ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Από τη δοσμένη με ζεστασιά οικογένεια του Κόρε-έντα στις περιπέτειες ενός απάτριδου Οδυσσέα στη σύγχρονη Ελλάδα του Μαζωμένου

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Τυχερό αστέρι

Beurokeo, 2022. Νότια Κορέα. Σκηνοθεσία: Χιροκάζου Κόρε-έντα. Ηθοποιοί: Σονγκ Κανγκ-χο, Γκανγκ Ντονγκ-γον, Μπάε Ντούνα. 129´

Με το εμπόριο βρεφών καταπιάνεται η νέα ταινία «Τυχερό αστέρι» (αγγλικός του Ιάπωνα σκηνοθέτη Χιροκάζου Κόρε-έντα, ήδη πολυβραβευμένου στις Κάννες (μαζί και Χρυσό Φοίνικα το 2018 για την ταινία του «Κλέφτες καταστημάτων»).

Μόνο που ο Κόρε-έντα («Οικογενειακή υπόθεση», «Μια μέρα του καλοκαιριού») δεν στρέφεται σε ένα αναμενόμενο παραδοσιακό αστυνομικό θρίλερ, παρόλο που χρησιμοποιεί στοιχεία του, για να παρουσιάσει την ιστορία του αυτή. Η ιστορία ξεκινά με τη νεαρή μητέρα – πόρνη, όπως ανακαλύπτουμε αργότερα – να αφήνει το παιδί της, μια βροχερή νύχτα, έξω από μια χριστιανική εκκλησία (η ιστορία εκτυλίσσεται στη Νότια Κορέα), όπου το βρίσκουν οι δυο έμποροι βρεφών, «μεσίτες», όπως τους αποκαλούν), που συνεργάζονται με τη μητέρα για να πουλήσουν το μωρό και να μοιραστούν τα χρήματα.

Εκείνο που βασικά ενδιαφέρει τον σκηνοθέτη είναι να καταγράψει τις σχέσεις ανάμεσα στα τρία αυτά πρόσωπα, που ο καθένας έχει και το δικό του στόχο πίσω από την πώληση του βρέφους, ιδιαίτερα, τη μητέρα που θέλει να εκδικηθεί τον παντρεμένο άντρα που την κατέστησε έγκυο. Στην πορεία τού δίνεται η ευκαιρία να αναπτύξει τους χαρακτήρες, βοηθώντας μας να γνωρίσουμε τα τρία πρόσωπα – όπως και τις δυο αστυνομικίνες που τους παρακολουθούν – που πίσω από την αδιαφορία και την αναζήτηση του κέρδους, υπάρχει, όπως σταδιακά ανακαλύπτουμε, και συναίσθημα και ευαισθησία – παράδειγμα η εξαιρετική σκηνή στoν τροχό του λούνα-παρκ, με τους τρεις, μαζί με το μωρό κι ένα παιδάκι από το ορφανοτροφείο, όπου βγαίνει τελικά στην επιφάνεια ο πραγματικός, ευαίσθητος χαρακτήρας των δυο αντρών.

Ο Κόρε-έντα κινεί τα πρόσωπα του σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον, σκιαγραφώντας μια εικόνα της σημερινής κορεάτικης κοινωνίας, χρησιμοποιώντας τα στοιχεία του θρίλερ όταν είναι απαραίτητο, καθώς και ορισμένες ανατροπές (π.χ. στις διάφορες προσπάθειες των αστυνομικών να συλλάβουν τους δυο «μεσίτες»), για να φτιάξει αυτή τη δοσμένη με ζεστασιά, συγκινητική ταινία.

**** Εξορία

Ελλάδα, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Βασίλης Μαζωμένος. Ηθοποιοί: Στέφανος Κακαβούλης, Δημήτρης Σιγανός, Αγγελική Καριστινού, Κατερίνα Τσάση Δέδε, Πάνος Μπόρας. 110´

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο σκηνοθέτης Βασίλης Μαζωμένος καταπιάνεται με την κρίση που μαστίζει την Ελλάδα τα τελευταία δέκα τόσα χρόνια. Πιο πρόσφατο παράδειγμα η προηγούμενη, αλληγορική ταινία του «Γραμμές», όπως και η πιο πρόσφατη, «Καθαρτήριο», όπου μέσα από διάφορες ιστορίες παρακολουθούσαμε τον αντίκτυπο της κρίσης στα διάφορα στρώματα του λαού. Στη νέα του ταινία, «Εξορία», ο Μαζωμένος παίρνει για ήρωα έναν απλό Έλληνα, που, στα πρώτα πλάνα της ταινίας, τον βλέπουμε να προσπαθεί με μια βάρκα να “δραπετεύσει” από την Ελλάδα της κρίσης. Έναν Έλληνα, που ο ίδιος ο Μαζωμένος θεωρεί σύγχρονο Οδυσσέα, που ξεκινά με το μικροσκοπικό σκάφος για ένα ταξίδι προς τα πού; Για ποια Ιθάκη;

Η θάλασσα στην τέχνη εκφράζει συνήθως την ελευθερία μόνο που ακόμη και σ` αυτήν, ο ανώνυμος ήρωας του Μαζωμένου (δεν έχει ούτε όνομα, ούτε χαρτιά, είναι απλά ο “Κανένας” όπως μαθαίνουμε στη συνέχεια) μοιάζει παγιδευμένος. Θα συρθεί μισόγυμνος και μισοπεθαμένος πίσω στην Ελλάδα όπου θα μπλέξει σε διάφορες περιπέτειες. “Κανείς δεν μένει σ` αυτό τον κωλότοπο”, είναι το σχόλιο ενός μέλους από το σώμα της ακτοφυλακής που τον περισυλλέγουν.

Στο πρώτο επεισόδιο, όταν, ντυμένος με μια κελεμπία που βρίσκει σ` ένα μισοερειπωμένο σπίτι κοντά στη θάλασσα, διεισδύει σ` ένα μουσουλμανικό μίνι-μάρκετ, και στην προσπάθειά του να κλέψει κάτι για να φάει, συλλαμβάνεται από την αστυνομία, ο Μαζωμένος χρησιμοποιεί ένα απλό στιλ, με ωραίες, διανθισμένες με ποίηση, εικόνες. Αντίθετα, στο επόμενο, με τους δυο αστυνομικούς που τον ανακρίνουν (ο ένας σε ανάπηρο καροτσάκι και ο άλλος με σορτσάκι και ρακέτα του τένις) και τον αναγκάζουν να γδυθεί και να ακούει τις διάφορες βρισιές τους ενάντια στους μουσουλμάνους (“πώς τόλμησες να κλέψεις από αυτά τα ζώα;” τον ρωτάνε οργισμένοι), στο νου έρχεται τόσο το παράλογο χιούμορ των θεατρικών έργων του Χάρολντ Πίντερ όσο κι εκείνο στις ταινίες του Ρόι Άντερσον.

Το επεισόδιο διακόπτεται με την εμφάνιση της Μις Άντζελα, μιας κομψής Γερμανίδας με όνομά που θυμίζει εκείνο της Μέρκελ, που ως από μηχανής θεός (μια πονηρή Καλυψώ;) τον χρησιμοποιεί για να ικανοποιεί τις σεξουαλικές τις επιθυμίες. Ο Κύκλωπας έρχεται στο νου όταν, με το κολιέ που αποσπά από την Άντζελα, ο Κανένας επισκέπτεται έναν ενεχυροδανειστή, που θέλει να τον κάνει υπηρέτη του και που ο ήρωάς μας (αντι-ήρωας στην πραγματικότητα), για να απελευθερωθεί, αναγκάζεται τελικά να τον σκοτώσει.

Ενώ, σ` ένα θέατρο, όπου κυριαρχεί ένα φελινικό ντεκόρ, αιχμάλωτος τώρα των σειρήνων, ο Κανένας, που έχει πάρει τη θέση του ενεχυροδανειστή, γίνεται ο αποκλειστικός θεατής μιας αναπαράστασης ευφάνταστων ερωτικών σκηνών, πριν αποφασίσει ποια θα επιλέξει. Η τιμωρία του, όταν προσπαθεί να δραπετεύσει, είναι να αντιμετωπίσει για αντίπαλο, σ` ένα αγώνα πάλης μέχρι θανάτου, τον άντρα με τον οποίο σχεδίαζε να δραπετεύσει.

Εκείνο που επιδιώκει, και τελικά καταφέρνει, ο Μαζωμένος είναι, μέσα από τα επεισόδια αυτά, να παρουσιάσει τους διάφορους τρόπους εκμετάλλευσης, ταπείνωσης και εξευτελισμού του νεοέλληνα, εξόριστου, όπως υποβάλλει και ο τίτλος της ταινίας, στην ίδια του τη χώρα, την Ελλάδα της κρίσης. Εξόριστου σε μια χώρα όπου τα ελληνικά έχουν καταντήσει μια δεύτερη γλώσσα, με τους άλλους γύρω του (εκτός από μερικές εξαιρέσεις) να μιλάνε αγγλικά. Ενός εξόριστου μπλεγμένου σε μια σειρά επεισόδια που μοιάζουν με εφιάλτη, που πολύ έξυπνα ο σκηνοθέτης τονίζει γυρίζοντας τις σκηνές που συνδυάζουν το πέρασμα από το ένα στο άλλο επεισόδιο, σε ρελαντί, τονίζοντας ακόμη περισσότερο το εφιαλτικό αυτό κλίμα με την κατάλληλη μουσική (που έγραψαν οι Αλέξανδρος Χριστάρας και Μιχάλης Νιβολιανίτης).

Ταυτόχρονα, με το εφιαλτικό αυτό ταξίδι του σύγχρονου, ταλαιπωρημένου Οδυσσέα μέσα από την Ελλάδα της κρίσης, η ταινία είναι και ένα ταξίδι μνήμης αλλά και Ιστορίας, ένα είδος σύνοψης των θεμάτων που απασχολούν τον σκηνοθέτη σε όλες τις μέχρι σήμερα ταινίες του («Ο θρίαμβος του χρόνου», «Η μνήμη»). Μαζί και ένα συναρπαστικό ταξίδι μέσα από τον ίδιο τον κινηματογράφο και φόρος τιμής στους σκηνοθέτες που δείχνει να αγαπά ο Μαζωμένος: από τον Αντονιόνι και τον Αγγελόπουλο (στο επεισόδιο στο ερειπωμένο σπίτι), τον Ρόι Αντερσον και τον Μίκαελ Χάνεκε (στο επεισόδιο της ανάκρισης), Βισκόντι (στις σκηνές στο σπίτι του ενεχυροδανειστή), ως τον Κιούμπρικ, τον Φελίνι και τον Ζορζ Φρανζί (στο επεισόδιο με τις αναπαραστάσεις ερωτικών σκηνών), χωρίς να λείπει και αμερικανικός κινηματογράφος (στις σκηνές της πάλης). Με άλλα λόγια, όλη την ιστορία του σύγχρονου κινηματογράφου, φιλτραρισμένη μέσα από το προσωπικό, ιδιόμορφο στιλ του σκηνοθέτη.

*** Παρίσι ξανά

Revoir Paris. Γαλλία, 2022. Σκηνοθεσία: Αλίς Ουινοκούρ. Σενάριο: αν-Στεφάν Μπρον, Μάρσια Ρομανό, Αλίς Ουινοκούρ. Ηθοποιοί: Βιρζινί Εφιρά, Μπενουά Μαζιμέλ, Γκρεγκουάρ Κολέν. 105´

Μια νεαρή γυναίκα, η Μία, προσπαθεί να ξεπεράσει ψυχολογικά και σωματικά τη φρικτή εμπειρία μιας τρομοκρατικής επίθεσης σε μπιστρό του Παρισιού, στο δραματικό αυτό ψυχογράφημα που σκηνοθέτησε η Αλίς Ουινοκούρ («Augustine»), εμπνευσμένο εν μέρει από την εμπειρία του αδερφού της, από τους επιζώντες της τρομερης σφαγής στο Μπατακλάν Μιούζικ Χολ το 2015.

Η μέχρι τότε ήρεμη σχέση της Μίας, μεταφράστριας στη γαλλική τηλεόραση, με τον σύντροφος της, χειρουργό Βενσάν, θα ανατραπεί μετά την τρομοκρατική επίθεση, με τη Μία να προσπαθεί με διάφορους τρόπους να ξεπεράσει μια εμπειρία που για ένα διάστημα δεν μπορεί (ή αποφεύγει) να θυμηθει.

Ύστερα από ένα «διάλειμμα» ανάρρωσης στην εξοχή, η Μία επιστρέφει στο Παρίσι και αρχίζει να επισκέπτεται το μπιστρό, όπου μαζεύονται κάθε τόσο τα λιγοστά επιζήσαντα μέλη της πολύνεκρης τρομοκρατικής επίθεσης, για να μπορέσει να θυμηθεί τα συμβάντα και να ξεπεράσει το ψυχολογικό της τραύμα. Εκεί θα γνωρίσει έναν από τους επιζώντες, τον επιχειρηματία Τομά, με σπασμένο πόδι και πατερίτσες, ο οποίος θα την βοηθήσει να συνδέσει τα κομμάτια εκείνα που λείπουν από τη μνήμη της και που θα ξαναφέρει στη μνήμη της για να μπορέσει να οδηγηθεί στην αναγκαία λύτρωση.

Με ένα καλογραμμένο, με ωραίους χαρακτήρες και σωστούς διαλόγους, σενάριο, η Ουινοκούρ κίνησε με ξεχωριστή μαεστρία τους δυο πρωταγωνιστές της, τη Βιρζινί Εφιρά, εξαιρετική στο ρόλο της Μία, και τον Μπενουά Μαζιμέλ, το ίδιο εξαιρετικός στο ρόλο του Τομά (καθόταν στο τραπέζι απέναντί της και την παρακολουθούσε ενώ γιόρταζε τα γενέθλια του, την ώρα της το επίθεσης), για να αφηγηθεί, με οικονομία και πλήρη έλεγχο των μέσων της, το δράμα αυτό της συντετριμμένης πνευματικά ηρωίδας της, ξεκινώντας από τις σκηνές της τρομοκρατικής επίθεσης (δοσμένες χωρίς εντυπωσιασμούς) ως εκείνες της σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ αυτήν και τον Τομά (σχέση από την οποία δεν λείπει και το λεπτό χιούμορ), και που θα την βοηθήσει να «ξαναδεί το Παρίσι» («ξαναβλέποντας το Παρίσι» είναι και ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας), να δει, δηλαδή, τη ζωή διαφορετικά, με ένα πιο άμεσο και ελπιδοφόρο τρόπο, έχοντας πια γνωρίσει (με τον πιο οδυνηρό τρόπο) πως οποιαδήποτε στιγμή η τύχη μπορεί να αλλάξει αναφανδόν τη ζωή σου.

*** Ξεριζωμένοι

Ελλάδα, 2023. Ντοκιμαντέρ. Σκηνοθεσία: Ελένη Αλεξανδράκη. Σενάριο: Ελένη Αλεξανδράκη, Τζόναθαν Άρνουλτ.Φωτογρσφις: Διονύσης Ευθυμόπουλος. Μοντάζ: Βαγγέλης Κατσαρός. 98´

«Estamos buscando» («ψάχνουμε») λέει κάποια στιγμή ένα από τα «κλεμμένα» παιδιά του συγκλονιστικού ντοκιμαντέρ «Ξεριζωμένοι» της Ελένης Αλεξανδράκη. Ντοκιμαντέρ γύρω από παιδιά που, για πολιτικούς συχνά λόγους, ξεριζώθηκαν βίαια από τη χώρα τους, από γονείς και συγγενείς, για να πουληθούν και συχνά να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης. Παιδιά από όλο τον κόσμο, «από τον Ελληνικό Εμφύλιο ως το Αφγανιστάν, από τα χρόνια του Φράνκο μέχρι τα χρόνια του COVID-19, από τον Ινδικό ωκεανό μέχρι τη Σιβηρία», όπως αναφέρει το εισαγωγικό σημείωμα της ταινίας.

Μέσα από συνομιλίες και τις εξομολογήσεις με εφτά τέτοια παιδιά, μαθαίνουμε για την αληθινή, καθόλου ευχάριστη, περιπέτεια των δικών μας παιδιών στις Παιδουπόλεις της «Μεγάλης Μητέρας» (όπως τα ήθελαν να αποκαλούν τη βασίλισσα Φρειδερίκη), παιδιών ανταρτών, που το κράτος άρπαζε από τις μητέρες ή τους συγγενείς τους, επειδή οι πατεράδες τους είχαν αναγκαστεί να καταφύγουν σε χώρες του σοβιετικού μπλοκ και που το κράτος ήθελε να σώσει από τον κομμουνισμό, παιδιά που, σε διάφορες χώρες, γιατροί (πληρωμένοι από πλούσιους θετούς γονείς) δήλωναν « νεκρά» στις μητέρες τους (όπως μας αποκαλύπτει η μητέρα από την Ανδαλουσία), για να τα δώσουν σε εύπορες οικογένειες, παιδιά από το Ηνωμένο Βασίλειο, τον Καναδά, τη Χιλή, την Αυστραλία, το Αφγανιστάν, και αλλού, που πολλά χρόνια αργότερα τους βρίσκουμε να ψάχνουν για τους αληθινούς γονείς τους, αναζητώντας την αληθινή τους ταυτότητα.

Τα ενήλικα σήμερα παιδιά αφηγούνται με πάθος, ειλικρίνεια, συχνά και με συγκίνηση, τις συγκλονιστικές, σπαρακτικές ιστορίες τους, από τον Έλληνα που μεγάλωσε σε παιδούπολη της «μαμάς» Φρειδερίκης, για να μετατραπεί σταδιακά σε ένθερμο ακτιβιστή της Αριστεράς, τον σήμερα Γάλλο Ζαν-Φιλίπ, που μας μιλάει για το ξεριζωμό του, όπως και πολλών συμπατριωτών του, που τους άρπαζαν από το νησί Ρεϋνιόν για να τους μεταφέρουν και να τους μεγαλώσουν στη Γαλλία (τα «παιδιά της Κρεζ»).

Αλλά και το κορίτσι που μικρό, ξεκίνησε μαζί με τους γονείς και τα άλλα αδέρφια της, αναζητώντας καλύτερη ζωή στην Ευρώπη, ακολουθώντας ένα τελικά τραγικό ταξίδι από το Αφγανιστάν για να διασχίσει Ιράν και Τουρκία, και να χάσει, γονείς και αδέρφια, μέσα από ένα καράβι υπερφορτωμένο με 400 περίπου μετανάστες καράβι που βούλιαξε στη θάλασσα (με 90 τουλάχιστο νεκρούς), ή το υποτιθέμενο «νεκρό» κορίτσι από την Ανδαλουσία που ψάχνει για τη μητέρα της.

Ιστορίες που η Αλεξανδράκη, γνωστή μας και από αλλά ωραία ντοκιμαντέρ («Ο αρσιβαρίστας και ο Άγγελος», Κωστής Παπαγιώργης, ο πιο γλυκός μισάνθρωπος»), αφηγείται διεξοδικά, με αμεσότητα, αφήνοντας τα πρόσωπά της να μας εκμυστηρευτούν απευθείας, χωρίς παρεμβολές, τις απαράδεκτα απάνθρωπες, βουτηγμένες σε μια μισαλλόδοξη ατμόσφαιρα, συγκινητικές ιστορίες τους (με την πιο συγκινητική εκείνη του κοριτσιού από το Αφγανιστάν).