ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Αντόνιο ντας Μόρτες: ο δρόμος προς την επανάσταση

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

***** Αντόνιο ντας Μόρτες

Antonio das Mortes/O Dragao da Maldade contra o Santo Guerreiro. Βραζιλία, 1969. Σκηνοθεσία-σενάριο: Γκλάουμπερ Ρόσα. Ηθοποιοί: Μαουρίσιο ντο Βάλε, Οντέτε Λάρα, Ότον Μπάστος, Ρόσα Μαρία Πένα. 100΄

Την καταπληκτική ταινία «Μαύρος θεός, λευκός διάβολος» (Deus e o Diabo na Terra do Sol) του Βραζιλιάνου σκηνοθέτη Γκλάουμπερ Ρόσα, ακολούθησε το καινούργιο αριστούργημα του σκηνοθέτη, «Αντόνιο ντας Μόρτες» (Antonio das Mortes, 1969), που γυρίστηκε στην πραγματικότητα ύστερα από τη Γη σε έκσταση (Terra em transe), ταινία που πολλοί εξακολουθούν να θεωρούν την καλύτερη του σκηνοθέτη.

Στον «Αντόνιο ντας Μορτες», ο Ρόσα συνεχίζει, τόσο από πλευράς θέματος όσο και από μορφής τις θέσεις που μας παρουσίασε στον «Μαύρο Θεό»… Κεντρικό πρόσωπο της ταινίας είναι ένα από τα πρόσωπα που μας παρουσίασε ήδη στον «Μαύρο Θεό», ο Αντόνιο ντας Μόρτες, ο τρομερός μανταντόρ των καγκασέιρο. Ο Αντόνιο καλείται σε μια περιοχή του «σερτάο» για να σκοτώσει έναν καινούργιο καγκασέιρο, τον Κοϊράνα, που παρουσιάζεται ως συνεχιστής της παράδοσης του Λαμπιάο και του Κορίσκο.

Μόλις όμως ο Αντόνιο εκπληρώνει την αποστολή του, καταλαβαίνει πως πραγματικοί του εχθροί είναι οι εχθροί των βασανισμένων και φτωχών κατοίκων του «σερτάο»: οι πλούσιοι κτηματίες που αντιδρούν στις αγροτικές μεταρρυθμίσεις, καθώς και όλα όσα αντιπροσωπεύουν τον νόμο, την τάξη και τη θρησκεία ενός καταπιεστικού στην πραγματικότητα καθεστώτος. Έτσι, τελικά, παίρνει το μέρος των κατατρεγμένων και στο πλάι του καθηγητή, που αντιπροσωπεύει τις επαναστατικές ιδέες, αντιμετωπίζει με το όπλο του τους πληρωμένους δολοφόνους των πλουσίων.

Για τη μορφή της ταινίας του ο Ρόσα επέλεξε εκείνη του αμερικανικού γουέστερν, ένα είδος που είναι πολύ δημοφιλές στη Λατινική Αμερική. Και κατάφερε μέσα από τη μορφή αυτή να φτάσει στην απομυθοποίηση ενός μύθου, καλώντας ταυτόχρονα τον θεατή σε σκέψη, συζήτηση και εξέγερση. Τοποθετώντας την ταινία του σε σύγχρονη εποχή (τα καμιόνια, ο σταθμός της Shell που αντιπροσωπεύει το ξένο κεφάλαιο κ.ά.), πράγμα που εκφράζει τη βραζιλιάνικη πραγματικότητα, παρεμβάλλοντας το τραγούδι (λαϊκό, μοντέρνο, ακόμη και όπερα) και επιβάλλοντας ένα στυλιζάρισμα τόσο στο παίξιμο όσο και στη φωτογραφία, ο Ρόσα κατόρθωσε να συνδυάσει κάτι το φαινομενικά ακατόρθωτο: τις ιδέες του Μπρέχτ με το θέατρο της ωμότητας του Αντονέν Αρτό.

Η ταινία του Ρόσα είναι γεμάτη σκηνές που δεν χορταίνει να θαυμάζει το μάτι: άλλοτε αργές, τελετουργικές σκηνές, όπως εκείνη της μονομαχίας του Αντόνιο με τον Κοϊράνα, ενωμένοι με ένα μακρύ μαντήλι που κρατάνε στα δόντια τους, και άλλοτε σκηνές βίαιου ξεσπάσματος, όπως εκείνη όπου η γυναίκα μαχαιρώνει άγρια τον φίλο της και συνεχίζει να του δίνει αμέτρητες μαχαιριές, ακόμη και όταν αυτός είναι ήδη νεκρός, ή πάλι η σκηνή στην οποία ο Αντόνιο, στο πλάι του καθηγητή, αντιμετωπίζει με το όπλο του τους πληρωμένους δολοφόνους του Οράτιο, του πλούσιου αλλά τυφλού κτηματία της περιοχής.

Στη σκηνή μάλιστα αυτή βλέπουμε ξεκάθαρα και τη θέση που παίρνει ο σκηνοθέτης απέναντι στον Αντόνιο, όταν ο Αντόνιο γυρνά στον καθηγητή και του λέει (αναφέρω από μνήμη): «εσύ να αγωνιστείς με τις ιδέες σου, γιατί αυτές είναι πιο χρήσιμες από μένα».

Σε όλες τις τελευταίες σκηνές της αναμέτρησης, που δίνεται στο πιο κλασικό στυλ του αμερικανικού γουέστερν, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί για σχόλιο ένα λαϊκό τραγούδι που μας λέει για την άφιξη του καγκασέιρο Λαμπιάο στην Κόλαση και την άρνηση του Διαβόλου να τον αφήσει να μπει, έτσι που ο Λαμπιάο ξεσηκώνεται και τα καταστρέφει όλα, και το τραγούδι καταλήγει στο συμπέρασμα –που και πάλι φέρνει στον νου τον Μπρεχτ– πως τόσο η Κόλαση όσο και ο Παράδεισος δεν βρίσκονται πουθενά αλλού παρά εδώ στη γη.

Ο «Αντόνιο ντας Μόρτες» επιβεβαιώνει πως, στην τότε Βραζιλία της στρατιωτικής Χούντας, ο «Αντόνιο ντας Μόρτες», όπως και οι υπόλοιπες ταινίες του «τσίνεμα νόβο» συνέχιζαν, παρ’ όλες τις δυσκολίες και τα εμπόδια, να προβληματίζονται και να κρατάνε την παράδοση που είχε αρχίσει 8 περίπου χρόνια πριν, σε μια περίοδο μιας κάποιας πιο φιλελεύθερης διακυβέρνησης, κάτι όμως που δυστυχώς πρόσφατα άλλαξε με την αντιδημοκρατική πολιτική του ακροδεξιού προέδρου Μπολσονάρο.

(Η κριτική γράφηκε στο Λονδίνο τον Ιούλιο του 1970 και θα δημοσιευτεί στο υπό έκδοση βιβλίο «Μαγικά ταξίδια»)

*** ½ – Τα σκυλιά δεν φοράνε παντελόνια

Dogs Don’t Wear Pants/Koirat eivat kayta housuja. Φιλανδία, 2019. Σκηνοθεσία: Γ(ιούκα) Π(έκα) Βαλκεαπάα. Σενάριο: Γιουχάνα Λούμε, Γ.Π. Βαλκεαπάα. Ηθοποιοί: Πέκα Στρανγκ, Κρίστα Κοσόνεν, Ιλόνα Χούχτα. 105΄

Στον σαδομαζοχιστικό κόσμο των dominatrix, με τα δεσμά, την κυριαρχία και την υποταγή, στρέφεται στην τρίτη του αυτή ταινία, ο 43χρονος Φιλανδός σκηνοθέτης Γιούκα Πέκα Βαλκεαπάα (στις «Μέρες των Δημιουργών» του φεστιβάλ Βενετίας του 2014 μας είχε εντυπωσιάσει με την πρωτοποριακή ταινία του «Δραπέτευσαν» – The Have Escaped – road movie γύρω από ένα ζευγάρι νεαρών που δραπετεύουν από τον οίκο για έφηβους με προβλήματα) για να αφηγηθεί τη βασανιστική πορεία ενός χήρου καρδιολόγου που στρέφεται σε σαδομαζοχιστικό σεξ για να ξεπεράσει την απώλεια και το πένθος για τη γυναίκα του.

Η ταινία αρχίζει με μια σύντομη ειδυλλιακή σκηνή του Γιούχα με τη γυναίκα και τη μικρή τους κόρη στο σπίτι τους κοντά στη λίμνη. Στις επόμενες όμως εικόνες η ατμόσφαιρα αλλάζει με τον Γιούχα να προσπαθεί απελπισμένα, και με κίνδυνο της δικής του ζωής, να σώσει τη γυναίκα του που έχει πνιγεί στη λίμνη πιασμένη σ’ ένα δίχτυ στο βυθό – σκηνές πρέπει να πω που μου θύμισαν τη σκηνή του πνιγμού της Σέλεϊ Γουίντερς στη «Νύχτα του κυνηγού» του Τσαρλς Λότον.

Αμέσως μετά, μεταφερόμαστε δέκα χρόνια αργότερα, όταν ο καρδιολόγος, όπως ανακαλύπτουμε τώρα, Γιούχα που η απώλεια της γυναίκας του εξακολουθεί να τον στοιχειώνει, απομονώνεται ολοένα και περισσότερο από τους γύρω του, μαζί και την έφηβη κόρη του, Έλι.

Μια μέρα, στην περιπλάνησή του, έχοντας παρακολουθήσει τη διάτρηση της γλώσσας της 16χρονης Έλι, η οποία υποδέχεται τα γενέθλια και την ενηλικίωσή της με δαχτυλίδι στο στόμα, ο Γιούχα μπαίνει τυχαία στο υπόγειο εργαστήρι όπου η φυσικοθεραπεύτρια Μόνα, εργάζεται περιστασιακά ως αφέντρα/dominatrix (μια πολύ καλή Κρίστα Κοσόνεν, γνωστή μας από τον «Blade Runner 2049»), η οποία, πιστεύοντας πως είναι πελάτης της, τον δένει και τον υποβάλλει στις διάφορες διαστροφικές ερωτικές απολαύσεις, μαζί και στραγγαλισμό.

Ιδιαίτερα οι σκηνές του στραγγαλισμού θα βοηθήσουν τον απελπισμένο Γιούχα να καταδυθεί σ’ ένα είδος εφιάλτη, ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, με εικόνες από τον πνιγμό της γυναίκας του και τον ίδιο να βουλιάζει μαζί της στο βυθό, εικόνες γι’ αυτόν απελευθερωτικές, που τον κάνουν να αρχίσει να επιστρέφει στο υπόγειο της Μόνας για περισσότερες, πιο δυνατές και ανεξέλεγκτες εμπειρίες, όπου δεμένος και περπατώντας στα τέσσερα («ο σκύλος που δεν φοράει παντελόνια», όπως τον αποκαλεί η αφέντρα του), υποκύπτει στην πειθαρχία, την κυριαρχία και την υποταγή ενός παιχνιδιού που γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνο.

Κάποια στιγμή όμως η εφιαλτική αυτή, που τον οδηγεί ολοένα και πιο κοντά στο θάνατο, κατάσταση ανατρέπεται, όταν η σχέση του με τη Μόνα, η οποία μέχρι τότε έδειχνε να απολαμβάνει τη θεραπευτική για τον Γιούχα αποστολή της («δεν με ενδιαφέρουν τα συνηθισμένα πράγματα», θα πει κάποια στιγμή), αρχίζει να μετατρέπεται σε αληθινό έρωτα, με τον Γιούχα να βρίσκει την αναμενόμενη απελευθέρωση μέσα από τις προσωπικές ερωτικές του απολαύσεις και να μπορέσει τελικά να γίνει ένας πονετικός πατέρας κι ένας ικανοποιημένος εραστής.

Όπως καταλαβαίνει, από πολύ νωρίς, κανείς, η διείσδυση αυτή του ήρωα στον κόσμο των διαστροφικού έρωτα δεν έχει κανένα ερεθιστικό σκοπό αλλά για να εξετάσει, όσο πιο διεξοδικά το χαρακτήρα του μπερδεμένου πρωταγωνιστή του, που χρειάζεται να φτάσει στα άκρα για να μπορέσει τελικά να λειτουργήσει ως ένα ανθρώπινο, λογικό ον.

Με σκηνές δοσμένες συχνά με ευαισθησία, ιδιαίτερα στην όλη αντιμετώπιση του τραυματισμένου ψυχικά ήρωα, διανθισμένες κάπου-κάπου και με χιούμορ (στις σκηνές όταν ο Γιούχα, στον οποίο έχει σταματήσει να απαντά η Μόνα, αναγκάζεται να κάνει έρωτα με μια συνηθισμένη πόρνη, η οποία δεν ξέρει πώς να τον αντιμετωπίσει), με μια φωτογραφία που χρησιμοποιεί τους χώρους για να τονίσει την αλλόκοτη ατμόσφαιρα της ταινίας (ιδιαίτερα εκείνους στο πλημμυρισμένο με φωτισμούς neon υπόγειο) και με εξαιρετικές ερμηνείες, ιδιαίτερα από τον Πέκα Στρανγκ, που δίνει με ξεχωριστή δύναμη όλες τις πλευρές του αρρωστημένου, απελπισμένου, υποταγμένου στα σεξουαλικά βίτσια που απαιτεί από την αφέντρα του και έτοιμου να δεχτεί ακόμη και το θάνατο, Γιούχα, ο Βαλκεαπάα κατάφερε να μας δώσει μια, συγκλονιστική, πάντα ανθρώπινη, εικόνα της αναγέννησης, μαζί και λύτρωσης, ενός ψυχικά τραυματισμένου ανθρώπου.

** ½ – Γιάκαρι: η ταινία

Yakari, le film. Βέλγιο/Γαλλία/Γερμανία, 2020. Ταινία animation. Σκηνοθεσία: Τόμπι Γκένκελ, Ξαβιέ Τζιακομετί. Σενάριο: Ξαβιέ Τζιακομετί. 82΄

Οι ιστορίες με το συμπαθητικό Ινδιανάκι Γιάκαρι ξεκίνησαν από μια σειρά δημοφιλών γαλλόφωνων κόμικς για να οδηγηθούν, στη συνέχεια, στην τηλεόραση (2 μέχδρ4ι σήμερα τηλεοπτικές σειρές) πριν τελικά καταλήξουν στη μεγάλη οθόνη με αυτή την πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε ο Ξαβιέ Τζιακομετί, ο ίδιος που σκηνοθέτησε και τις τηλεοπτικές σειρές.

Σ’ αυτήν παρακολουθούμε τον μικρό Γιάκαρτι, ο οποίος γοητευμένος από ένα άγριο, αδάμαστο από τους Ινδιάνους της φυλής του, άλογο, τον Μικρό Κεραυνό τον ακολουθεί στο ταξίδι του στην ενδοχώρα και στους επικίνδυνους καταρράκτες της Άγριας Δύσης, βοηθούμενος και από τον προστάτη του, τον Μεγάλο Αετό (ο οποίος του προσφέρει το χάρισμα να μιλάει με τα ζώα), μέχρι που κατορθώνει όχι να τον δαμάσει, όπως θα συνέβαινε σε παλιότερες ταινίες, αλλά να γίνει φίλος του και να βοηθάει ο ένας τον άλλο στον επικίνδυνο δρόμο της επιστροφής.

Ο Τζιακομετί αφηγείται με απλότητα την ιστορία του, ένα είδος γουέστερν που σέβεται τη φύση και τα πρόσωπα, με ωραία σκίτσα, που αντλούν από το χώρο των κόμικς, προσφέροντας μια όμορφη ταινία που θα απολαύσουν οι μικροί ιδιαίτερα θεατές.

** ½ – Ο βασιλιάς γάιδαρος

The Donkey King. Πακιστάν, 2018. Ταινία animation. Σκηνοθεσία: Αζίζ Τζιντανί. Σενάριο: Αζίζ Τζιντανί, Κάμραν Χιμάνι. 85΄

Όταν το λιοντάρι αποφασίζει να παρατήσει τη θέση του βασιλιά του Αζάντ Ναγκάρ, για βασιλιάς προτείνεται ο ανέμελος γαϊδουράκος Μανγκού. Μόνο που πίσω από την πρόταση κρύβεται η πονηρή αλεπού, που έχει τους δικούς της όχι και τόσο φιλελεύθερους στόχους.

Πρόκειται για ένα τολμηρό για τη χώρα του (γυρίστηκε στο Πακιστάν) ταινία που χρησιμοποιεί την ιστορία για να σχολιάσει και να καυτηριάσει την πακιστανική πραγματικότητα. Ο σκηνοθέτης αντλεί τόσο από τις ταινίες του Μπόλιγουντ όσο και εκείνες του παλιού Χόλιγουντ (ο Φρανκ Κάπρα δεν βρίσκεται μακριά) για να φτιάξει μια αρκετά διασκεδαστική, αν και με πολλά κλισέ και κάπως αφελή στο σενάριό της, ταινία.