Εξαίρετες βραδιές με Φελίνι, Μπέργκμαν και Μιχαήλ Ρομ …και μια νέα, όμορφη ταινία από Ισπανία

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

***** Οκτώμισι

Otto e mezzo. Ιταλία, 1963. Μαυρόασπρη. Σκηνοθεσία: Φεντερίκο Φελίνι. Σενάριο: Φεντερίκο Φελίνι, Τούλιο Πινέλι, Ένιο Φλαϊάνο, Μπρουνέλο Ρόντι. Φωτ: Τζιάνι Ντι Βενάντζο. Μουσ: Νίνο Ρότα. Ηθοποιοί: Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Κλαούντια Καρντινάλε, Ανούκ Εμέ, Σάντρα Μίλο, Μπάρμπαρα Στιλ. 180΄.

Η όγδοη και μισή ταινία του σκηνοθέτη της «Γλυκιάς ζωής¨, που προβάλλεται σε επανέκδοση και σε αποκαταστημένη κόπια, είναι μια ανεπανάληπτη, ημι-αυτοβιογραφική ταινία γύρω από την καλλιτεχνική δημιουργία και όχι μόνο. ταινία που δεν έπαψε να εκπλήσσει ακόμη και σήμερα με την ομορφιά και τη δύναμη των εικόνων της.

Ένας έξοχος όπως πάντα Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, ερμηνεύει τον Γκουίντο Ανσέλμι, ένα, κουρασμένο από την προηγούμενη επιτυχία του, σκηνοθέτη κινηματογράφου (θυμίζοντας έντονα το σκηνοθέτη Φελίνι) που καταφθάνει σε μια λουτρόπολη για ξεκούραση. Ακόμη όμως κι εκεί τον ακολουθούν ο παραγωγός του, ο σεναριογράφος του, η γυναίκα του (Ανούκ Εμέ) και η ερωμένη του (Σάντρα Μίλο), που όλοι θέλουν να μάθουν λεπτομέρειες σχετικά με τη νέα, επιστημονικής φαντασίας, ταινία που πρόκειται να γυρίσει.

Μια «ακολουθία» επίμονων ανθρώπων, με τον Γκουίντο να βρίσκεται σε καλλιτεχνικό αδιέξοδο, περνώντας τις μέρες του ανάμεσα στην πραγματικότητα και στις φαντασιώσεις του, ιδιαίτερα γύρω από την παιδική του ηλικία, το παρόν αλλά και το μέλλον του.

Άθροισμα αλλά και απόγειο του μέχρι τότε κινηματογραφικού έργου του Φεντερίκο Φελίνι (1920-1993), το «Οκτώμισι», «η ιστορία ενός φιλμ που δεν γύρισα», σύμφωνα με το δημιουργό της, είναι μια ταινία που συνδυάζει με τρόπο ιδιοφυή τις αναμνήσεις και τις φαντασιώσεις με την ίδια την κινηματογραφική δημιουργία. Μια ταινία εκπληκτική, ανεπανάληπτη, γεμάτη εκθαμβωτικές, όλο μαγεία και ομορφιά εικόνες που αποτυπώνονται στη μνήμη του θεατή.

Ο Φελίνι αντλεί από τις μέχρι τότε κινηματογραφικές του εμπειρίες αλλά και τις φαντασιώσεις του (που θ’ αναπτύξει με ένα παρόμοια συναρπαστικό τρόπο και στις επόμενες ταινίες του, από την «Ιουλιέτα των πνευμάτων» μέχρι το «Ρόμα», το «Σατιρικόν» και το «Αμαρκόρντ») για να φτιάξει μια ταινία που μας μιλά όχι μόνο για τον κινηματογράφο και την καλλιτεχνική δημιουργία αλλά και για την εφιαλτική (μαζί και κωμική) εποχή μας, μια ταινία δηκτική μαζί και ελεγειακή, σχόλιο πάνω στον αιώνα που πέρασε, δοσμένη με εκπληκτικές, εικαστικά έξοχες, εικόνες.

Από τις θαυμάσιες σκηνές της, αναφέρω εκείνη με τους διάφορους ασθενείς να περιφέρονται σαν υπνωτισμένοι στα ιαματικά λουτρά μιας φαντασματικής πόλης, τη σκηνή με το σκηνοθέτη-παιδί να τον κάνουν μπάνιο ή εκείνη όπου αυτός περιφέρεται, μεγάλος πια, σ’ ένα προσωπικό χαρέμι προσπαθώντας να ‘εξημερώσει’ τις γυναίκες του με ένα μαστίγιο, εκείνη με τη Σαραγκίνα, μια χοντρή πόρνη να χορεύει ρούμπα σε μια παραλία μπροστά σε μια ομάδα πεινασμένων σεξουαλικά εφήβων, και πάνω απ’ όλα τη σκηνή του φινάλε με το μπαλέτο όλων των προσώπων όσων είχαν σχέση με το σκηνοθέτη να χορεύουν μπροστά από ένα διαστημικό ντεκόρ με επίκεντρο το διαστημόπλοιο που θα σώσει τους επιζήσαντες μιας πυρηνικής καταστροφής του πλανήτη μας.

Κάθε σκηνή της ταινίας προσφέρει και νέες απολαύσεις, που ακόμη και σήμερα δεν έπαψαν να μας συναρπάζουν. Εξαίσιες εικόνες που σταδιακά μας βγάζουν από τον αινιγματικό λαβύρινθο της ατέλειωτης, ακούραστης φαντασίας του δημιουργού τους, (που μοιάζει με ταχυδακτυλουργό που με κάθε τρικ του μας εντυπωσιάζει ακόμη περισσότερο), για να μας αποκαλύψουν τη θαυμαστή, υπέροχη ομορφιά τους. Ομορφιά που γίνεται ακόμη πιο μαγευτική χάρη στην εξαιρετική, μαυρόασπρη φωτογραφία του Τζάνι Ντι Βενάντζο και την υποβλητική, αξέχαστη μουσική του Νίνο Ρότα. Μια ταινία που δίκαια κέρδισε τόσο το Μεγάλο Βραβείο στο φεστιβάλ της Μόσχας όσο και το Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας.

***** Η έβδομη σφραγίδα

Det sjunde inseglet. Σουηδία, 1957. Σκηνοθεσλια-σενάριο: Ίνγμαρ Μπέργκμαν. Ηθοποιοί: Μαξ φον Σίντοβ, Γκιούναρ Μπγιόρνσταντ, Μπενγκτ Έγκερετ, Νιλς Πόπε, Μπίμπι ΆντερσονΓκιούνελ Λίντμπλομ. 96΄

Το παιχνίδι στο σκάκι ανάμεσα στον μεσαιωνικό Ιππότη και το Θάνατο, αναπόσπαστο σημείο στην εμβληματική, αριστουργηματική αυτή ταινία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, είναι από τις σκηνές εκείνες που μένουν ανεξίτηλες στη μνήμη του θεατή και που τώρα, 52 χρόνια μετά την πρώτη προβολή της, στη νέα, αναπαλαιωμένη κόπια που υπόσχονται οι διανομείς θα αναβιώσει, για μια ακόμη φορά, τη μεγάλη έλξη που δεν έχει χάσει η ταινία.

Εμπνευσμένη από το φόβο που προκαλούσε στην ανθρωπότητα της δεκαετίας του ’50 ο πυρηνικός ανταγωνισμός ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις – φόβος που δυστυχώς επανήλθε με τις κάθε τόσο απρόβλεπτες αποφάσεις και εκφοβιστικές δηλώσεις και ενδιάμεσες απαράδεχτες, επικίνδυνες πράξεις του νέου, ηλίθιου κατά γενική αποδοχή, αν και επικίνδυνου, Αμερικανού προέδρου – η ταινία στρεφόταν σε μια εγκλωβισμένη στη μάστιγα ενός καταστροφικού πανώλη μεσαιωνική Ευρώπη για να παρουσιάσει τη συγκλονιστική, βουτηγμένη σε μια μαύρη ατμόσφαρια, αλληγορία της.

Η ταινία (βασισμένη σε θεατρικό έργο του ίδιου του Μπέργκμαν) καταγράφει τη δραματική, γεμάτη επικίνδυνες συναντήσεις, διαδρομή (ο ίδιος ο Μπέργκμαν θεωρούσε την ταινία του ένα είδος «ρόουντ μούβι») του μεσαιωνικού Ιππότη (Μαξ φον Σίντοβ) και του συνοδού/υπηρέτη του (Γκιούναρ Μπγιόρτνσταντ), που επιστρέφουν από τις (χωρίς καμιά ηθική δικαιολογία, όπως γνωρίζουμε αλλά και που τονίζει στο κατάλληλο σημείο ο σκηνοθέτης) Σταυροφορίες, σε μια Ευρώπη που η πανώλης έχει μετατρέψει σε τοπίο της Αποκάλυψης, για να αντιμετωπίσει το Θάνατο στο παιχνίδι σκακιού, που του επιτρέπει να παραμείνει ζωντανός ενόσω δεν χάνει. Παιχνίδι που αναπόφευκτα τελικά θα χάσει αν και ο Μπέργκμαν, στη μέχρι τότε βουτηγμένη στη μαύρη ατμόσφαιρα ταινία του, χρησιμοποιεί την ομάδα ενός τσίρκου περιφερόμενων αθώων ηθοποιών, για να δώσει μια νότα ελπίδας στην ταινία.

Χρειάζεται μήπως να τονίσω πως πρόκειται για ένα από τα μεγάλα αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου που σε συγκλονίζει κάθε φορά που το βλέπεις και που, αν και δεν σου προσφέρει απαντήσεις (αλήθεια, υπάρχει έργο τέχνης που σου προσφέρει απαντήσεις;) σε βάζει σε σκέψεις για τον εαυτό του και για τον κόσμο γενικότερα.

**** Οι Δεκατρείς

Trinadtsat. Σοβιετική Ένωση, 1937. Σκηνοθεσία: Μιχαήλ Ρομ. Σενάριο: Ιωσήφ Προυτ, Μιχαήλ Ρομ. Ηθοποιοί: Ιβάν Νοβοσέλτσεβ, Γιέλενα Κουσμίνα, Αλεξάντρ Χιστιάκοβ, , Αντρέι Φάιτ. 90΄

Ο Μιχαήλ Ρομ είναι μια ξεχωριστή περίπτωση στην ιστορία του Σοβιετικού/Ρωσικού κινηματογράφου. Έχοντας ξεκινήσει ως βοηθός σκηνοθέτης (ανάμεσά τους και του Ιβάν Πίριεβ), επηρεασμένος την πρωτοποριακή κίνηση των Κοζίντςεφ και Τράουμπεργκ, πρωτοπαρουσιάστηκε με την ταινία «Pychka» – «Όνειρο» – (βασισμένη στο έργο του Μποπασάν «Boule de Suif», στο οποίο βασίστηκε και «Η άμαξα της αγωνίας» του Τζον Φορντ) – ταινία, αξίζει να σημειώσει που ο Αμερικανός Πρόεδρος Ρούζβελτ θεωρούσε από τις πιο σημαντικές στον κόσμο.

Θα συνεχίσει με μια σειρά αξιόλογες ταινίες, ανάμεσά τους και αυτούς τους «Δεκατρείς». Στη διάρκεια της σταλινικής περιόδου, ο Ρομ υποχρεώθηκε να γυρίσει ταινίες στο πνεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (ανάμεσά τους δυο βιογραφικές πάνω στη ζωή του Λένιν («Ο Λένιν τον Οκτώβρη» και «Ο Λένιν το 1918», τον «Ναύαρχο Ουτσάκοβ» και άλλες), πριν το 1956 επανέλθει με ταινίες πιο προσωπικές («Η δολοφονία στην οδό Δάντη», 1956, και πάνω απ’ όλα το μεγάλο του αριστούργημα, «Εννιά μέρες ενός χρόνου»). Από το 1949 ως το θάνατo του (1971) δίδασκε στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Μόσχας, και ανάμεσα στους μαθητές του ήταν και οι Αντρέι Κοντσαλόφσκι, Γρηγόρι Τσουχράι και Αντρέι Ταρκόβσκι.

Δεύτερη ταινία του ήταν «Οι Δεκατρείς», εμπνευσμένη από την ταινία «Η χαμένη περίπολος» του Τζον Φορντ, που παρουσίαζε την ιστορία μιας ομάδας Βρετανών στρατιωτών, στη διάρκεια του Α’ παγκόσμιου πολέμου, παγιδευμένων στην έρημο από μια ομάδα Αράβων ληστών, που οι Άραβες εκμηδενίζΟυν έναν-έναν, με εξαίρεση τον τελευταίο, πριν προλάβουν τα βρετανικά στρατεύματα να τους σώσουν.

Ο Ρομ μετέφερε την ιστορία στην έρημο του Καρακούν, στη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, με ένα αποκλεισμένο εκεί απόσπασμα του Κόκκινου Στρατού, να αγωνίζεται ενάντια σε επικίνδυνους αντι-Μπολσεβίκους.

Παρά τις αντίξοες συνθήκες των γυρισμάτων (η αφόρητη ζέστη που προκαλούσε διάφορες αρρώστιες, η κούραση, οι συχνές διακοπές, με ορισμένες σκηνές να γυρίζονται ξανά αργότερα στα στούντιο, κλπ.), ο Ρομ κατάφερε να δώσει μια ρεαλιστική εικόνα του δράματος των 11 αποκλεισμένων στρατιωτών του, εστιάζοντας την κάμερά του στην ανάπτυξη των διάφορων χαρακτήρων, τονίζοντας την πλευρά εκείνη άλλοτε του φόβου του θανάτου κι άλλοτε του πατριωτισμού και της ιδεολογίας τους, που τους βοηθούσε να ξεπεράσουν τα διάφορα επιμέρους προβλήματά τους και να οδηγηθούν σε μια συνολική αντιμετώπισή τους.

Με αφορμή αυτό τον αγώνα της ανθρώπινης επιβίωσης αλλά και γενικότερα της ανθρώπινης κατάστασης κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, ο Ρομ κατάφερε να φτιάξει την τοιχογραφία ενός μικρόκοσμου και μέσα απ’ αυτόν ενός έθνους σε μια σημαντική καμπή της ιστορίας του.

*** Ο χορός της ζωής μου

Yuli. Ισπανία/Κούβα/Βρετανία/Γερμανία, 2018. Σκηνοθεσία: Ίθιαρ Μπολάιν. Σενάριο: Πολ Λάβερτι, από αυτοβιογραφία Κάρλος Ακόστα. Ηθοποιοί: Κάρλος Ακόστα, Σαντιάγκο Αλφόνσο, Κέβιν Μαρτίνεζ, Λάουρα ντε λα Ουζ. 115’

Από το περσινό 31ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου μας έρχεται η όμορφη αυτή, τρυφερή ταινία της Μαδριλένας σκηνοθέτριας, Ίθιαρ Μπολάιν, συντρόφου εδώ και χρόνια του γνωστού σεναριογράφου Πολ Λάβερτι (ο οποίος έγραψε και το σενάριο της ταινίας). Ταινία βασισμένη στην αυτοβιογραφία του χορευτή Κάρλος Ακόστα – γνωστού ως Γιούλι – που οι Λάβερτι και Μπολάιν χρησιμοποιούν για να μας φτιάξουν μια ταινία με επίκεντρο (όπως πάντα στα σενάρια του Λάβερτι) τον άνθρωπο τοποθετημένο πάντα μέσα σε συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες.

Τον Γιούλι, που οι πρόγονοι και οι παππούδες του ήταν σκλάβοι, συναντάμε, για πρώτη φορά, μικρό να χορεύει χιπ-χοπ στους δρόμους της Κούβας. Κάποια στιγμή ο αρχικά αυστηρός πατέρας του αποφασίζει να τον εγγράψει στη σχολή χορού, όπου, σταδιακά ο Ακόστα-Γιούλι (με τον ίδιο να ερμηνεύει τον Γιούλι στη σημερινή ηλικία του) να δείξει το μεγάλο, εκπληκτικό ταλέντο του και να αποκτήσει παγκόσμια φήμη.

Με μια κάμερα που ξέρει να αναδεικνύει, σε κάθε έκφρασή του, το χορευτικό ταλέντο του πρωταγωνιστή της, χωρίς ποτέ να ξεχνάει, ιδιαίτερα μέσα από τα διάφορα φλας-μπακ, την κοινωνικοπολιτική τοποθέτηση της ιστορίας της, η Μπολάιν με λεπτομέρεια, με ξεχωριστή έμπνευση και δύναμη, την εκπληκτική αυτή πορεία του Κάρλος Ακόστα. Σε μια περίοδο που οι περισσότερες νέες ταινίες δεν προσφέρουν παρά μέτρια διασκέδαση (είτε σε κωμωδίες είτε σε συνηθισμένα θρίλερ), η ταινία της Μπολάιν είναι μια μικρή, αναγκαία όαση που δεν θα σας απογοητεύσει.