ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Περιμένοντας τα Όσκαρ: Αποκαλυπτική αλληγορία από τον Καπλάνογλου και πολιτική αλληγορία από τον Μπρέιντι Κόρμπετ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Σπόρος

Grain. Τουρκία/Γερμανία/Γαλλία/Σουηδία/Κατάρ, 2017. (αγγλικοί διάλογοι). Σκηνοθεσία: Σεμίχ Καπλάνογλου. Σενάριο: Λεϊλά Ιπεκτσί, Σεμίχ Καπλάνογλου. Ηθοποιοί: Ζαν-Μαρκ Μπαρ, Ερμίν Μπράβο, Γκριγκόρι Ντομπρίγκιν, Κριστίνα Φλουτούρ. 123 λεπτά

Ανάμεσα στο «Αλφαβίλ» του Γκοντάρ και τις ταινίες του Ταρκόβσκι (ιδιαίτερα το «Στάλκερ») κινείται στη δυστοπική ταινία επιστημονικής φαντασίας, «Σπόρος», ο γνωστός μας από μια σειρά εξαιρετικές ταινίες Τούρκος σκηνοθέτης Σεμίχ Καπλάνογλου (ανάμεσά τους και τη βραβευμένη τριλογία, “Αυγό”, “Γάλα”, “Μέλι”).

Μια Αποκαλυπτική αλληγορία επιστημονικής φαντασίας, επική συμπαραγωγή γυρισμένη σε τρεις ηπείρους, με βάση ένα πολύ καλό σενάριο γραμμένο από τον ίδιο και την Λεϊλα Ιπεκτσί εν μέρει εμπνευσμένη από το Κοράνι), χωρίς καθόλου ειδικά εφέ και συγκρούσεις με εξωγήινους, μέσα από μια ιστορία τοποθετημένης στη γη, σε μια όχι και τόσο μακρινή περίοδο, όταν ο υπερπληθυσμός και η δηλητηρίαση του περιβάλλοντος έχουν μετατρέψει τον πλανήτη μας σε ένα είδος φρουρούμενης φυλακής, όπου οι επιλεγμένοι αυστηρά για τις ικανότητές τους άνθρωποι τρέφονται με υλικά φτιαγμένα στα εργαστήρια. Όταν τα τεχνητά αυτά προϊόντα κινδυνεύουν να αυτοκαταστραφούν, ένας καθηγητής αναλαμβάνει, από μόνος του, να βρει, στην απαγορευμένη Νεκρή Γη, τον απολυθέντα και τώρα εξαφανισμένο επιστήμονα που, σε κάποια μελέτη του, είχε προτείνει την κατάλληλη, αν και απορριφθείσα από τους ειδικούς, λύση.

Τα πρόσωπα της ταινίας κινούνται αρχικά σε χώρους που θυμίζουν το «Αλφαβίλ» του Γκοντάρ, μέσα σε μεταλλικά, ψυχρά κτίρια, σε μια πόλη, σε διαρκή αναβρασμό από διαδηλώσεις και συγκρούσεις με την αστυνομία, ενώ στο δεύτερο μέρος, ακολουθούμε τα δυο βασικά πρόσωπα (τον μεσήλικα καθηγητή και τον νεότερο βοηθό του) στην περιπλάνησή τους στην απαγορευμένη Νεκρή Γη, και στην αναζήτηση του εξαφανισμένου επιστήμονα, και, στη συνέχεια, του φυσικού, σε αντίθεση με του τεχνητού, σπόρου, που θα σώσει την ανθρωπότητα από αφανισμό. Ένα ατέλειωτο, αγχωτικό ταξίδι μέσα από έρημα, αχανή τοπία, σκορπισμένα με πτώματα ανθρώπων που πέθαναν από κάποιο ιό, ταξίδι φόρο τιμής στο «Στάλκερ» του Ταρκόβσκι.(όπως μου ανάφερε ο ίδιος ο σκηνοθέτης στην αποκλειστική συνέντευξη που μου έδωσε στη διάρκεια του περσινού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης).

Μια όμορφη, ποιητική, γυρισμένη σε μαυρόασπρο φιλμ (και χωρίς τη χρήση μουσικής), εικαστικά λαμπρή, με εκπληκτικά, ονειρικά συχνά, πλάνα, βουτηγμένα σε μια ατμόσφαιρα μαγικού μυστηρίου και θλίψης (που τονίζει ιδιαίτερα η ατμοσφαιρική φωτογραφία είναι του Ζιλ Νάτνγκενς), ταινία, από τις καλύτερες που μας έδωσε ο σκηνοθέτης, με τον Γάλλο ηθοποιό Ζαν-Μαρκ Μπαρ έξοχο στο ρόλο του καθηγητή.

*** ½ – Τα παιδικά χρόνια ενός ηγέτη

The Childhood of a Leader. Βρετανία/Γαλλία/Ουγγαρία, 2015. Σκηνοθεσία: Μπρέιντι Κόρμπετ. Σενάριο: Μπρέιντι Κόρμπετ, Μόνοα Φάστβολντ. Ηθοποιοί: Μπερενίς Μπεζό, Λίαμ Κάνιγχαμ, Στέισι Μάρτιν, Ρόμπερτ Πάτινσον, Τομ Σουίτ. 115 λεπτά.

 

Είναι φορές που μια ταινία σε κάποιο από τα παράλληλα τμήματα ενός φεστιβάλ αποδεικνύεται πολύ καλύτερη από πολλές από τις ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος. Τέτοια είναι και η ευρωπαϊκής παραγωγής ταινία «The Childhood of a Leader» («Τα παιδικά χρόνια ενός ηγέτη») του ανεξάρτητου Αμερικανού σκηνοθέτη Μπράντι Κόρμπετ, που είδα στο τμήμα «Ορίζοντες» του φεστιβάλ Βενετίας το 2015. Μια ποιητική, βουτηγμένη σε μια σκοτεινή ατμόσφαιρα, ταινία, ψυχόδραμα αλλά και αλληγορία πάνω στην εποχή μας.

Με ένα τίτλο εμπνευσμένο από διήγημα του Σαρτρ, με ένα σενάριο που θυμίζει έργα του Ιψεν, με αναφορές σε σκηνοθέτες όπως ο Ντράγιερ, ο Μπουνιουέλ και ο Χάνεκε, αλλά και αναφορές στον Φρόιντ και τη ψυχανάλυση, ο 27χρονος Κόρμπετ έφτιαξε μια εκπληκτική ταινία, που οι εικόνες της (και η μουσική της), αντίθετα με αρκετές ταινίες του διαγωνιστικού, παραμένουν στη μνήμη για μεγάλο διάστημα, που έστω και καθυστερημένα έρχεται και στη χώρα μας και που προσφέρει στο θεατή μια ιδιαίτερη απόλαυση, από εκείνες που σπάνια συναντά κανείς στον κινηματογράφο.

Με φόντο το Παρίσι στην περίοδο της συνόδου ειρήνης που έδωσε τέλος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και οδήγησε στη σύναψη της Συνθήκης των Βερσαλλιών του 1919, με τις επανορθώσεις, την επαναχάραξη των συνόρων και την ανάπτυξη ενός νέου γερμανικού κράτους, παρακολουθούμε την ιστορία μιας οικογένειας που ζει σ΄ ένα εγκαταλειμμένο αρχοντικό έξω από το Παρίσι: ενός Αμερικανού πολιτικού (Λίαμ Κάνιγχαμ), που βρίσκεται στο Παρίσι για να βοηθήσει τον πρόεδρο Ουίλσον στη συνδιάσκεψη του Παρισιού, της γερμανικής καταγωγής θρήσκας γυναίκας του (Μπερενίς Μπεζό) και του 7χρονου γιου τους (εξαιρετικός ο πρωτοεμφανιζόμενος Τομ Σουίτ).

Η ιστορία παρουσιάζεται μέσα από τρία κεφάλαια που αναφέρονται στην έκρηξη οργής του νεαρού αγοριού, του επόμενου, όπως υποβάλλεται, μελλοντικού αρχηγού. Από τις πρώτες κιόλας σκηνές καταλαβαίνουμε πως το αγόρι έχει διάφορα ψυχολογικά και άλλα προβλήματα, όταν το βλέπουμε να πετάει πέτρες στους ανθρώπους που βγαίνουν από την εκκλησία.

Ενώ ο πατέρας του περνάει τον περισσότερο καιρό του με τους διάφορους διπλωμάτες στο Παρίσι, η μητέρα προσπαθεί να δώσει στο ξανθό, αγγελικό αγόρι της (τα μακριά μαλλιά του κάνουν πολλούς να το θεωρήσουν κορίτσι, πράγμα που το εξοργίζει), μια συγκεκριμένη ανατροφή, με μια περίεργη πειθαρχία, στην οποία το αγόρι (με τη βοήθεια μιας παχουλής, συμπαθητικής υπηρέτριας/τροφού) αντιστέκεται, και με μια ελκυστική δασκάλα που του μαθαίνει γαλλικά (σε μια καθαρά μπουνιουελική σκηνή, όταν το στήθος της διαφαίνεται μέσα από τη διαφανή μπλούζα της, το αγόρι προσπαθεί να την αγγίξει για να αντιμετωπίσει την επίπληξή της), δασκάλα η οποία φαίνεται να έχει κάποια σχέση με τον πατέρα.

Οι καταστάσεις θα οδηγήσουν το αγόρι σε εκρήξεις οργής, κάποια στιγμή θα αναγκάσει τη μητέρα του να διώξει τη δασκάλα και θα αναλάβει ο ίδιος τη μόρφωσή του, αργότερα θα εμφανιστεί γυμνός μπροστά στους καλεσμένους του πατέρα προκαλώντας την τιμωρία του, ενώ, στο τρίτο κεφάλαιο, στη δεξίωση, που δίνει ο πατέρας στους διπλωμάτες στο αρχοντικό του, μετά την υπογραφή της συνθήκης των Βερσαλλιών, το αγόρι θα ανέβει στο τραπέζι και θ΄ αρχίσει να στριγγλίζει, βρίζοντας την εκκλησία.

Όλα αυτά δοσμένα μέσα από απλούς, συνηθισμένους διαλόγους που οι ηθοποιοί προφέρουν με θεατρικό τρόπο, δίνοντάς τους μια άλλη, συχνά απειλητική, διάσταση, με μια ιμπρεσιονιστική θα έλεγα φωτογραφία (του Λολ Κρόλι) που συλλαμβάνει την παραμικρή λεπτομέρεια και που δίνει στου χώρους μια άλλη λάμψη, με μια από τις καλύτερες μουσικές (του Σκοτ Γουόκερ) που έχω ακούσει τον τελευταίο καιρό και που εκπληρεί με τον καλύτερο τρόπο την παρουσία της (με εκκωφαντικούς συχνά ήχους που σε προετοιμάζουν για κάτι το τρομακτικό και απαίσιο που όμως δεν βλέπεις ποτέ αλλά το διαισθάνεσαι), με σκηνές που φεύγουν από κάθε ρεαλισμό για να αγγίξουν άλλοτε την ποίηση κι άλλοτε το σουρεαλισμό.

Με αυτά «Τα παιδικά χρόνια ενός ηγέτη», ο Κόρμπετ έφτιαξε όχι απλά μια συγκλονιστική, ποιητική ταινία αλλά και μια αλληγορία πάνω σε καιρούς χαλεπούς, όπως ακριβώς και τους σημερινούς, έτοιμους να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις και να επωάσουν επικίνδυνους «ηγέτες».

*** ½ – Πασχαλίτσα

Lady Bird. ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Γκρέτα Γκέργουικ. Ηθοποιοί: Σέρσα Ρόναν, Λόρι Μέτκαλφ, Τρέισι Λετς, Τιμοτέ Σαλαμέτ, Λούκας Χέτζες. 94 λεπτά.

Το να ζεις «στην άλλη πλευρά των σιδηροδρομικών γραμμών» (δηλαδή στη συνοικία των φτωχών) δεν είναι κάτι που αποζητά κανείς. Και ακόμη περισσότερο η «Πασχαλίτσα», η γεμάτη όνειρα, έφηβη ηρωίδα της ταινίας της Γκρέτα Γκέργουικ (υποψήφιας για 5 Όσκαρ). Ένα φιλόδοξο κορίτσι, στο μεταίχμιο της ενηλικίωσης, έτοιμο να εγκαταλείψει τις φίλες της για να κάνει παρέα με τα πλούσια κορίτσια της άλλης πλευράς, να παρουσιάζει για κατοικία της ένα πλούσιο σπίτι (πάντα στην άλλη πλευρά), και που, όταν διαφωνεί με τη μητέρα της για το πιο κολέγιο να παρακολουθήσει (γιατί θέλει να πάει στο πανεπιστήμιο του Κολούμπια, το καλύτερο και ακριβότερο), φτάνει στο σημείο, από τις πρώτες κιόλας σκηνές της ταινίας, να πηδήξει από το σε κίνηση αυτοκίνητο που οδηγεί η μητέρα της και να καταλήξει στο νοσοκομείο!

Στην πρώτη της αυτή εξολοκλήρου σκηνοθεσία (είχε συν-σκηνοθετήσει την ταινία «Nights and Weekends» μαζί με τον Τζο Σουάνμπεργκ), η γνωστή ηθοποιός Γκρέτα Γκέργουικ (θα τη θυμάστε ίσως σε ταινίες όπως το Frances Ha και «Η Μάγκι έχει σχέδιο»), και σεναριογράφος (έχει συνεργαστεί με τον γνωστό από τις ωαρίες κωμωδίες του, Νόα Μπόμπακ) παρακολουθεί από κοντά την Πασχαλίτσα (παρατσούκλι που δίνει η ίδια στον εαυτό της η νεαρή ηρωίδα, για να ξεχωρίζει από τις άλλες συμμαθήτριές της) στη διάρκεια ενός χρόνου (από την τελευταία τάξη του λυκείου μέχρι τον πρώτο χρόνο στο κολέγιο), στις σχέσεις της τόσο με τη μητέρα της (Λόρι Μέτκαλφ), σχέση που προσφέρει και μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες σκηνές της ταινίας, και τον πατέρα της (Τρέισι Λιτς) όσο και με τις συμμαθήτριές της, καταγράφοντας τη σταδιακή ενηλικίωσή της με ένα γρήγορα ρυθμό (από τα ατού της ταινίας), που δεν σου αφήνει χώρο για σκέψη.

Εκείνο που βασικά καταφέρνει η Γκέργουικ είναι να σκιαγραφήσει με λεπτομέρεια και επιμονή την πορεία Πασχαλίτσας, με ένα στιλ συγγενικό μ’ εκείνο τόσο του Νόα Μπόμπακ όσο και του Γούντι Άλεν, με τη Σέρσα Ρόνιν (υποψήφια για το Όσκαρ ερμηνείας) να την αναπλάθει με ξεχωριστή δύναμη και πάθος. Παράλληλα, αν και όχι στο βάθος που θα περίμενε κανείς, η ταινία της προσφέρει και ένα άλλο επίπεδο, ιδιαίτερα στη ματιά της πάνω στα Καθολικά σχολεία, την αστική τάξη και την πολιτιστική και οικονομική κατάσταση στη σύγχρονη Αμερική.

*** ½ – Το σπίτι δίπλα στη θάλασσα

La villa. Γαλλία, 2017. Σκηνοθεσία: Ρομπέρ Γκεντιγκιάν. Σενάριο: Ρομπέρ Γκεντιγκιάν, Σερζ Βαλετί. Ηθοποιοί: Αριάν Ασκαρίντ, Ζαν-Πιερ Νταρουσέν, Ζεράρ Μεϊλάν. 107 λεπτά.

Στην ταινία του Γκεντιγκιάν («Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο», «Ο μίτος της Αριάν»), σε ένα παραθαλάσσιο σπίτι, σ’ ένα κολπίσκο κοντά στη Μασσαλία, μαζεύονται τρία μεσήλικα, απομακρυσμένα μεταξύ τους για διάφορους λόγους, αδέρφια (μια ηθοποιός που ζει στο Παρίσι, ο αδερφός, που έχει αρραβωνιαστεί με μια πολύ νεαρή κοπέλα και ο τρίτος, που έχει παραμείνει στη Μασαλία για να φροντίζει το οικογενειακό εστιατόριο), για να συμπαρασταθούν στον πατέρα τους που βρίσκεται σε κώμα. Τρία πρόσωπα για τα οποία ο κόσμος τους αρχίζει να εξαφανίζεται, και που η συνάντησή τους θα βγάλει στην επιφάνεια παλιές έριδες και πίκρες και θα μας αποκαλύψει την τραγωδία που οδήγησε την ηθοποιό να απομακρυνθεί από την οικογενειακή εστία.

Με ένα καλογραμμένο σενάριο, και με εξαιρετικές ερμηνείες απ’ όλους τους ηθοποιούς του, μ’ επικεφαλής την Αριάν Ασκαρίντ και τον Ζαν-Πιερ Νταρουσέν) ο Γκεντιγκιάν αναπτύσσει με λεπτομέρεια και διεισδυτικότητα τους τρεις βασικούς του χαρακτήρες, χωρίς να παραμερίζει και τα διάφορα δευτερεύοντα πρόσωπα (τη νεαρή φιλενάδα του ενός αδερφού, καθώς και το ηλικιωμένο ζευγάρι των περήφανων γειτόνων που τώρα δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, καθώς και του γιατρού γιου τους), με σκηνές και διαλόγους που μοιάζουν να βγήκαν από έργο του Τσέχοφ, καταφέρνοντας να ανανεώσει το ενδιαφέρον της πλοκής, με διάφορες ενδιάμεσες καταστάσεις που παρουσιάζονται σταδιακά και βοηθούν στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, και στην τελική τους επανένωση.

Αναφέρω χαρακτηριστικά την εμφάνιση ενός νεαρού ψαρά, τρελά ερωτευμένου με την ηθοποιό που σταδιακά μας αποκαλύπτει και τα κρυφά του καλλιτεχνικά ταλέντα, ή εκείνη της εμφάνισης των τριών παιδιών μεταναστών, που έχουν γλιτώσει από πνιγμό και που η οικογένεια τους βρίσκει να κρύβονται στο γειτονικό δάσος. Εμφάνιση πρέπει να τονίσω που δίνει μια άλλη διάσταση (πολύ πετυχημένη τόσο σεναριακά όσο και κινηματογραφικά) στην ταινία, κάνοντάς τους να πάψουν να σκέφτονται μόνο για τον εαυτό τους και να θυμηθούν τους ίδιους όταν ήταν παιδιά και να ξαναβρούν την παλιά τους αθωότητα.

«Δεν θα μπορούσα να φτιάξω σήμερα μια ταινία», ανέφερε ο Γκεντιγκιάν στη συνέντευξη τύπου στο φεστιβάλ Βενετίας όπου συμμετείχε η ταινία του (και κέρδισε το βραβείο Signis των Καθολικών και Προτεσταντών κριτικών), «χωρίς να μιλήσω για τους πρόσφυγες: ζούμε σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι πνίγονται στη θάλασσα καθημερινά. Χρησιμοποίησα εσκεμμένα τη λέξη «πρόσφυγες». Δεν με νοιάζει αν οι λόγοι που έρχονται είναι εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής ή εξαιτίας ενός πολέμου – έρχονται αναζητώντας καταφύγιο ή εστία.»