ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Ψυχολογικό θρίλερ από Οζόν, μαγικός ρεαλισμός από Χέινς, βρετανική έκπληξη από Φράνσις Λι
… και πολιτική στροφή από Σπίλμπεργκ και Γκρίζεμπαχ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** 1/2 – Ο διπλός εραστής

L’amant double. Γαλλία, 2017. Σκηνοθεσία: Φρανσουά Οζόν. Σενάριο: Φρανσουά Οζόν, Φιλίπ Πιάτσο. Ηθοποιοί: Μαρίν Βαχτ, Ζερεμί Ρενιέ, Ζακελίν Μπισέ. 107 λεπτά.

Σ’ ένα ψυχολογικό θρίλερ, κάτι ανάμεσα στον Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ, τον Ρόμαν Πολάνσκι και τον Αλφρεντ Χίτσκοκ, στρέφεται ο Φρανσουά Οζόν στην ταινία του «L’amant double» («Ο διπλός εραστής»). Η ηρωίδα του, η Χλόη (στο ρόλο μια Μαρίν Βαχτ που θυμίζει τη Μία Φάροου στο «Μωρό της Ροζμαρί»), με τις ερωτικές φαντασιώσεις της γύρω από τον ψυχολόγο που αναλαμβάνει τη θεραπεία της και τον οποίο ερωτεύεται (φαντασιώσεις που μπλέκονται με μια δίδυμη αδερφή που πέθανε πριν γεννηθεί), κινείται σ’ ένα κλίμα ερωτικό, με σκηνές που αγγίζουν το soft porno (υπάρχει μάλιστα και μια σκηνή που δεν έχει παρουσιαστεί στον κινηματογράφο από την εποxή της Μέι Γουέστ στη Myra Breckinridge), όλα με ένα τρόπο που μόνο ο Οζόν ξέρει να φτιάχνει (φτάνει να θυμηθούμε το «Νέα και όμορφη» που γύρισε το 2013).


Οι επικίνδυνες φαντασιώσεις της γυναίκας αρχίζουν όταν η Χλόη, που υποφέρει από ψυχοσωματικούς πόνους στην κοιλιά, αποφασίζει να επισκεφτεί ένα ψυχίατρο, τον Πολ Μέγιερ (Ζερεμί Ρενιέ). Συνάντηση που θα οδηγήσει σε ένα σφοδρό έρωτα, μέχρι που η Χλόη ανακαλύπτει πως ο Πολ έχει ένα δίδυμο αδερφό, τον Λουί (ρόλο που ερμηνεύει και πάλι ο Ρενιέ), επίσης ψυχίατρο, γεγονός που ο Πολ κρατάει μυστικό. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν η Χλόη επισκέπτεται τον Λουί και αρχίζει μαζί του μια επικίνδυνη, θυελλώδη σεξουαλική σχέση.

Ο Οζόν δείχνει να στρέφεται στον παλιό του εαυτό (εκείνο της περιόδου που μας έδωσε ταινίες όπως «Η πισίνα», «Κάτω από την άμμο», «Σατανικοί εραστές»), παραμένοντας ταυτόχρονα προκλητικός – η ταινία αρχίζει με μια γυναικολογική εξέταση που παρακολουθούμε σε μεγεθυντικό φακό και που ξαφνικά μετατρέπεται στο μάτι της ηρωίδας του. Πέρα όμως από τις τολμηρές ερωτικές σκηνές, ο Οζόν ξέρει να κρατάει το σασπένς και να δημιουργεί σευνεχείς ανατροπές (μέχρι και στα τελευταία πλάνα), ενώ ελέγχει με σιγουριά το ρυθμό.

*** 1/2 – Το δωμάτιο των θαυμάτων

Wonderstruck. ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία: Τοντ Χέινς. Σενάριο: Μπράιαν Σλέζνικ. Ηθοποιοί: Τζουλιάν Μουρ, Όουκς Φέγκλι, Μισέλ Γουίλιαμς. 116 λεπτά.

Ο λυρισμός, η ποίηση, μαζί και ένας «μαγικός ρεαλισμός» διαπνεόυν την ανεξάρτητη παραγωγή «Wonderstruck» του Τοντ Χέινς («Κάρολ», «Far From Home»). Η ταινία, με βάση ένα μυθιστορήμα του Μπράιαν Σλέζνικ, αφηγείται την παράλληλη περιπέτεια δυο παιδιών, ενός αγοριού, του Μπεν, κι ενός κοριτσιού, της Ρόουζ, που ξεκινούν σ’ ένα ταξίδι αναζήτησης, που θα τους αποκαλύψει τις απαντήσεις που ψάχνουν. Δυο ιστορίες με διαφορά 50 χρόνων, η μια (εκείνη της κωφάλαλης Ρόουζ) να εκτυλίσσεται το 1927 και η άλλη (εκείνη του Μπεν, ο οποίος ύστερα από κεραυνό χάνει προσωρινά την ακοή του) να εκτυλίσσεται το 1977.

 

Δυο χρονιές σημαδιακές στην πρόσφατη ιστορία της Αμερικής, η πρώτη, στις παραμονές της μεγάλης ύφεσης, αλλά και τέλος του βωβού κινηματογράφου και εμφάνιση του Ομιλούντος, και η δεύτερη, στη μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ περίοδο, περίοδο αμφισβήτησης και εξέγερσης της νεολαίας.

Με μαυρόασπρο φιλμ και χωρίς διάλογο στην αφήγηση της πρώτης ιστορίας, με έχρωμο φιλμ και ένα στιλ εμπνευσμένο από τις καλύτερες ταινίες της τότε περιόδου, ο Χέινς αφηγείται με άνεση, ωραίο ρυθμό, και με εικαστικά όμορφες εικόνες, την μαγική πρέπει να πω πορεία των δυο μικρών του ηρώων, που τελικά θα βρουν την κατανόηση, θα ανακαλύψουν τον πολιτισμικό πλούτο των διαφορετικών κοινωνιών τους και θα βρουν τις απαντήσεις που ψάχνουν. Σε αντίθεση με την εποχή μας και τα εμπόδια που δημιουργούν και στήνουν οι πολιτικοί (τύπου Τραμπ) στην οποιαδήποτε προσπάθεια αλληλοκατανόησης και αποδοχής μιας διαφορετικής κουλτούρας.

*** ½ – Του Θεού η χώρα

God’s Own Country. Βρετανία, 2017. Σκηνοθεσία: Φράνσις Λι. Ηθοποιοί: Τζος Ο’Κόνορ, Τζέμα Τζόουνς, Άλεκ Σεκαρεάνου, Χάρι Λίστερ Σμιθ, Ίαν Χαρτ. 104 λεπτά.

Τη μοναχική, αδιέξοδη, με περιστασιακό σεξ, ζωή ενός νεαρού ομοφυλόφιλου, σε ένα απόμερο αγρόκτημα της αγγλικής επαρχίας (εκείνης του Γιόρκσιαρ), έρχεται να ανατρέψει η παρουσία ενός Ρουμάνου μετανάστη, στην όμορφη αυτή, τρυφερή, δοσμένη με χαμηλούς τόνους, πρώτη σκηνοθετική δουλειά του πρώην ηθοποιού, ντοκιμαντερίστα, γνωστού από την τηλεοπτική παρουσία του, Φράνσις Λι.

Ο Ρουμάνος Γκεόργκι (Άλεκ Σεκαρεάνου) φτάνει στο προβληματικό αγρόκτημα μιας αγγλικής οικογένειας για να βοηθήσει προσωρινά τον νεαρό Τζόνι (Τζος Ο’Κόνορ), τον άρρωστο πατέρα του Μάρτιν (Ίαν Χαρτ) και τη σκληραγωγημένη γιαγιά Ντίρτρι (Τζέμα Τζόουνς). Ο ενθουσιασμός και η ετοιμότητά του να βοηθήσει τον Τζόνι αλλά και τον πατέρα του στα διάφορα προβλήματά τους, προτείνοντας ακόμη και διάφορες σύγχρονες αλλαγές στον τρόπο καλλιέργειας (σχόλιο πάνω στην προσφορά των μεταναστών που θέλει να ξεφορτωθεί η κυρία Μέι;) θα αλλάξουν, σταδιακά, τον αρχικά σιωπηλό και σκυθρωπό, αδιάφορο για το μέλλον της φάρμας, Τζόνι, που μέχρι τότε αναζητούσε το περιστασιακό σεξ στη «παμπ» του χωριού.

Ο Λι καταγράφει την πορεία της σχέσης των δυο νέων αλλά και εκείνης με τους ανθρώπους γύρω τους, με χαμηλούς τόνους, με μια κάμερα που τους παρακολουθεί από κοντά, με λεπτότητα, με μια ρομαντική θα έλεγα διάθεση, με εξαιρετικές ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς του, με έντεχνα χρησιμοποιημένες αναφορές στο Broadback Mountain του Ανγκ Λι, αφήνοντας τα πράγματα να εξελιχθούν ομαλά, χωρίς εξάρσεις ή παρεμβάσεις.

Συχνά υποβάλλει διάφορα στοιχεία (όπως εκείνα με τη γιαγιά, που καταλαβαίνει πολύ περισσότερα από όσα δείχνει ιδιαίτερα σε ότι αφορά στη σχέση των δυο νέων), αποκαλύπτοντας με διακριτικότητα αλλά και σιγουριά τους αληθινούς χαρακτήρες των προσώπων του (παράδειγμα αυτός του «σκληρού» πατέρα που με το έμφραγμά του μας δείχνει τον πραγματικό, ευαίσθητο χαρακτήρα του), καθώς και μιας επαρχίας που τελικά δεν είναι και τόσο οπισθοδρομική και κλειστή στη διαφορετικότητα από ότι θα πίστευε κανείς.

Στη δημιουργία της όλης ατμόσφαιρας συμβάλλει και η ομορφιά των εξωτερικών χώρων, ιδιαίτερα του πανέμορφου τοπίου του Yorkshire, που ο Λι χρησιμοποιεί για να σχολιάσει, ή και να δημιουργήσει αντίστιξη με, τις διάφορες καταστάσεις καθώς και τους χαρακτήρες των προσώπων, δίνοντας στην ταινία του μια ξεχωριστή δύναμη και μια πνοή που σπάνια συναντάμε σε πρώτο έργο.

*** The Post: Απαγορευμένα μυστικά

The Post. ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ. Σενάριο: Λιζ Χάνα, Τζος Σίνγκερ. Ηθοποιοί: Μέριλ Στριπ, Τομ Χανκς, Σάρα Πόλσον, Μπόμπ Όντενκερκ, Τρέισι Λετς. 116 λεπτά.

 

Με τις ταινιες του Στίβεν Σπίλμπεργκ έχει καταφέρει να συνδυάσει την λαϊκότητα και την εξοχή επαγγελματικότητα των καλύτερων εμπορικών σκηνοθετών του Χόλιγουντ από την εποχή του Σέσιλ Ντε Μιλ (με ταινίες όπως «Τα σαγόνια του καρχαρία», «Στενές επαφές τρίτου τύπου», «Οι κυνηγοί της χαμένης κιβωτού», «Τζουράσικ Παρκ», «Ο μεγάλος φιλικός γίγαντας», κ,ά.), με το φιλελευθερισμό ενός Φρανκ Κάπρα η ενός Στάνλεϊ Κρέιμερ (με ταινίες όπως «Η λίστα του Σίντλερ», «Amistad», «Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν», «Το άλογο του πολέμου», «Λίνκολν»).

Στον δεύτερο αυτόν Σπίλμπεργκ ανήκει και η σημερινή The Post, που αναφέρεται στην απόφαση της εφημερίδας Γουάισινγκτον Ποστ δημοσιεύσει τα απόρρητα έγγραφα του Πενταγώνου γύρω από την κάλυψη τπυ πολέμου του Βιετνάμ από τις διάφορες αμερικανικές κυβερνήσεις, ξεκινώντας από την εποχή του Κένεντι και φτάνοντας ως τον Τζόνσον και τον Νίξον – όπως μαθαίνουμε, η αμερικανική κυβέρνηση γνώριζε από την εποχή του Μακναμάρα, το 1965, πως δεν μπορούσε να νικήσει στο Βιετνάμ. Κι όμως, όλοι οι πρόεδροι συνέχιζαν τον πόλεμο, έστελναν χιλιάδες Αμερικανούς στρατιώτες στο θάνατο, ενώ, για λόγους δήθεν ασφαλείας, δεν έλεγαν την αλήθεια στον αμερικανικό λαό.

 

Αυτό που έφτιαξε ο Σπίλμπεργκ είναι βασικά μια ταινία με θέμα την ελευθερία του Τύπου, θέμα ιδιαίτερα επίκαιρο και σήμερα, με την άνοδο του Τραμπ στην εξουσία και τις προσπάθειες φίμωσης του τύπου που εξακολουθούν να γίνονται σε παγκόσμια κλίμακα (πρόσφατο παράδειγμα αυτό της Τουρκίας του Ερντογάν).

Η ταινία εστιάζεται στον αγώνα της εφημερίδας με το Λευκό Οίκο, και συγκεκριμένα εκείνο της εκδότριας της Post, Κάθριν Γκράαμ (μια πολύ καλή Μέριλ Στριπ) και του διευθυντή της, Μπεν Μπράντλι (έξοχος στο ρόλο ο Τομ Χανκς), με τον Νίξον και τους γύρω, που, για πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ, όπως αναφέρεται στην ταινία, έγινε προσπάθεια φίμωσης του τύπου, με την κυβέρνηση να κερδίζει προσωρινά δικαστικά μέτρα ενάντια, πρώτα στους Τάιμς της Νέας Υόρκης, που πρώτη δημοσίευσε μέρος των μυστικών εγγράφων, και στη συνέχεια ενάντια στην Post.

Ο Σπίλμπεργκ και οι δυο σεναριογράφοι του, Λιζ Χάνα και Τζος Σίνγκερ, καταγράφουν με λεπτομέρεια την όλη πορεία, με την αρχικά συγκρατημένη, κάπως δειλή εξαιτίας των σχέσεων της με διάφορους πολιτικούς, Κάθριν να αποκτά το θάρρος και τη δύναμη, που χρειάστηκε, μαζί και το ρίσκο να χάσει την εφημερίδα της, για να τα βάλει με τους ισχυρούς και να πετύχει τελικά αυτό που προστατεύει το Σύνταγμα των ιδρυτών του έθνους. Με ένα σφιχτοδεμένο, με ωραίους διαλόγους σενάριο, με τέλεια δομημένη σκηνοθεσία, με σωστό ρυθμό, με εξαιρετικές ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς καθώς και εξαιρετική συνεργασία από όλους τους συντελεστές (αναμεσά τους και τον Τζον Γουίλιαμς που έγραψε μια πολύ ωραία μουσική), ο Σπίλμπεργκ έφτιαξε μια συναρπαστικήταινία, ιδιαίτερα αναγκαία στις μέρες μας.

*** Western

Γερμανία/Βουλγαρία/Αυστρία, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ. Ηθοποιοί: Μάινχαρτ Νόρμαν, Ράινχαρτ Βέτρεκ, Σουλεϊμάν Αλίλοβ Λετίφοβ, Βενέτα Φράνγκνοβα. 118 λεπτά.

Με ένα καθαρά ρεαλιστικό στιλ, που αντλεί από το ντοκιμαντέρ, αλλά και από τα στοιχεία του γουέστερν, και με μια ομάδα εξαιρετικών, αξίζει να τονίσω, ερασιτεχνών ηθοποιών, η άγνωστη στην Ελλάδα (αν και πρόκειται για την τρίτη της ταινία), Γερμανίδα σκηνοθέτρια Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ, έφτιαξε αυτή την πολυβραβευμένη ταινία (μαζί και βραβείο FIPRESCI), γύρω από τα υπαρξιακά και πολιτιστικά προβλήματα μιας ομάδας αντρών εργατών μεταναστών (τη φορά όμως αυτή, ιδωμένοι από την άλλη πλευρά, δηλαδή από εκεινη των Γερμανών που αναλαμβάνουν μια δουλειά στη Βουλγαρία), που της δίνε την ευκαιρία να διεισδύσει στο χαρακτήρα, τη συμπεριφορά και την όλη νοοτροπία του «μάτσο» άντρα.

Οι μοντέρνοι αυτοί Γερμανοί καουμπόηδες καταφθάνουν σε μια απομακρυσμένη περιοχή της Βουλγαρίας για μια υδροηλεκτρική μονάδα, για την καλυτέρευση της διανομής του νερού του ποταμού, με στόχο να βγάλουν κάποια χρήματα, ενώ, ταυτόχρονα, προσπαθούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ντόπιων και να περάσουν ωραία με τα κορίτσια της περιοχής.

Σε ανοιχτούς χώρους, πλάι σε ενα ποτάμι, που θυμίζουν τους χώρους του Φαρ Ουέστ, οι μοναχικοί αυτοί άντρες, έρχονται αντιμέτωποι με τις τοπικές παραδόσεις αλλά και τη ξενοφοβία, ιδιαίτερα στον αγώνα τους για να επιβληθούν και να επιβάλουν τη φυλετική και πολιτισμική υπεροχή τους. Με την κάμερα της Γκρίζεμπαχ να ερευνά και να διεισδύει στα πρόσωπα και τις αντιδράσεις τους, να ξεπερνά τις φοβίες και τις πολιτιστικές και άλλες διαφορές, ιδιαίτερα στο χαρακτήρα του Μάινχαρτ, του πρώην λεγεωνάριου, ο οποίος σταδιακά αρχίζει να αλλάζει και να προσπαθεί να ξεπεράσει τους κοινωνικούς, πολιτικούς, γλωσσικούς και άλλους φραγμούς (χωρίς όμως τη χρήση συναισθηματισμών), για να αφήσει ανοιχτή τη δυνατότητα προσέγγισης.