ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Με τον Γκοντάρ στο γαλλικό Μάη του ’68

… και μιαν Αμερική που έχει χάσει την πίστη της

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

 

*** ½ – Γκοντάρ, αγάπη μου

Le Redoutable. Γαλλία, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μισέλ Χαζαναβίσιους. Ηθοποιοί: Λουί Γκαρέλ, Στέισι Μάρτιν,  Μπερενίς Μπεζό, Μισέλ Λεσκό, Ρομέν Γκουπίλ, Ζαν-Πιερ Μοκί. 107΄

Απρόσμενα απολαυστική αποδείχτηκε η γαλλική ταινία «Le Redoutable» («Γκοντάρ, αγάπη μου») του Μισέλ Χαζαναβίσιους, που πρωτοείδαμε στο περσινό φεστιβάλ των Κανών.

Στη νέα του αυτή ταινία, ο Χαζανοβίσιους, που το 2011 είχε εκπλήξει στις Κάνες με την απολαυστική βουβή κωμωδία του «The Artist» (η οποία στη συνέχεια κέρδισε 5 Όσκαρ, ανάμεσά τους και καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας), αναπλάθει τη ζωή του σκηνοθέτη Ζαν-Λικ Γκοντάρ, του «τρομερού παιδιού» της γαλλικής νουβέλ βαγκ, και συγκεκριμένα στην περίοδο της δεκαετίας του ’60, εκείνης του έρωτά του και του γάμου που ακολούθησε με την 17χρονη ηθοποιό, εγγονή του Κλοντ Μοριάκ, Αν Βιαζέμσκι (στο βιβλίο της οποίας βασίστηκε το σενάριο). Τότε που ο Γκοντάρ γύριζε την «Κινέζα» (1967), περίοδο της εξέγερσης του Μάη και των φοιτητικών  διαδηλώσεων.

Ο γαλλικός τίτλος Redoutable («τρομερός») αναφέρεται σ’ ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα που το ζευγάρι Γκοντάρ-Βιαζέμσκι παρακολουθούν και που αναφέρεται σ’ ένα «τρομερό» υποβρύχιο του γαλλικού ναυτικού, μεταφορά για τον «τρομερό» σύντροφο της Αν Βιαζέμσκι.

Ο Χαζαναβίσιους κατάφερε, μέσα από ένα καλογραμμένο σενάριο, και με διαλόγους που ταιριάζουν τέλεια με την προσωπικότητα του Γκοντάρ (με τον ηθοποιό Λουί  Γκαρέλ να είναι πέρα για πέρα πειστικός τόσο στον τρόπο που μιλά όσο και στη συμπεριφορά του), να δώσει μια εικόνα όχι μόνο της άγνωστης, προσωπικής πλευράς του σκηνοθέτη και της συμμετοχής της γυναίκας του (μια πολύ καλή Μπερενίς Μπεζό) ως πρωταγωνίστρια στην «Κινέζα», αλλά κι εκείνης της «μαοϊκής» περιόδου του σκηνοθέτη, της σχέσης του με σκηνοθέτες όπως ο Μπερτολούτσι και ο Μάρκο Φερέρι, της συμμετοχής του στις φοιτητικές εξεγέρσεις (και των συγκρούσεών του με τους φοιτητές) καθώς και της συμμετοχής του, μαζί με άλλους σκηνοθέτες, στη διακοπή του φεστιβάλ των Κανών του 1968, και να καταγράψει με ωραίες πινελιές και χιούμορ τον ενθουσιασμό και την έξαψη μιας γεμάτης ελπίδας για αλλαγές περιόδου.

Εικόνα, πρέπει να πω, ασεβή, κάτι ανάμεσα στη σάτιρα και ένα είδος φόρου τιμής (όπως ανάφερε ο ίδιος ο σκηνοθέτης στη συνέντευξη Τύπου στις Κάνες), εικόνα που μας αποκαλύπτει έναν άλλο, άγνωστο στους φαν του, Γκοντάρ, κριτικό, σχεδόν με μίσος, για τον εαυτό του, αδέξιο, να καταλήγει σε σκηνές που μοιάζουν με κωμωδία σλάπστικ (ιδιαίτερα όταν πέφτει και σπάει τα γυαλιά του), συχνά προσβλητικό, ιδιαίτερα με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τους θαυμαστές του αλλά και τον Μπερτολούτσι και άλλους σκηνοθέτες που θαυμάζει – ανάμεσα στις καλύτερες σκηνές του αναφέρω εκείνη, γυρισμένη σε μονοπλάνο, στο αυτοκίνητο, όταν ο Γκοντάρ, μαζί με την Αν και άλλους συναδέλφους, επιστρέφουν στο Παρίσι από τις Κάνες, μετά τη διακοπή του φεστιβάλ το ’68.

 

*** ½ – Ακρότητες

First Reformed. ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Πολ Σρέιντερ. Ηθοποιοί: Ίθαν Χοκ, Αμάντα Σίφριντ, Σέντρικ the Entertainer, Βικτόρια Χιλ. 113΄

Ευπρόσδεκτη επιστροφή ενός σημαντικού Αμερικανού δημιουργού, τακτικού σεναριογράφου στις ταινίες του Σκορσέζε («Ταξιτζής», «Οργισμένο είδωλο», «Ο τελευταίος πειρασμός») και εμπνευσμένου σκηνοθέτη («Hardcore», «Επάγγελμα ζιγκολό», «Μισίμα», «Affliction») γύρω από ένα μεσήλικα ιερέα, που μια έγκυος γυναίκα προκαλεί την πίστη του στους θεσμούς και στο θεό. Ο Ερνστ Τόλερ (Ίθαν Χοκ), είναι ο ιερέας σε μια μικρή, 250 χρόνων, με λιγοστούς πιστούς, εκκλησία, που, μια Κυριακή, μετά τη λειτουργία, τον καλεί η Μαίρη (Αμάντα Σίφριντ) για να συναντήσει τον φανατικό ακτιβιστή άντρα της, Μάικλ, ο οποίος, απογοητευμένος από την καταστροφική πορεία του πλανήτη μας, διερωτάται αν πρέπει να φέρουν σ’ ένα τέτοιο κόσμο κι άλλο παιδί.

Ο Σρέιντερ εστιάζει το φακό του στους δυο βασικούς πρωταγωνιστές του, τον Τόλερ και την Μαίρη, από τη μια ένα βασανισμένο ψυχικά ιερέα που έχει χάσει το γιο του στον πόλεμο του Ιράκ, που εξομολογείται στο θεό μέσα από το ημερολόγιο που κρατά (και το οποίο ακούμε, κάθε τόσο, σε voice over), που τώρα το έχει ρίξει στο πιοτό και, ενώ αργοπεθαίνει, αντιμετωπίζει μια κρίση στην πίστη του, κι από την άλλη μια θρήσκα γυναίκα χωρισμένη, εθισμένη στο πιοτό, που αρνείται την όποια θεραπεία, έτοιμη όμως να αντιμετωπίσει με θάρρος την εγκυμοσύνη της.

Με την ανεπανάληπτη ερμηνεία του Ίθαν Χοκ, με μια έξοχη, ατμοσφαιρική φωτογραφία (του Αλεξάντερ Ντάιναν), με την αξέχαστη μουσική του Μπράιαν Γουίλιαμς με ένα αυστηρό, λιτό, με μια δική του γοητεία, στιλ, που θυμίζει εκείνο του Ρομπέρ Μπρεσόν και του Ντράγιερ (σκηνοθέτη που, μαζί με τον Όζου και τον Ντράγιερ, θαυμάζει ο Σρέιντερ), με το κάθε τι οργανωμένο με μεθοδικότητα και μια γεωμετρική σύλληψη, με ένα ρυθμό γεμάτο σασπένς, που θυμίζει τον Χίτσκοκ (άλλο αγαπημένο σκηνοθέτη του), και που συναντάμε στα καλύτερα σενάριά του  (ιδιαίτερα στον «Ταξιτζή», με τον οποίο η ταινία έχει και μια άλλη, μεγαλύτερη σχέση), με ένα φινάλε που σε γεμίζει με ερωτήματα, και χρησιμοποιώντας το παλιό φορμά του φιλμ και που δημιουργεί μια «κλειστή» ατμόσφαιρα(ελπίζω να γίνεται και η σωστή προβολή στις αίθουσες), ο Σρέιντερ έφτιαξε μια από τις πιο προσωπικές ταινίες του, μια πολυεπίπεδη, βουτηγμένη σε μια σκοτεινή ατμόσφαιρα, ταινία, πάνω στη σύγχρονη Αμερική, που θέτει πολλά ερωτήματα γύρω από την πίστη (και όχι μόνο τη θρησκευτική) και το μέλλον του πλανήτη μας.

 

 

*** Με αγάπη, Σάιμον

Love, Simon. ΗΠΑ, 2018. Σκηνοθεσία: Γκρεγκ Μπερλάντι. Σενάριο: Ελίζαμπεθ Μπέργκερ, Αϊζακ Άπτακερ. Ηθοποιοί: Νικ Ρόμπινσον, Τζένιφερ Γκάρνερ, Τζος Ντιχαμέλ, Κάθριν Λάνγκφορντ, Λόγκαν Μίλερ. 110΄

Μετά την ανεξάρτητη «Να με φωνάζεις με το όνομά σου» ταινία, με θέμα τον έρωτα ανάμεσα σε δυο ομοφυλόφιλους, να τώρα που ο mainstream αμερικανικός κινηματογράφος παρουσιάζει τη δική του ρομαντική ταινία με ένα παρόμοιο θέμα. Ταινία που χρησιμοποιεί όλα τα κλισέ για να φτιάξει μια πέρα για πέρα συμπαθητική, δροσερή, διανθισμένη με μπόλικο χιούμορ (οι διάλογοι είναι συχνά εξαιρετικοί), ταινία.

Ο Σάιμον του τίτλου είναι ένας ιδιαίτερα συμπαθητικός γκέι μαθητής, που κρύβει τη σεξουαλικότητά του, όχι γιατί φοβάται πώς θα το αντιμετωπίσουν οι γονείς του ή οι συμμαθητές του, αλλά γιατί δεν ξέρει τι θα φέρει η αλλαγή στον τρόπο της ζωής του. Τα πράγματα μάλιστα μπερδεύονται όταν, μέσα από τo διαδίκτυο, ο Σάιμον γίνεται φίλος και στη συνέχεια ερωτεύεται έναν άλλο ομοφυλόφιλο, άγνωστο συμμαθητή του, που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Blue, και ο οποίος διστάζει να αποκαλύψει την ομοφυλοφιλία του.

Η ταινία επικεντρώνεται σ’ αυτή τη «σχέση» που αναπτύσσεται ανάμεσά τους στο διαδίκτυο και τις προσπάθειες του Σάιμον ν’ ανακαλύψει ποιος είναι ο μυστηριώδης συμμαθητής που υπογράφει τα e-mail ως Blue. Ενδιάμεσα, θα φτάσουμε σε  εκβιασμό (ένας άλλος συμμαθητής ανακαλύπτει το μυστικό του Σάιμον και τον εκβιάζει) και προδοσίες, με όλα τα αναμενόμενα κλισέ. Ευτυχώς, όμως, χάρη στις δοσμένες με ζωντάνια ερμηνείες των ηθοποιών, με τις ωραίες ατάκες διαλόγους και τον πολύ καλό,  με αρκετό σασπένς, ρυθμό που δίνει στην αφήγηση ο προερχόμενος από την TV σκηνοθέτης Γκρεγκ Μπερλάντι, έχουμε τελικά μια πολύ ευχάριστη sitcom κομεντί ενηλικίωσης, που σίγουρα θα απολαύσει το νεανικό κοινό των multiplex.

 

** ½ – Jurassic World: Το βασίλειο έπεσε

Jurassic World: Fallen Kingdom. ΗΠΑ, 2018. Σκηνοθεσία: Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα. Σενάριο: Κόλιν Τρέβοροου, Κρις Πρατ, Τεντ Λεβίν. Ηθοποιοί: Κρις Πρατ, Μπράις Ντάλας Χάουορντ, Τζεφ Γκόλντμπλουμ, Τόμπι Τζόουνς, Τζέιμς Κρόμγουελ, Τζεραλντίν Τσάπλιν. 128΄

Καλύτερη σίγουρα από το προηγούμενο Jurassic World, η νέα αυτή ταινία ενός από τα πιο πετυχημένα franchise στην ιστορία του αμερικανικού σινεμά, δεν έχει τίποτα το καινούριο, από κινηματογραφικής πλευράς, να προσθέσει. Βέβαια, η ιστορία αλλάζει, προς το καλύτερο πρέπει να πω, με τους δημιουργούς του προηγούμενου Jurassic World (ή, τουλάχιστο, όσοι απέμειναν), να αποφασίζουν να μεταφέρουν τους δεινόσαυρους και τα άλλα προϊστορικά ζώα του νησιού Νούμπλαρ στην ίδια την Αμερική  για να τα σώσουν, όπως πιστεύουν, ή όπως τους δηλώνει ο ιδιοκτήτης τους. Πίσω όμως από την αποστολή κρύβεται ένα, όπως θα περίμενε κανείς, ένα σατανικό σχέδιο, που θα οδηγήσει στο χάος και την καταστροφή πριν όλα καταλήξουν στο χάπι-εντ.

Ο σκηνοθέτης Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα («A Monster Calls») χρησιμοποιεί όλα τα αναμενόμενα κλισέ καθώς και ιδέες (η ιστορία του «Κινγκ Κονγκ» και η μεταφορά του στην Αμερική δεν είναι μακριά) για να φτιάξει την περιπέτειά του, με συνεχή δράση και ατέλειωτο σασπένς, αν και μέτριο (συχνά γελοίο) διάλογο και ασήμαντες ερμηνείες, που ενώ διασκεδάζεις με το γρήγορο ρυθμό δεν έχεις χρόνο για να το αντιμετωπίσεις. Βέβαια, αν την ιστορία είχε, ας πούμε ο ίδιος ο Σπίλμπεργκ (που μας έδωσε το πρώτο και καλύτερο, και πάντα φρέσκο, Jurassic Park), το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ, πολύ διαφορετικό. Όπως έχουν όμως τα πράματα, απλά διασκεδάστε στο πιο κοντινό θερινό – τώρα μάλιστα με την τόση ζέστη…

 

 

** Στο βαθύ γαλάζιο

Submergence. Γερμανία/ΗΠΑ/Γαλλία/Ισπανία, 2017. Σκηνοθεσία: Βιμ Βέντερς. Σενάριο: Έριμ Ντίγκναμ, από μυθ. Τζ.Μ. Λέντγκαρντ. Ηθοποιοί: Αλίσια Βικάντερ, Τζέιμς ΜάκΑβοϊ, Αλεξάντερ Σίντιγκ. 112΄

Με τον έρωτα ανάμεσα στην Ντανιέλ, μια καθηγήτρια και βιομαθηματικό (στο ρόλο η Σουηδή ηθοποιός Αλίσια Βικάντερ) που ετοιμάζεται να εξερευνήσει τα βάθη του ωκεανού στην Αρκτική, και τον Τζέιμς (στο ρόλο ο Τζέιμς ΜάκΑβοϊ), ένα μυστικό πράκτορα της Ιντέλιτζενς Σέρβις (νέο Τζέιμς Μποντ;) που ετοιμάζεται να πάει στη Σομαλία για να συλλέξει πληροφορίες για την Αλ Κάιντα, καταπιάνεται στην ταινία του αυτή ο Γερμανός σκηνοθέτης Βιμ Βέντερς («Στο πέρασμα του χρόνου’, «Παρίσι, Τέξας», «Buena Vista Social Club»).

Ο έρωτάς τους αρχίζει με μια σύντομη συνάντησή τους  στη Γαλλία, ενώ όμως η Ντανιέλ φτάνει στον προορισμό της και αρχίζει τις καταδύσεις της (έξοχα φωτογραφημένες από τον Μπενουά Ντεμπί του Enter the Void), ο Τζέιμς, που φτάνει στη Σομαλία ως ειδικός για το νερό, απάγεται και βασανίζεται από μέλη της Αλ Κάιντα.

Ο Βέντερς φτιάχνει σίγουρα την πιο προσιτή ταινία του, ταινία ανάμεσα στο ρομαντικό μελόδραμα και το θρίλερ, που πέρα από το όμορφα, όπως πάντα, δοσμένο ερωτικό στοιχείο, έστω και μακριά από τους αγγέλους του Βερολίνου, του δίνει την ευκαιρία να κάνει ένα σχόλιο πάνω στη βία, την τρομοκρατία και τον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Μπορεί το σενάριο του Ντίγκναμ (βασισμένο στο βιβλίο του Τζ. Μ. Λέντγκαρντ, δημοσιογράφου του Economist) να έχει αδυναμίες, το δίδυμο όμως Βικάντερ-ΜάκΑβοϊ καταφέρνει με τις ερμηνείες του να το ξεπεράσει. Προσφέροντάς μας μια «Καταβύθιση» (Submergence) όχι μόνο στη θάλασσα αλλά και στον έρωτα και στις ανθρώπινες σχέσεις γενικότερα.