ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Από την αχαλίνωτη φαντασία του Στίβεν Σπίλμπεργκ στην αφοπλιστική ειλικρίνεια του Μάικ Μιλς

Κριτική: Νίνος Φένεκ Μικελίδης

**** West Side Story

ΗΠΑ, 2021. Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ. Σενάριο: Τόνι Κούσνερ (από θεατρικό έργο του Άρθουρ Λόρεντς). Ηθοποιοί: Άνσελ Έλγκορτ, Ρέιτσελ Ζέγκλερ, Αριάνα ΝτεΜπόζι, Μάικ Φάιστ, Ρίτα Μορένο, Ντέιβιντ Αλβαρέζ. 156΄

Αν κινηματογράφος σημαίνει, πάνω απ’ όλα κίνηση και θέαμα, τότε ο κινηματογράφος του Στίβεν Σπίλμπεργκ, το καλύπτει εκατό τοις εκατό. Σε όποιο κινηματογραφικό είδος και αν στράφηκε, είτε αυτές είναι σύγχρονες περιπέτειες («Μονομαχία», 1971), είτε περιπέτειες επιστημονικής φαντασίας («Στενές επαφές τρίτου τύπου», 1977, «Ε.Τ. ο εξωγήινος», 1982, «Α.Ι. Τεχνητή νοημοσύνη», 2001, «Minority Report», 2002, «Ο πόλεμος των κόσμων», 2005), είτε πολεμικές περιπέτειες («Η λίστα του Σίντλερ», 1993, «Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν», 1998), το θέαμα, μαζί με την κίνηση, και πάνω από όλα τη δράση, βρίσκονται πάντα στο επίκεντρό τους. Γι’ αυτό, κάποια στιγμή, ο Σπίλμπεργκ δεν μπορούσε παρά να στραφεί και στο μιούζικαλ, μια και τα χορευτικά είναι ένα θέαμα εντελώς ξεχωριστό, με τη δική του εντυπωσιακή κίνηση και ομορφιά.

Αν, μάλιστα, στις ταινίες του Ιντιάνα Τζόοουνς έκανε φόρο τιμής στα παλιά σίριαλ της Ρεπάπλικ, με τις δυνατότητες, βέβαια, που του πρόσφερε μια υπερπαραγωγή, σ’ αυτό το «Γουέστ Σάιντ Στόρι» δεν κάνει μόνο φόρο τιμής στο παλιό, ανεπανάληπτο, βραβευμένο με 10 Όσκαρ, αριστούργημα του Ρόμπερτ Γουάιζ (1961), με τα εξαίρετα χορευτικά του Τζερόμ Ρόμπινς, αλλά και γενικότερα στο κλασικό αμερικανικό μιούζικαλ, με ενδιάμεσες αναφορές ακόμη και στα γεωμετρικά μιούζικαλ του Μπάσμπι Μπέρκλεϊ.

Ο Σπίλμπεργκ είναι αναμφισβήτητα ένας τέλειος τεχνίτης, και με τη βοήθεια το ίδιο εξαίρετων με αυτόν συνεργατών, όπως ο συνθέτης του αρχικού θεατρικού μιούζικαλ Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, ο διευθυντής φωτογραφίας, Γιάνους Καμίνσκι, ο χορογράφος Τζάστιν Πεκ (που δεν ξέφυγε από τη γραμμή που χάραξε ο Τζερόμ Ρόμπινς) και ο σεναριογράφος Τόνι Κούσνερ, έφτιαξε ένα θέαμα που δεν μπορεί παρά να παρασύρει τον θεατή με την όλη ενέργεια του, την αχαλίνωτη ορμή του, τον δοσμένο με φρενίτιδα ρυθμό του, τα εντυπωσιακά ντεκόρ και τα χρώματα του, αλλά και τη ζωντάνια, και το πάθος με τα οποία ερμηνεύουν τους ρόλους τους οι νεαροί βασικά πρωταγωνιστές του – αξίζει μάλιστα να αναφέρω πως τη φορά αυτή για τους Πορτορικανούς χαρακτήρες, μαζί και την πρωταγωνίστρια του, ο σκηνοθέτης επέλεξε Λατίνους πράγματι ηθοποιούς που δίνουν μια αυθεντική νότα στην ιστορία του σύγχρονου Ρωμαίου και της Ιουλιέτας.

Η ιστορία είναι απλή. Σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της Νέας Υόρκης, με υπό κατάρρευση κτίρια, που προετοιμάζεται για αναβάθμιση, για να δώσει τη θέση της στο σημερινό πολιτισμικό Lincoln Center, ανταγωνίζονται για τον έλεγχο της δυο συμμορίες νεαρών: εκείνη των Τζετ, που εκπροσωπούν τη λευκή κοινότητα, νεαροί με επικεφαλής τον Ριφ (Μάικ Φάιστ), κι εκείνη των Καρχαριών, με επικεφαλής τον Μπερνάρντο (Ντέιβιντ Αλβαρέζ), που προστατεύει τις εξαθλιωμένες, καταπιεσμένες από τους λευκούς, συχνά θύματα της συμμορίας των Τζετ, οικογένειες των Πορτορικανών.

Τις επαναλαμβανόμενες συγκρούσεις, που η λευκή αστυνομία της περιοχής προσπαθεί να περιορίσει και να ελέγξει, θα ταράξει η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε ένα παλιό, αναμορφωμένο μέλος των Τζετ, τον Τόνι (Άνσελ Έλγκορτ) και την αδερφή του Μπερνάρντο, Μαρία (Ρέιτσελ Ζέγκλερ), που ο Τόνι γνωρίζει σε μια χορευτική βραδιά που διοργανώνει η σχολή της περιοχής σε μια προσπάθεια να φέρει κοντά τις δυο κοινότητες, με τους δυο πρωταγωνιστές να δείχνουν εξαιρετικές ερμηνευτικές ικανότητες.

Αν και αρχικά έχουμε την ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, με τις δυο συμμορίες να θυμίζουν εκείνες των Καπουλέτων και των Μοντέγων, ο Σπίλμπεργκ, χάρη στο σενάριο του Κούσνερ, μετέφερε την ιστορία του σε μια σύγχρονη Νέα Υόρκη, προβάλλοντας τις σημερινές φυλετικές διαφορές και ταραχές, και αναπτύσσοντας περισσότερο τους δυο βασικούς του χαρακτήρες, δίνοντας ένα παρελθόν και στους δυο: με τον Τόνι να έχει, ύστερα από ένα σχεδόν χρόνο, αποφυλακιστεί (παραλίγο να δολοφονούσε ένα νεαρό παιδί) και να έχει αλλάξει ζωή μακριά από τους Τζετ, βρίσκοντας δουλειά στο μαγαζί της συμπονετικής Βαλεντίνα (επιστροφή μιας από τις παλιές πρωταγωνίστριες της ταινίας του Γουάιζ, Ρίτα Μορένο, σε ένα ρόλο έξυπνα αναπτυγμένο ειδικά γι’ αυτήν) και με την Μαρία, να έχει φροντίσει για πέντε χρόνια τον άρρωστο πατέρα της πριν έρθει στη Νέα Υόρκη για να ζήσει κοντά στον αδερφό της – υπέρ του, μάλιστα, είναι ότι, για μεγαλύτερη αυθεντικότητα, αφήνει ενδιάμεσα τους Πορτορικανούς του να μιλάνε τη γλώσσα τους χωρίς να τη μεταφράζει.

Το μόνο που ίσως θα μπορούσε να κατακρίνει κανείς τον Σπίλμπεργκ είναι πως δεν αφήνει την κάμερα του να πλησιάσει πολύ τα πρόσωπα του, να συμμετέχει και να συμπάσχει μαζί τους στα πάθη και τους αγώνες τους, προτιμώντας να παρακολουθεί από μακριά τα δρώμενα (ακόμη και την ωραία σκηνή στο μπαλκόνι της σύγχρονης Ιουλιέτας, προτιμά να την κλείσει από μακριά, σε ένα πολύ μακρινό πλάνο), με την κάμερα του να τρέχει μαζί και πίσω από τα πρόσωπα του, συχνά με ένα εκπληκτικό μουσικό ρυθμό (όπως στη σεκάνς της αρχής, με τους Τζετ να βγαίνουν από τα χαλάσματα, να συναντούν και τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας, να προχωρούν αρχικά αργά στους δρόμους, με τα βήματα τους να αποκτούν σταδιακά χορευτικό ρυθμό), με τον ευπρόσδεκτα ξέφρενο ρυθμό και το συνεχές σαρωτικό πέρασμα της κάμερας πάνω από πρόσωπα, χώρους και εντυπωσιακά χορευτικά κομμάτια, που μόνο η μεγάλη οθόνη μπορεί να αναπλάσει την ομορφιά και το μεγαλείο τους.

*** ½ – «Η ζωή συνεχίζεται»

C’mon C’mon. ΗΠΑ, 2021. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μάικ Μιλς. Ηθοποιοί: Γιοακίν Φίνιξ, Γκάμπι Χόφμαν, Γούντι Νόρμαν, Σκοτ Μακνέρι. 109´

«Δεν γίνονται πάντα αυτά που σχεδιάζεις, αλλά προχώρα, προχώρα» (come on, come on, όπως υποδεικνύει και ο τίτλος της ταινίας), λέει, προς το φινάλε, ένας από τους ήρωες της όμορφης αυτής, μαυρόασπρης ταινίας του Μάικ Μιλς («20th Century Women», «Οι πρωτάρηδες»). Μια αισιόδοξη στάση που χαρακτηρίζει και τις απαντήσεις των νέων αγοριών και κοριτσιών (πολλών από αυτών παιδιά μεταναστών) γύρω από το πώς βλέπουν το μέλλον, που μαγνητοφωνεί ο ακούραστος πρωταγωνιστής της ταινίας, ο παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής, Τζόνι (Γιοακίν Φίνιξ).

«Ο κόσμος δεν θα είναι τόσο καθαρός», λέει κάποιος νεαρός, «αλλά δεν θα τελειώσει»! Σ’ αυτόν τον όχι τόσο καθαρό κόσμο, ένα κόσμο που «δεν είναι τόσο δίκαιος», όπως θ’ αναφέρει κάποιος άλλος, θα μεγαλώσει ο 9χρονος Τζέσι (Γούντι Νόρμαν), ο ανιψιός που ο Τζόνι, έχοντας φτάσει για σύντομη επίσκεψη στην αδερφή του στο Ντιτρόιτ, αναλαμβάνει να φροντίσει για μερικές μέρες ενώ η αδερφή του, Βιβ (Γκάμπι Χόφμαν), τρέχει στην Καλιφόρνια για να φροντίσει τον άρρωστο πρώην σύζυγο της.

Ο Τζέσι είναι ένα ασυνήθιστο, απείθαρχο, με ασταμάτητες ερωτήσεις και απορίες, παιδί, πρόσωπο με φανταστικές ιστορίες και απόψεις για θεωρίες συνομωμοσίας και διάφορα άλλα σενάρια, που δεν αφήνει τον Τζόνι ήσυχο ούτε μια στιγμή. Επειδή όμως ο Τζόνι πρέπει να φύγει από το Ντιτρόιτ, για να συνεχίσει το ταξίδι του σε διάφορες πόλεις, από τη Νέα Υόρκη ως τη Νέα Ορλεάνη, για να καλύψει την έρευνα του σχετικά με το πώς βλέπει το μέλλον η σημερινή νεολαία, αποφασίζει να πάρει μαζί του τον Τζέσι, ταξίδι που θα τον κάνει να αντιμετωπίσει διαφορετικά το ρόλο του (τώρα πια και ως πατέρας) και γενικότερα τη ζωή του.

Αυτό το πέρασμα από μια κάπως ανέμελη ζωή σε μια ζωή με τα διάφορα σκαμπανεβάσματα και τις περισσότερες ευθύνες της, καταφέρνει να καταγράψει με αμεσότητα, αφοπλιστική ειλικρίνεια και ξεχωριστή αγάπη, ο Μάικ Μιλς, μέσα από εικόνες που συλλαμβάνουν τόσο την αυθεντικότητα ενός συγκεκριμένου κοινωνικού περιβάλλοντος (με τον Ρόμπι Ράιαν να δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα με τη μαυρόασπρη φωτογραφία του), εικόνες που συχνά μου θύμισαν τις ταινίες του Κασσαβέτη, όσο και εκείνη των ερμηνειών, όχι μόνο του νεαρού Γκάμπι Χόφμαν, που πράγματι εκπλήσσει με την όλη παρουσία του αλλά και του Γιοακίν Φίνιξ που δίνει με την ίδια πάντα εσωτερικότητα τις διάφορες πλευρές του χαρακτήρα του, άλλοτε επιθετικού, άλλοτε συμπονετικού και άλλοτε πανικοβλημένου, όπως όταν πιστεύει πως έχασε τον Τζέσι στους δρόμους της Νέας Υόρκης.

*** Μην κοιτάτε πάνω

Don’t Look Up. ΗΠΑ, 2021. Σκηνοθεσία-σενάριο: Άνταμ ΜακΚέι. Ηθοποιοί: Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Τζένιφερ Λόρενς, Μέριλ Στριπ, Κέιτ Μπλανσέτ, Ρόμπ Μόργκαν, Τιμοτέ Σαλαμέτ, Ρον Πέρλμαν. 138´

Στην επιστημονική φαντασία, με στοιχεία μαύρης κωμωδίας, στρέφεται ο σκηνοθέτης Άνταμ ΜακΚέι, γνωστός μας από τη δραματική, σατιρική κωμωδία, «Το μεγάλο σορτάρισμα», για να σατιρίσει μια ιστορία επικείμενης ολοσχερούς καταστροφής της Γης, από ένα πλανήτη, που μετατρέπεται σε σύμβολο της κλιματικής καταστροφής.

Δυο αστρονόμοι, ένας καθηγητής (Λεονάρντο Ντι Κάπριο) και μια μεταπτυχιακή φοιτήτριά του (μια πολύ καλή Τζένιφερ Λόρενς), στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, ανακαλύπτουν ξαφνικά ένα τεράστιο πλανήτη που πρόκειται, σε έξι μήνες, να συγκρουστεί με τη γη και να την καταστρέψει. Θα ταξιδέψουν στην Ουάσιγκτον, και θα γίνουν δεκτοί στο Λευκό Οίκο, όπου η φαντασμένη πρόεδρος της χώρας (Μέριλ Στριπ), ένα είδος κλώνου του εξίσου φαντασμένου Τραμπ, και ο γελοίος γιος της, αντί να τρομάξουν με την είδηση, αντιμετωπίζουν την πληροφορία σχεδόν με απάθεια, με την πρόεδρο να εστιάζει το ενδιαφέρον της περισσότερο στις προσεχείς εκλογές και άλλα ασήμαντα καθημερινά γεγονότα του Λευκού Οίκου παρά στην επικείμενη αποκαλυπτική καταστροφή.

Ο ΜακΚέι δεν περιορίζει τη σάτιρά στο Λευκό Οίκο και τη στρατιωτική ηγεσία (μαζί κι ένα στρατηγό που τους ζητά να πληρώσουν λεφτά για το δωρεάν αναψυκτικό που προσφέρει ο Λευκός Οίκος) αλλά στρέφεται και στα μίντια, με την πιο διάσημη εκπομπή στην οποία καλείται το δίδυμο να παρουσιάσει το πρόβλημα (όταν καταλαβαίνει πως ο Λευκός Οίκος δεν πρόκειται να κάνει τίποτα), με την παρουσιάστριά του Μπρι (Κέιτ Μπλανσέτ) να προσπαθεί με τα αστεία και το κουτσομπολιό της να κάνει το θέμα ελαφρύ.

Παρά τις κάποιες έμμεσες αναφορές στην ταινία του Κιούμπρικ «S.O.S. Πεντάγωνο καλεί Μόσχα» κι ένα φινάλε που θυμίζει τη «Μελαγχολίᨻ του Λαρς φον Τριερ, η σάτιρα του ΜακΚέι περιορίζεται σε επιφανειακό επίπεδο, με σκηνές που θυμίζουν τα χιουμοριστικά αμερικανικά τηλεοπτικά σόου καθώς και ορισμένες, ευτυχώς, άλλες, δοσμένες με το τρελό, slapstick χιούμορ που χαρακτηρίζει τις καλύτερες ταινίες του.

*** Daniel ’16

Ελλάδα, 2020. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος. Σενάριο: Παναγιώτης Χριστόπουλος, Γλυκερία Πατραμάνη, Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος. Ηθοποιοί: Νίκολας Κίσκερ, Αλεξάντερ Λιακόπουλος Μπούχολτζ, Άνας Μόγκρας. 101΄

Με ένα πολύ πρωτότυπο και ενδιαφέροντα τρόπο προσεγγίζει το θέμα της σχέσης των Ευρωπαίων με τους μετανάστες,, στην ταινία του, «Daniel ’16», ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, γνωστός μας από τα ντοκιμαντέρ του αλλά και τη μεγάλου μήκους ταινία του, «Ο γιος του φύλακα». Ο πρωταγωνιστής του, ο Ντάνιελ του τίτλου, είναι ένας 16χρονος Γερμανός που καταφτάνει σε μια κοινότητα αγωγής ανηλίκων, σ’ ένα εγκαταλειμμένο χωριό του Έβρου, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία. Στην αρχή αρνητικός, θυμωμένος που βρίσκεται σε μια άγνωστη χώρα, μακριά από τη μητέρα του και, ιδιαίτερα από το αγαπημένο του σκυλί (το πρώτο πράγμα που τον ενδιαφέρει μόλις φτάνει είναι να απαιτήσει να τηλεφωνήσει στη μητέρα του για να μάθει πως αυτή και ο φίλος της δεν έχουν ξεφορτωθεί το σκύλο του).

Η κοινότητα, όπως ανακαλύπτουμε, βρίσκεται υπό διάλυση, μια και η Γερμανία, που την ξεκίνησε, έχει αποφασίσει να την κλείσει γιατί θεωρεί επικίνδυνη την επαφή των ανήλικων κατάδικων με τους λαθραίους μετανάστες που κατακλύζουν την περιοχή. Στην κοινότητα, ή πιο σωστά στην οικογένεια, την υπεύθυνη Γερμανίδα και τον Έλληνα σύντροφό της, που διατηρούν και μια φάρμα με στρουθοκαμήλους και άλλα ζώα, ο μοναδικός άλλος τρόφιμος εκτός από τον Ντάνιελ, είναι ένας άλλος νεαρός, μικρότερος σε ηλικία από τον Ντάνιελ, και τον οποίο ο Ντάνιελ αρχικά αντιμετωπίζει σχεδόν με εχθρικότητα. Εχθρικότητα και γενικότερα μια άρνηση με τα οποία αντιμετωπίζει όλους και όλα.

Η αλλαγή θα επέλθει όταν, στην πρώτη του προσπάθεια να δραπετεύσει, ο Ντάνιελ, που συλλαμβάνεται από την αστυνομία, βρίσκεται ξαφνικά μπροστά στο φρικτό θέαμα των δεκάδων νεκρών που ανασύρουν από το ποτάμι οι αστυνομικοί. Σ’ αυτό θα προστεθεί η εικόνα ενός Σύρου μετανάστη, του μικρού του γιου και του σκύλου τους, κρυμμένων σε ένα εγκαταλειμμένο χαμόσπιτο, και που η θέα του σκυλιού θα προσελκύσει τον Ντάνιελ. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν παράνομοι διακινητές μεταναστών κλέβουν και δολοφονούν τον πατέρα του μικρού, με τον Ντάνιελ να αναλαμβάνει τη φροντίδα του, μεταφέροντας σ’ αυτόν, κρυφά, φαγητό.

Ο Κουτσιαμπασάκος, με μια κάμερα σε συνεχή σχεδόν κίνηση, με επιμονή στη λεπτομερή καταγραφή, που ξεκινά από τη θητεία του στο ντοκιμαντέρ, με σκηνές δοσμένες με λιτότητα, που δεν αρνούνται το χιούμορ ή τη συγκίνηση (η μπάλα που ζητάει για χριστουγεννιάτικο δώρο για να τη δώσει στο μικρό του φίλο), ενίοτε δοσμένες με συμβολική διάσταση (όπως στις σκηνές με τις στρουθοκαμήλους), παρακολουθεί τον Ντάνιελ στην πορεία του, καταγράφοντας τις αντιδράσεις του, την αρχική του απειθαρχία και την αντίστασή του καθώς και τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα σ’ αυτόν (με τον Νίκολας Κίσκερ να δίνει μια αφοπλιστική ερμηνεία) και τον μικρό Σύριο αλλά και με τα μέλη της «οικογένειας», καταγράφοντας τη σταδιακή αποδοχή και συνειδητοποίηση της ζοφερής, απάνθρωπης κατάστασης με τους πρόσφυγες, για να οδηγηθεί στην τελική αντίδραση αλλά και την αυτογνωσία, μέσα από ένα ωραίο, αναπάντεχο, φινάλε.