ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Από την ωδή στη δύναμη του κινηματογράφου από Σπίλμπεργκ στην πορεία ωρίμανσης δυο περιθωριακών νέων στο ρόουντ-μούβι του Γκουαντανίνο

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** The Fabelmans

ΗΠΑ, 2022. Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ. Σενάριο: Στίβεν Σπίλμπεργκ, Τόνι Κούσνερ. Ηθοποιοί: Γκαμπριέλ Λαμπέλ, Μισέλ Γουίλιαμς, Πολ Ντέινο, Τσαντ Χερς, Σεξ Ρόγκεν. 151´

Είχα γράψει σε παλιότερο κείμενό μου πως για μένα ο Στίβεν Σπίλμπεργκ είναι ένας σύγχρονος Σέσιλ Μπι ΝτεΜιλ. Ένας σκηνοθέτης που εκμεταλλεύεται όλα τα μέσα που του παρέχει το Χόλιγουντ για να φτιάξει ταινίες με δράση, περιπέτεια, ρομάντζο και μελόδραμα, με άλλα λόγια ταινίες που να προσελκύουν το πλατύ κοινό.

Η νέα του αυτή ημι-αυτοβιογραφική ταινία του μπορεί να παρεκκλίνει κάπως από τις ταινίες που μας συνήθισε (από τους «Κυνηγούς της χαμένης κιβωτού» και των «Στενών επαφών τρίτου τύπου» ως τη «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» και τη «Λίστα του Σνίτσλερ»), αλλά έχει αρκετά από τα στοιχεία τους, προσφέροντάς μας ταυτόχρονα κι ένα κινηματογράφο που αγαπά ο Αμερικανός αυτός σκηνοθέτης.

 

Γιατί η ταινία του είναι πάνω από όλα ένας ωραίος, δοσμένος με ξεχωριστή αγάπη, ύμνος στον κινηματογράφο μέσα από τη ζωή του, και τη σχέση του μ’ αυτόν. Με βάση τις μνήμες του Σπίλμπεργκ, η ταινία ξεκινά το 1952, όταν ο Σάμι, το alter ego του σκηνοθέτη, γιος των Φέιμπελμαν, σε παιδική ακόμη ηλικία συνοδεύει για πρώτη φορά τους γονείς του στον κινηματογράφο, όπου προβάλλεται η ταινία «Το 8ο θαύμα» ποιανού; του Σέσιλ Μπι ΝτεΜιλ, που σίγουρα δείχνει να επηρέασε τον Σπίλμπεργκ. Εκείνο όμως που τον επηρέασε στην ταινία δεν είναι τόσο οι άνθρωποι όσο η περιπέτεια, ο κίνδυνος και τα ειδικά εφέ: η σκηνή όταν ένα κινούμενο αυτοκίνητο γίνεται αιτία να εκτροχιαστεί ένα τρένο. Σκηνή που αφήνει το αποτύπωμα της στο μυαλό και τη φαντασία του μικρού Σάμι, ο οποίος, στη συνέχεια, και ύστερα από ένα αρχικά ψυχικό τραύμα, αρχίζει να το εκμεταλλεύεται και να το ελέγχει δημιουργώντας τα πρώτα του εφέ, χάρη σε μια κάμερα των 8 χιλιοστομέτρων που του χαρίζουν οι γονείς του.

Από δω κι ύστερα παρακολουθούμε την εξέλιξη του Σάμι (τώρα πια Σαμ), σε μια διάρκεια περίπου δέκα χρόνων, τόσο στις σχέσεις του με την οικογένειά του και τα διάφορα πρόσωπα γύρω του, όσο και με τις προσπάθειές του, με την ενθάρρυνση πάντα της μητέρας του, και τις πρωτότυπες συμβουλές ενός θείου, να καταφέρει να γίνει ένας ικανός και με ταλέντο σκηνοθέτη. Ώστε, νεαρός άντρας πια, να καταλήξει στο Χόλιγουντ. Σε σκηνές που ο Σπίλμπεργκ ξέρει να στήνει με φαντασία και εξαιρετικό έλεγχο, όπως τις σκηνές όπου ο Σάμι δημιουργεί έξυπνα τρικ για να φτιάξει τις σκηνές δράσεις, από πυροβολισμούς μέχρι ανατινάξεις, ή εκείνες όταν πια, πιο οργανωμένος και σίγουρος, φτιάχνει το φιλμάκι γύρω από την κολεγιακή γιορτή στην παραλία, σκηνή που θυμίζει τα Beach Party φιλμ που γυρίζονταν την ίδια εποχή.

Για να καταλήξει σε ένα πολύ ωραίο, πέρα για πέρα κινηματογραφικό, φινάλε, με τον νεαρό Σαμ να συναντά στο Χόλιγουντ (δεν ξέρω αν αυτό έγινε πραγματικά ή αν είναι απλά στη φαντασία του σκηνοθέτη) τον «μεγαλύτερο όλων των σκηνοθετών» τον μοναδικό Τζον Φορντ με το ένα μάτι και το πούρο (μια ωραία ερμηνεία από τον Ντέιβιντ Λιντς) που του δίνει την καλύτερη συμβουλή για ένα νέο, φιλόδοξο σκηνοθέτη, που ο Σπίλμπεργκ είναι πρόθυμος να ακολουθεί: ότι δηλαδή ενδιαφέρον στον κινηματογράφο είναι η κάμερα στις διάφορες σκηνές να δείχνει πάντα τον ορίζοντα είτε από ψηλά είτε από χαμηλά, γιατί, αλλιώτικα, αν τον παρουσιάζει σε ευθύ επίπεδο, τότε η ταινία είναι γίνεται κουραστική και αδιάφορη!»

**** Bones and All

ΗΠΑ/Ιταλία, 2022. Σκηνοθεσία: Λούκα Γκουαντανίνο. Σενάριο: Ντέιβιντ Γκαϊγκάνιτς, Καμίλ ΝτεΆντζελις. Ηθοποιοί: Τιμοτέ Σαλαμέτ, Τέιλορ Ράσελ, Μαρκ Ράιλανς. 131´

Η αλληγορία έχει χρησιμοποιηθεί αρκετές φορές σε ταινίες τρόμου, αν και όχι πάντα με το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Μια αναμφισβήτητα από τις καλύτερες, είναι και «Η νύχτα των ζωντανών νεκρών» του Τζορτζ Ρομέρο που μου την θύμισε η πολύ πετυχημένη, αγγλόφωνη ταινία τρόμου «Bones andAll» («Τα κόκκαλα και όλα τα άλλα»), του Ιταλού σκηνοθέτη, πρώην κριτικού κινηματογράφου, Λούκα Γκουαντανίνο, που κέρδισε το Αργυρό Λιοντάρι καλύτερης σκηνοθεσίας στο φετινό φεστιβάλ της Βενετίας.

Σ’ αυτήν ο 50χρονος Γκουαντανίνο («Είμαι ο έρωτας», «Να με φωνάξεις με το όνομά σου», «Κάτω από τον ήλιο») στρέφεται σε ένα ξεχωριστό τμήμα ανθρώπων του περιθωρίου, ανθρώπων διαφορετικότητας, που η κοινωνία αρνείται να αποδεχτεί. Ο σκηνοθέτης αφηγείται το δράμα τους μέσα από ένα είδος ρόουντ-μούβι, και με με επίκεντρο την ερωτική ιστορία ανάμεσα σε δυο νεαρούς κανίβαλους, τη 18χρονη Μάρεν (Τέιλορ Ράσελ) και τον Λι (Τιμοτέ Σαλαμέτ).

Η ταινία αρχίζει πολύ ήρεμα, σε μια επαρχιακή πόλη της Αμερικής της δεκαετίας του ’80, με τη νεαρή μαθήτρια Μάρεν να φεύγει κρυφά από το σπίτι της για να πάει σε πάρτι μιας σχολικής παρέας, όταν ξαφνικά, σε μια σκηνή που είναι ξαπλωμένη πλάι σε μια φίλη της, γυρνάει και της επιτίθεται για να φάει τις σάρκες της, τρομοκρατώντας τα άλλα παιδιά. «Λάβετε, φάγετε, τούτο μου εστί το Σώμα…», όπως ανάφερε ένας κριτικός. Όπως αναγκάστηκαν να κάνουν και οι επιζήσαντες του αεροπορικού δυστυχήματος στις Άνδεις το 1972.

Η κανιβαλική αυτή επίθεση, όπως μαθαίνουμε αμέσως μετά, από τον σοκαρισμένο πατέρα της, είναι κάτι που έχει ξανασυμβεί στην Μάρεν αρκετές φορές στο παρελθόν, γεγονός που τον ανάγκαζε να φεύγει βιαστικά με την κόρη του, κάθε φορά σε μια νέα πολιτεία για να αποφύγουν τη σύλληψη από την αστυνομία. Τη φορά όμως αυτή ο πατέρας της, που δεν μπορεί να το αντέξει άλλο, της δίνει μερικά λεφτά και το πιστοποιητικό της γέννησης της και την αφήνει ελεύθερη να βρει το δρόμο της Μάρεν θ’ αρχίσει να ψάχνει για τη μητέρα της που τους είχε εγκαταλείψει όταν αυτή ήταν πολύ μικρή για να μπορέσει να μάθει πώς κατέληξε σε αυτή την κανιβαλική κατάσταση. Στην αρχή θα συναντήσει έναν άλλο σαν κι αυτή πρόσωπο, τον περίεργο, με γλυκιά φωνή αν και στο βάθος απειλητικό, μεσήλικα Σάλι (Μαρκ Ράιλανς), που δείχνει να θέλει να τη βοηθήσει, ενώ λίγο αργότερα θα συναντήσει έναν ακόμη όμοιο σαν κι αυτήν κανίβαλο, τον Λι, ένα νεαρό χλωμό και αδύνατο νέο, με τον οποίο αρχίζει ένα ερωτικό δεσμό.

Ο Γκουαντανίνο εκμεταλλεύεται τα στοιχεία του θρίλερ (μαζί και τις πιο μακάβριες σκηνές του) για να αφηγηθεί τελικά μια ρομαντική ερωτική ιστορία, συνθέτοντας εικαστικά ωραίες εικόνες που δένουν ομαλά με τα πρόσωπα και τα δρώμενα, από τις πρώτες σκηνές της Μάρεν με τον Σάλι μέχρι εκείνες που οι δυο νέοι, Μάρεν και Λι, αρχίζουν να κάνουν παρέα και να ταξιδεύουν μαζί, στα απέραντα, γυμνά τοπία των μεσανατολικών πολιτειών, από ντάινερς και σούπερ-μάρκετ μέχρι απόμερα, στη μέση του πουθενά, μοτέλ, καταγράφοντας τη σχέση που αρχίζει σταδιακά να αναπτύσσεται ανάμεσά τους και προσφέροντάς μας μια διαφορετική, αλλά το ίδιο πειστική, εικόνα ωρίμανσης των δυο νεαρών του τινέιτζερ, παρίες στην πραγματικότητα που προσπαθούν απεγνωσμένα να ζήσουν μια πιο φυσιολογική ζωή για να μπορέσουν να γίνουν αποδεκτοί από την κοινωνία που τους έχει περιθωριοποιήσει.

*** ½ – Το λευκό περιστέρι

Holybice. Τσεχοσλοβακία, 1960. Σκηνοθεσία: Φράντισεκ Βλάτσιλ. Σενάριο: Οτάκαρ Κίρτσνερ, Φράντισεκ Βλάτσιλ. Ηθοποιοί: Κατερίνα Ιρμανόβοβα, Κάρελ Σμίτσεκ, Βιασεσλάβ Ιρμάνοβ. 76´

Το χαμένο, χτυπημένο περιστέρι ενός κοριτσιού που αναλαμβάνει να φροντίσει ένα αναπηρικό αγόρι θα οδηγήσει σε δρόμους απρόσμενους τα πρόσωπα που περιπλέκονται σ’ αυτό, στην πρώτη αυτή, δοσμενη με εικαστικά λαμπρές εικόνες και όμορφα σύμβολα και πειραματικές σκηνές, ταινία του Φράντισεκ Βλάτσιλ («Μαρκέτα Λαζάροβα», «Η κοιλάδα με τις μέλισσες»), πρωτοπόρου του νέου τσέχικου κύματος που είχε αναδειχθεί στην Ευρώπη της δεκαετίας του ‘60.

Η ιστορία ξεκινά με το χτυπημένο περιστέρι από το φαινομενικά ανάπηρο αγόρι, το οποίο στη συνέχεια, με τη βοήθεια ενός καλλιτέχνη, αναλαμβάνει την περίθαλψη του, περίθαλψη που θα τον βοηθήσει να ξεπεράσει και τα δικά του ψυχολογικά τραύματα. Βάση για μια αφήγηση με τις στιλιζαρισμένες, με γεωμετρική ομορφιά, συνθέσεις των εικόνων (η εξαίρετη μαυρόασπρη φωτογραφία είναι του Γιάν Κούρικ) να δημιουργούν μια ποιητική ατμόσφαιρα και να δένουν τέλεια με την όλη αφήγηση. Γενικά ένα ακόμη υπέροχο δείγμα ενός κινηματογράφου που λίγα χρόνια αργότερα η εισβολή των σοβιετικών τανκς θα διακόψει βίαια!