ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Με την Ελλάδα σε κατάσταση πολιορκίας

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Ενήλικες στο δωμάτιο

Ελλάδα/Γαλλία, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Κώστας Γαβράς. Ηθοποιοί: Χρήστος Λούλης, Αλέξανδρος Μπουρδούμης, Βαλέρια Γκολίνο, Ούλριχ Τούκουρ, Χρήστος Στέργιογλου, Δημήτρης Τάρλοου, Αλέξανδρος Λογοθέτης Ζοσιάν Πίνσον. 124΄

Πολλές οι αντιφατικές απόψεις που ακούστηκαν για την προκλητική όπως φαίνεται αυτή ταινία του Κώστα Γαβρά, μόνο που αυτές, να μου επιτραπεί να πω, αναφέρονται περισσότερο στην πολιτική θέση της ταινίας παρά στην ίδια την ταινία και τον τρόπο που επέλεξε ο βραβευμένος για μια σειρά συναρπαστικές πολιτικές ταινίες, Έλληνας σκηνοθέτης να την αφηγηθεί. Τρόπο πρέπει να πω καθαρά κινηματογραφικό που δεν υστερεί σε τίποτα από τις προηγούμενες πιο σημαντικές ταινίες του σκηνοθέτη.

Το να παρακολουθείς στο συναρπαστικό αυτό θρίλερ του Κώστα Γαβρά, την όλη πολιτική διαδικασία των ασφυκτικών πιέσεων και εκβιασμών, μαζί με την καταφρονητή, συχνά ταπεινωτική, αντιμετώπιση των δανειστών (με επικεφαλής τον Σόιμπλε), απέναντι τους εκπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης και ιδιαίτερα τον Γιάνη Βαρουφάκη, στη διάρκεια των συνεδριάσεων του Eurogroup στην περίοδο του 2015, πριν και μετά το δημοψήφισμα του «Όχι», που κατέληξε στην αποδοχή των όρων του μνημονίου της Τρόικα από την κυβέρνηση Τσίπρα, είναι σίγουρα θλιβερό αλλά αναγκαίο για κάθε Έλληνα που θέλει να μάθει όλα όσα διημείφθησαν στα κέντρα εξουσίας και που στάθηκαν αιτία να οδηγηθεί ο ελληνικός λαός σε τέσσερα ακόμα χρόνια λιτότητας.

Εκείνο που κατάφερε ο Γαβράς με την ταινία του, αυτό που συνήθως καταφέρνει στις καλύτερες με πολιτική κατεύθυνση ταινίες του («Ζ», «Η ομολογία», «Κατάσταση πολιορκίας», «Ο αγνοούμενος»), είναι να δώσει με λεπτομέρεια, αντικειμενικότητα και ζωντάνια, με ντοκιμαντεριστική σχεδόν λεπτομέρεια, με ένα στιλ όμως που αντλεί και από το αστυνομικό θρίλερ, το όλο παρασκήνιο της ελληνικής τραγωδίας, όπως αυτό διεξάχθηκε στα κέντρα εξουσίας (Βρυξέλλες, Μόναχο, Βερολίνο, Λονδίνο, Παρίσι) αποφεύγοντας να πάρει τη θέση είτε του Βαρουφάκη είτε του Αλέξη Τσίπρα, αλλά αφήνοντας το θεατή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Όπως ανάφερε ο ίδιος ο Γαβράς, «ο κινηματογράφος μπορεί να παρουσιάσει στο κοινό γεγονότα και καταστάσεις, αλλά όταν φτιάχνω μια ταινία μερικές φορές χρειάζεται ν’ αλλάξω πράγματα  ώστε η ταινία να μεταφέρει το μήνυμα που θέλω. Αλλά εξαρτάται από τον θεατή ν’ αποφασίσει πώς να το ερμηνεύσει και τι σημαίνει γι’ αυτόν».

Το ομότιτλο βιβλίο του Βαρουβάκη (στο οποίο στηρίχτηκε το σενάριο της ταινίας) μας οδηγεί μέσα από τους διαδρόμους εκείνων που ασκούν την πραγματική εξουσία στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση για να μας δείξει τον αγώνα του τότε υπουργού Οικονομικών, που με τη συνεχή στήριξη του Τσίπρα, προσπάθησε να πείσει τους δανειστές να αναθεωρήσουν το εξευτελιστικό, κάθε άλλο παρά βιώσιμο, μνημόνιο, και το οποίο τελικά ακολούθησε τα μνημόνια των προηγούμενων κυβερνήσεων.

Ήδη από την αναμονή των αποτελεσμάτων των εκλογών του 2015 ακούμε έναν από τους Eυρωπαίους εκπροσώπους να σχολιάζει πως «αν κερδίσουν (εννοώντας τον ΣΥΡΙΖΑ) θα τους διώξουμε από το ευρώ».  Αρκετές είναι οι φορές μέσα στην ταινία που βλέπουμε τον Σόιμπλε να φέρεται προσβλητικά προς τον Βαρουφάκη, να αρνείται να συνομιλήσει μαζί του, να του δίνει τελεσίγραφα και να θέλει να δώσει στη δημοσιότητα ανακοίνωση των δανειστών χωρίς τις αλλαγές που προτείνει η Ελλάδα, ενώ αρχικά τόσο οι Γάλλοι όσο και οι Βρετανοί συνάδελφοι του Βσρουφάκη τον ενθαρρύνουν στις ιδιαίτερες συναντήσεις μαζί του, αν και υιοθετούν αντίθετες απόψεις στις επίσημες συναντήσεις με τα υπόλοιπα μέλη του Eurogroup («η Γαλλία δυστυχώς δεν είναι όπως ήταν παλιά», θα του πει ο φίλος του, Γάλλος υπουργός, δικαιολογώντας πως διαφορετικά του λέει ιδιωτικά και εντελώς διαφορετικά στις δημόσιες συναντήσεις!).

Ακόμη και η Λαγκάρντ, που για ένα διάστημα προσπαθεί να βοηθήσει την Ελλάδα («πού είναι οι ενήλικες σ’ αυτό το δωμάτιο» διερωτάται κάποια στιγμή, όταν βλέπει πως κανένας δεν θέλει πραγματικά να ακούσει αυτά που προτείνει για συζήτηση ο Έλληνας υπουργός) τελικά δεν καταφέρνει και πολλά μπροστά στην πεισματική στάση του Σόιμπλε και της Τρόικας.

Ο Γαβράς ξέρει πως ο καλύτερος τρόπος για να κρατήσεις το ενδιαφέρον του θεατή είναι να δημιουργείς το σασπένς, και, παρόλο που όλοι μας γνωρίζουμε τα τελικά αποτελέσματα των συζητήσεων, με την υπογραφή του μνημονίου και την παραίτηση του Βαρουφάκη, η χρήση του θρίλερ με ένα καλά οργανωμένο σασπένς, καταφέρνει να σε κρατήσει καθηλωμένο στο κάθισμά σου σ’ όλη τη διάρκεια της δίωρης ταινίας. Χωρίς να ξεχνάμε την εξαιρετική χρήση της μουσικής του ελληνικής καταγωγής Αλεξάντρ Ντεπλά, μουσικής συχνά ειρωνικής (όπως όταν χρησιμοποιεί το συρτάκι).

Υπάρχουν στην ταινία και στιγμές με χιούμορ (όπως στις προσπάθειες των ξένων να πείσουν τον Τσίπρα να φορέσει γραβάτα), το μεγαλύτερο όμως μέρος στηρίζεται στις σκηνές που τονίζουν το δράμα της ελληνικής πλευράς. Με τον Γαβρά, άλλοτε να χρησιμοποιεί με δεξιοτεχνία σκηνές αρχείου (όπως εκείνες της αρχής με τις τεράστιες συγκεντρώσεις έξω από τη Βουλή ή αργότερα εκείνες πριν από το δημοψήφισμα), άλλοτε με σκηνές που παραπέμπουν στο χορό της αρχαίας τραγωδίας (στη σκηνή όπου νέοι και νέες μαζεύονται σιωπηλοί στο εστιατόριο όπου ο Βαρουφάκης, έτοιμος να δώσει την παραίτησή του, τρώει παρέα με φίλους του), άλλοτε σε σκηνές εμπνευσμένες από το λαϊκό θέατρο του Καραγκιόζη (ο Τσίπρας πίσω από τη γυάλινη πόρτα να μιμείται ψαρά που άλλοτε πιάνει το ψάρι και άλλοτε το αφήνει, όπως τον αναγκάζουν οι δανειστές) κι άλλοτε εμπνευσμένες από τον Κάφκα, όπως εκείνες του φινάλε, με τον Τσίπρα μόνο, χαμένο σε δαιδαλώδεις, σκοτεινούς, χωρίς καμιά διέξοδο, διαδρόμους, να παγιδεύεται τελικά από τους (ήδη τρομοκρατημένους από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος) Ευρωπαίους δανειστές για να υπογράψει το μνημόνιο.

Ακριβώς αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάει ο θεατής είναι πως εκείνο που επέλεξε ο Γαβράς ήταν ακριβώς να μεταφέρει στην οθόνη το βιβλίο του Βαρουφάκη. Ένα βιβλίο βασισμένο στις ηχογραφήσεις (που όπως μαθαίνω έκαναν όοι οι συμμετέχοντες) και γενικά στα πρακτικά των διάφορων συνεδριάσεων του eurogroup καθώς και στις συναντήσεις που είχε ο τότε υπουργός με τους αντίστοιχους υπουργούς και άλλους πολιτικούς. Και το ζητούμενο είναι αν πέτυχε να το μεταφέρει με τον καλύτερο κινηματογραφικό τρόπο.

Το ότι ο Βαρουφάκης είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο «ήρωας» του έργου ήταν επόμενο. Όπως ακριβώς ήρωας του «Ζ» είναι ο Γρηγόρης Λαμπράκης (Ιβ Μοντάν), της «Ομολογίας» Ο Ζεράρ (και πάλιν ο Μοντάν), του «Αγννούμενου» ο Εντ Χόρμαν (Τζακ Λέμον). Και ο Χρήστος Λούλης απέδωσε με τον καλύτερο τρόπο (και όχι μόνο με την εμφάνιση και τις κινήσεις, αλλά και με τη συμπεριφορά και το όλο παίξιμο) τον Βαρουφάκη. Όπως πολύ καλοί ήταν και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, ιδιαίτερα ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης (ένας πολύ συγκρατημένος Τσίπρας), η Βαλέρια Γκολίνο (στο ρόλο τη γυναίκας του Βαρουφάκη) και ο Ούλριχ Τούκουρ (ένας αλαζόνας Σόιμπλε).

 

 

**** ½ – Joker

ΗΠΑ, 2019. Σκηνοθεσία: Τοντ Φίλιπς. Σενάριο: Τοντ Φίλιπς, Σκοτ Σίλβερ. Ηθοποιοί: Γιοακίν Φίνιξ, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Ζάζι Μπιτς, Φράνσις Κόνροϊ. 121΄

Ο Joker μας ήταν μέχρι πρόσφατα γνωστός ως η Νέμεσις του Batman. Στη  βραβευμένη αυτή με το Χρυσό Λιοντάρι της Βενετίας ταινίας τους, ο σκηνοθέτης  Τοντ Φίλιπς όμως, και ο συν-σεναριογράφος του Σκοτ Σίλβερ αποφάσισαν να φτιάξουν ένα Joker στην περίοδο της διαμόρφωσης του χαρακτήρα του, χαρακτήρα που τον οδήγησε στον 100% κακό χαρακτήρα των γνωστών κόμικς της DC.

Η ταινία αρχίζει στην πόλη του Γκόθαμ, σε μια περίοδο όπου τα σκουπίδια, λόγω απεργιών, έχουν συσσωρευτεί στους δρόμους, με τους αρουραίους να έχουν ξεχυθεί παντού, βάζοντας σε κίνδυνο τη υγεία των πολιτών. Σ’ αυτό το Γκόθαμ Σίτυ περιφέρεται αρχικά ο Τζόκερ, ντυμένος κλόουν και διαφημίζοντας ως άνθρωπος-σάντουιτς ένα εμπόρευμα. Άνθρωπος μοναχικός, του περιθωρίου, που ζει με μια άρρωστη μητέρα (που έχει περάσει μέρος της ζωής της σε ψυχιατρεία), θύμα όχι μόνο νεαρών χούλιγκαν και κουστουμαρισμένων αντρών αλλά και των άλλων κλόουν με του οποίους συνεργάζεται, ο Τζόκερ αγαπά τη δουλειά του κλόουν και όνειρό του είναι να εμφανιστεί στο σόου ενός διάσημου κωμικού, του Μάροου Φράνκλιν (Ρόμπερτ Ντε Νίρο), μόνο που οι κρίσεις γέλιου που τον πιάνουν ξαφνικά κάθε τόσο – ένα γέλιο περίεργο, δυνατό, που δεν μπορεί να το σταματήσει –  ενοχλεί τους άλλους, και εμποδίζουν την καριέρα του.

Κάποια στιγμή, όμως, έχοντας αποκτήσει ένα πιστόλι που του προσφέρει για άμυνα ένας άλλος κλόουν, καταφέρνει να πυροβολήσει  και να  σκοτώσει τους τρεις κουστουμαρισμένους άντρες που του επιτίθενται άγρια στο μέτρο, πράξη που θα έχει δυο σημαντικά αποτελέσματα: από τη μια, θα απελευθερώσει τον Τζόκερ από την εσωστρέφεια και τα υπαρξιακά του άγχη, ενθαρρύνοντας και βοηθώντας τον να δει, όπως πιστεύει, τα πράγματα πιο ξεκάθαρα και, από την άλλη, θα τον μετατρέψει σε ήρωα ανάμεσα στους κατοίκους του Γκόθαμ, που θα θεωρήσουν την πράξη του ως τιμωρία των πλουσίων που εκμεταλλεύονται τους φτωχούς, με αποτέλεσμα να ξεσηκωθούν και να αρχίσουν να καίνε και να καταστρέφουν τα πάντα.

Αντίθετα με τις περιπέτειες του Batman, ακόμη και με  εκείνη του Κρίστοφερ Νόλαν, «Batman: ο σκοτεινός ιππότης», η ταινία του Φίλιπς κινείται μέσα σε μια μαύρη, πέρα για πέρα σκοτεινή, ατμόσφαιρα, όπου δεν υπάρχουν καθόλου καλοί, ακόμη και ο πατέρας του Μπρους Γουέιν παρουσιάζεται σαν ένας τυχάρπαστος, φιλόδοξος πλούσιος που θέλει να γίνει δήμαρχος όχι τόσο για να βοηθήσει τους αδικημένους και μη έχοντες αλλά για να βοηθήσει τον ίδιο τον εαυτό του.

Μόνη ελάχιστη ελπίδα σωτηρίας στην ταινία παραμένει ο μικρός Γουέιν, που, στο φινάλε, τον βλέπουμε να κοιτάζει πάνω από τα πτώματα των γονιών του, με τον Τζόκερ στο ψυχιατρείο να περιμένει την ώρα που θα δραπετεύσει για να πάρει τη μορφή του γνωστού σατανικού Τζόκερ και να σπείρει τον τρόμο και το χάος στο Γκόθαμ Σίτυ. Πέρα από την εξαιρετική, δοσμένη με φαντασία και ευρηματικότητα, σκηνοθεσία του Φίλιπς, ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η ερμηνεία του Γιοακίν Φίνιξ, ο οποίος κατόρθωσε να δώσει όλες τις πτυχές του χαρακτήρα του Τζόκερ, το άγχος και την αγωνία του, τις εξάρσεις και τις φοβίες του, αλλά και τις μικρές απολαύσεις του, φτάνει να τον δείτε πώς ελέγχει αυτό το νευρικό, που δεν μπορεί με τίποτα να σταματήσει, γέλιο του αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τα βίαια ξεσπάσματά του, για να καταλάβετε το μέγεθος της γκάμας του – μια ερμηνεία (μήπως χρειάζεται να το πω;) που σίγουρα θα είναι ανάμεσα στα φαβορί στα φετινά  Όσκαρ.

 

*** 1/2 – Το αυγό

Ondog. Κίνα/Μογγολία, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Γουάνκ Κουανάν. Ηθοποιοί: Αοριγκελέτου,  Γκανγκτεμούελ Άριλντ, Ντουλαμγιάρ Ενκτάιβαν. 100΄

Σε ένα άλλου είδους κινηματογράφο στρέφεται ο Κινέζος Γουάνγκ Κουανάν (Χρυσή Άρκτος για την ταινία του «Ο γάμος της Τούγια» στη Μπερλινάλε του 2011) στην ταινία του “Όντογκ” (η μογγολική λέξη για το «αυγό»). Με τον ίδιο λυρισμό και την έξαρση που ξεχωρίζαμε και στις προηγούμενες ταινίες του (τέσσερις από αυτές στο Βερολίνο), ο Κουανάν χρησιμοποιεί τις απέραντες στέπες της Μογγολίας για να καταγράψει, με ηρεμία, με εκπληκτικές σε ομορφιά εικόνες, και ένα ράθυμο (που ταιριάζει τέλεια στην όλη αφήγηση) ρυθμό, την καθημερινή ζωή στην περιοχή: τη γέννα, τον έρωτα και το θάνατο. Η ταινία αρχίζει με το γυμνό πτώμα μιας γυναίκας που ανακαλύπτει η αστυνομία στη μέση της στέπας.

Ο Κουανάν όμως δεν ενδιαφέρεται να φτιάξει κάποιο αστυνομικό θρίλερ (πράγμα που θα είχε, ίσως, μεγάλο ενδιαφέρον) και που δημιουργούν προσωρινά οι πρώτες εικόνες της ταινίας, αλλά να το εκμεταλλευτεί και να μας δώσει σκηνές από την ίδια τη ζωή και τους ανθρώπους που εμπλέκονται στην έρευνα. Από τον νεαρό, άβγαλτο αστυνομικό, στον οποίο αναθέτουν να φυλάξει, για ένα 24ωρο, το πτώμα από τους λύκους, την ώριμη, έμπειρη βοσκό, που τον σώζει από βέβαιο θάνατο από ψύξη και του προσφέρει τον έρωτα που αναζητούσε από νεαρά κορίτσια χωρίς ανταπόκριση, μέχρι τον ηλικιωμένο, στα πρόθυρα σύνταξης, και με σοφές για τον “ρούκι” αστυνομικό, συμβουλές, αστυνόμο. Αποτέλεσμα: μια από τις πιο όμορφες, λυρικές, διανθισμένες με χιούμορ, γεμάτη αγάπη για τον άνθρωπο και τον πλανήτη στον οποίο ζούμε, ταινία, που είδαμε στη φετινή Μπερλινάλε και που μας προσφέρει μια γεύση ενός άλλου, ποιητικού, που λείπει από την καθημερινή ζωή μας, κινηματογράφου.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

 

***** Η σιωπή

 

Tystnaden/The Silence. Σουηδία, 1963. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Ηθοποιοί: Ίνγκριντ Τούλιν, Γκούνελ Λίντμπλομ, Μπίλγκερ Μάλμστεν. 96΄

Η ταινία που εξαιτίας των τολμηρών ερωτικών σκηνών της σκανδάλισε την εποχή της (μαζί και τον συντηρητικό Δημήτρη Ψαθά που της επιτέθηκε αδικαιολόγητα και άσπλαχνα) μπορεί σήμερα να μην προκαλεί καθόλου το θεατή, παραμένει όμως μια σημαντική ταινία στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη της. Τρίτο μέρος μιας τριλογίας γύρω από τη «σιωπή του θεού» (οι άλλες δυο: «Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη», 1961 και «Χειμερινό φως», 1962), η «Σιωπή» καταλήγει στην απόλυτη μοναξιά και την επιβεβαίωση της απουσίας του Ανώτατου Όντος.

Δυο γυναίκες, αδερφές, η Έσθερ και η Άννα (σε συνεχή μεταξύ τους σύγκρουση, όπως θ’ ανακαλύψουμε στη συνέχεια), κι ένα μικρό 10χρονο αγόρι, ο Γιόχαν, γιος της μιας, φτάνουν μ’ ένα τρένο στο ξενοδοχείο μιας άγνωστης, στα πρόθυρα ενός πολέμου, χώρας, κάπου στην κεντρική Ευρώπη. Αντίθετα με την ψυχρή, αυστηρή, ετοιμοθάνατη Έστερ, που καπνίζει και πίνει αδιάκοπα κλεισμένη στο δωμάτιό της στο ξενοδοχείο, η γεμάτη ζωντάνια, αισθησιακή Άννα βγαίνει στους δρόμους σε αναζήτηση της απόλαυσης και του σεξ, με το σιωπηλό αγόρι να περιφέρεται άλλοτε  ανάμεσα στις δυο κι άλλοτε στους διαδρόμους του ξενοδοχείου, συναντώντας διάφορα αλλόκοτα άτομα (ανάμεσά τους και ένα νάνο, μέλος ενός τσίρκου και τον ηλικιωμένο θυρωρό του ξενοδοχείου).

Βρισκόμαστε στη μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο Ευρώπη, σε μια χώρα που θυμίζει τη Βαβέλ, με τα τανκς να περιφέρονται νυχτιάτικα στους δρόμους, με ομιλίες και ταμπέλες σε μια άγνωστη γλώσσα, με τις δυο γυναίκες ν’ αναζητούν απελπισμένα και χωρίς αποτέλεσμα την πνευματική γαλήνη. Η κάμερα του Σβεν Νίκβιστ ψάχνει από κοντά και επίμονα τα πρόσωπά τους σε μια προσπάθεια να ερευνήσει τη ψυχή τους, να φωτίσει το μυστήριο που κρύβεται πίσω από τη μάσκα των προσώπων τους, δημιουργώντας την κατάλληλη, φοβιστική ατμόσφαιρα.

Από τις πιο σκοτεινές ταινίες του μεγάλου Σουηδού δημιουργού, η «Σιωπή» δεν μας μιλάει απλά για τη σιωπή του θεού αλλά και για τη σιωπή των συνανθρώπων μας. Σ’ ένα κόσμο αποξενωμένο, χωρίς καμιά ανθρώπινη επαφή, σ’ ένα κόσμο σε μια πνευματική εξαθλίωση, που δεν μπορεί να συνεννοηθεί ούτε καν γλωσσικά, σ’ ένα κόσμο βουτηγμένο στον πόνο, έτοιμο να παραδοθεί σε ένα καινούριο πόλεμο, με το θεό να μην ανταποκρίνεται στις επικλήσεις της ετοιμοθάνατης γυναίκας, η μοναδική ελπίδα παραμένει στο μικρό, σιωπηλό, αθώο αγόρι – το μοναδικό φως σε μια κατά τα άλλα σκοτεινή, χωρίς διέξοδο, ταινία.