άντρα, του Μικόμπερ, να βρει το δρόμο του και να πετύχει στη ζωή του.

Εκείνο που κατάφερε ο Ιανούτσι είναι, από τη μια, να δώσει μια φρεσκάδα κι ένα γρήγορο ρυθμό στην ταινία του, και, από την άλλη, να καταγράψει, με τα σωστά χρώματα, τις κοινωνικές δομές της εποχής και την όλη ατμόσφαιρα της βικτωριανής Αγγλίας (τόσο τις τρώγλες, τα κρύα σπίτια και τους βρόμικους δρόμους όσο και τα εκθαμβωτικά αρχοντικά και τον πλούτο της αριστοκρατίας του Λονδίνου). Όλα δοσμένα με χιούμορ, διακωμώδηση, σατιρική συχνά διάθεση, με ανατροπές και μια ατέλειωτη, εκπληκτική ενέργεια στην αφήγηση.

** ½ – Παρί

Ελλάδα, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Σιαμάκ Ετεμάντι. Ηθοποιοί: Μελίκα Φορούταν, Σαμπάζ Νοσίρ, Σοφία Κόκκαλη, Αργύρης Πανταζάρας. 101’

Την αγωνιώδη αναζήτηση του φοιτητή γιου της από την Παρί, την Ιρανή μητέρα του που φτάνει στην Αθήνα, καταγράφει με την ταινία του αυτή (που πρωτοπροβλήθηκε στο φεστιβάλ Βερολίνου) ο Ελληνοϊρανός σκηνοθέτης Σιαμάκ Ετεμάντι.

Με ένα σφιχτό σενάριο και με ωραία, ιδιαίτερα φροντισμένα πλάνα, ο σκηνοθέτης αφηγείται την εφιαλτική οδύσσεια της μητέρας (με μια εκπληκτική Μελίκα Φορούταν) σε μια νυχτερινή βασικά, απειλητική, με πολλά μυστικά και όχι πάντα ευχάριστες εκπλήξεις, πόλη, δημιουργώντας τη σωστή ατμόσφαιρα, με την ηρωίδα του να περνάει σταδιακά από την εφιαλτική, αγχώδη δοκιμασία της σε ένα είδος απελευθέρωσης/αναγέννησης.

 

** ½ Παράθυρο στη θάλασσα

Una ventana al mar. Ισπανία/Ελλάδα, 2919. Σκηνοθεσία: Μιγκέλ Άνχελ Χιμένεζ. Σενάριο: Λουίς Γκαμπόα, Μιγκέλ Άνχελ Χιμένεζ. Ηθοποιοί: Έμα Σουάρεζ, Ακύλας Καραζήσης, Γκάιζκα Ουγκάρτε, Κατερίνα Ζαφειροπούλου, Κώστας Πέτρου, Αντώνης Καφετζόπουλος. 105΄

Το ταξίδι μιας 50χρονης, που πάσχει από μια ανίατη αρρώστια, Ισπανίδας από το Μπιλμπάο στη Νίσυρο, μαζί με μια παρέα φίλες της, καταγράφει στην ισπανο-ελληνική αυτή ταινία του ο Ισπανός σκηνοθέτης Μιγκέλ Άνχελ Χιμένεζ. Ταξίδι που όχι μόνο της προσφέρει τη γαλήνη που αναζητούσε αλλά και θα της γνωρίσει τον αληθινό έρωτα στο πρόσωπο ενός Έλληνα.

Αρχικά με τις φίλες της και τους διάφορους άντρες που τους κάνουν παρέα, στη συνέχεια μόνη της, η Μαρία (στο ρόλο η Έμα Σουαρέζ, η πρωταγωνίστρια στην Julieta του Αλμοδόβαρ) περιφέρεται στο νησί μόνη της απολαμβάνοντας τις ομορφιές των ακρογιαλιών, ώσπου τελικά ανακαλύπτει τον αληθινό εαυτό της και την ελευθερία της, μαζί κι ένα τελευταίο, παθιασμένο έρωτα.

Εμπνευσμένη από δικές του εμπειρίες (ο σκηνοθέτης πέρασε ένα διάστημα στη Νίσυρο μετά το θάνατο της γυναίκας του), η ταινία, παρόλο που θέμα της είναι ο επικείμενος θάνατος, προσφέρει αντίθετα ένα όμορφο, αισιόδοξο μήνυμα για τη ζωή και τις απλές, όσο μικρές κι αν αυτές είναι, αυθεντικές χαρές της.