ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

 

Στις αόρατες κλωστές ενός ξεχωριστού έρωτα

 

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

 

**** ½ – Αόρατη κλωστή

 

Phantom Thread. ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Πολ Τόμας Άντερσον. Ηθοποιοί: Ντάνιελ Ντέι-Λούις, Βίκι Κριπς, Λέσλι Μάνβιλ. 130 λεπτά.

 

Η τέχνη απέναντι στον έρωτα, με τον έρωτα στις διάφορες φάσεις του (πάθος, εμμονή, τρέλα, ίσως και διαστροφή;) είναι στο επίκεντρο της εκπληκτικής αυτής, εντελώς προσωπικής (υποψήφιας για 6 Όσκαρ) ταινίας του Πολ Τόμας Άντερσον. Αντλώντας από το βρετανικά γοτθικά ρομάντζα του 19ου αιώνα («Ρεβέκκα», «Τζέιν Έϊρ», «Ανεμοδαρμένα ύψη»), αλλά και τα κινηματογραφικά μελοδράματα (του Κιούκορ και του Σερκ), ο Άντερσον φτιάχνει με λεπτομέρεια, με κλωστή και βελόνα, με την κάθε βελονιά, όπως και ο ράφτης ήρωάς του (χωρίς να θέλω να κάνω λογοπαίγνιο στο επάγγελμα του πρωταγωνιστή του), το λαμπρό αυτό «φόρεμα» που μας παρουσιάζει με τόση έμπνευση, με χάρη και χιούμορ, αλλά και με το σασπένς του ψυχολογικού θρίλερ – ο Χίτσκοκ, και ιδιαίτερα η «Ρεβέκκα» του, δεν είναι πολύ μακριά.

Η ιστορία εκτυλίσσεται στο μεταπολεμικό Λονδίνο, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Ο φανταστικός της ήρωας, ο Ρέινολντς Γούντκοκ (Ντάνιελ Ντέι-Λούις, ρόλος εμπνευσμένος από τη ζωή του βασκικής καταγωγής σχεδιαστή μόδας Κρίστομπαλ Μπαλενσιάγκα), είναι ένας αφοσιωμένος στη δουλειά του σχεδιαστής μόδας, που κινείται στο χώρο της υψηλής ραπτικής, ντύνοντας μέλη της βασιλικής οικογένειας και της αριστοκρατικής τάξης. Στο πλάι του, η αδερφή του και πιστή βοηθός του, Σίριλ (Λέσλι Μάνβιλ), μια δυναμική, κάπως τρομακτική (κάτι αντίστοιχο με την κυρία Ντάνβερς της Τζούντιθ Άντερσον, στην ταινία του Χίτσκοκ), έτοιμη να τον απαλλάξει από κάθε ερωτικό ή άλλο εμπόδιο (θέλοντας να ξεφορτωθεί την τελευταία ερωμένη του, η Σίριλ προτείνει, κι ο Ρέινολντς δέχεται, να της χαρίσουν, ως αποζημίωση, το φόρεμα του Οκτωβρίου).

Η ζωή στον «Οίκο των Γούντκοκ» (όπως και στο αρχοντικό του Μάντερλεϊ) κυλάει ήρεμα, με τις διάφορες γυναίκες (ράφτρες, υπηρέτριες, βοηθούς), να περιμένουν, νωρίς κάθε πρωί, να ανοίξει η εξώπορτα στην αριστοκρατική συνοικία του Λονδίνου, για να αρχίσουν να ανεβαίνουν τις ατέλειωτες σκάλες που οδηγούν στο χώρο της εργασίας τους, ενώ ο Γούντκοκ αρχίζει να ετοιμάζεται, με κάθε λεπτομέρεια (να ξυρίζεται, να φοράει τις χρωματιστές κάλτσες του, το παντελόνι και τα παπούτσια του) και να κατεβαίνει για το πρωινό του, που παίρνει μαζί με την αδερφή του και την εκάστοτε ερωμένη του.

Προετοιμασία για να ξεκινήσει την εκπληκτική, μοναδική «παραγωγή» του: το φτιάξιμο των θαυμάσιων φορεμάτων του, που γι’ αυτόν είναι τέχνη, και που στο καθένα, συχνά έχει κάτι να κρύψει, τρόπος ίσως για να βάλει σ’ αυτό την υπογραφή του («ποτέ καταραμένο», είναι το σημείωμα που βάζει στα γαμήλια φορέματα, γιατί, όπως εξηγεί κάποια στιγμή, οι γυναίκες φοβόντουσαν πως αν έβλεπαν το γαμήλιο αυτό φόρεμα πριν το γάμο τους θα τους συνέβαινε κάτι κακό). Για τον Γούντκοκ το ράψιμο είναι μια ξεχωριστή τέχνη, στην οποία, με εξαίρεση την εμμονή στη νεκρή μητέρα του (η ξαφνική εμφάνισή της όταν αυτός είναι άρρωστος, είναι η μόνη μη ρεαλιστική σκηνή της ταινίας), είναι αφοσιωμένος ψυχή τε και σώματι (σε ερώτηση γιατί δεν παντρεύεται θα απαντήσει, «ράβω φορέματα»), όπως τέχνη είναι για τον Άντερσον και ο κινηματογράφος, τον οποίο εδώ υποβάλλει έντεχνα με τη ραπτική. Τέχνη βέβαια, πρέπει να πω, για όσους την καταλαβαίνουν και ξέρουν να την απολαμβάνουν, όχι να την καταστρέφουν, όπως θα δούμε αργότερα, στη σκηνή με τη χοντρή, νεόπλουτη που φοράει άτσαλα το ωραίο φόρεμα που της φτιάχνει ο Γούντκοκ, το σέρνει και το λερώνει στη δεξίωση και κοιμάται τελικά  μ´ αυτό, μεθυσμένη, με αποτέλεσμα ο Ρέινολντς και η Άλμα να πάνε στο σπίτι της για να της το βγάλουν και να το πάρουν μαζι τους.

Την οργανωμένη αυτή, ήρεμη ζωή του Γούντκοκ και της αδερφής του έρχεται να ανατρέψει η παρουσία της Άλμα («Ψυχή», όπως η Άλμα στο «Καλοκαίρι και καταχνιά» του Τενεσί Γουίλιαμς;), της ελκυστικής σερβιτόρας (Βίκι Κριπς), που ο Ρέινολντς γνωρίζει και φλερτάρει όταν, στο δρόμο του για το εξοχικό του, σταματά για φαγητό σ’ ένα επαρχιακό εστιατόριο.

Χαριτωμένη, χαμογελαστή, έτοιμη να υποκύψει στις προτάσεις του, η Άλμα θα τον ακολουθήσει στο εξοχικό του, όπου, στη θέση της ερωτικής σκηνής που θα περίμενε (και που περιμέναμε), αφήνει σώμα και ψυχή στην επαγγελματική του δραστηριότητα: να τη βάλει να δοκιμάσει το φόρεμα που ετοιμάζει, να πάρει τα μέτρα της (εδώ η μέτρηση αντικαθιστά με έξυπνο και όμορφο τρόπο το ερωτικό στοιχείο) και τελικά να την προσλάβει για μανεκέν και ερωμένη. Η έλξη τους είναι αμοιβαία, και, όπως στα γυναικεία μελοδράματα της τότε εποχής, το πέρασμα του ζευγαριού στο υπνοδωμάτιο και το κλείσιμο της πόρτας είναι αρκετά για να υποβάλουν τη σχέση τους.

Η Άλμα θα γίνει η μούσα και η ερωμένη του. Μόνο που, αντίθετα με τις μέχρι τότε μούσες του, η Άλμα είναι αποφασισμένη να επιβάλει τη δική της προσωπικότητα. Ο ενοχλητικός τρόπος που κόβει τις φρυγανιές, ο αδέξιος τρόπος που σερβίρει το τσάι, προκαλούν την αντίδραση τόσο του Ρέινολντς όσο και της Σίριλ. Όμως, η Άλμα είναι αποφασισμένη να επιφέρει τις αναγκαίες αλλαγές.

Οι αντιδράσεις της Σίριλ δεν ακολουθούν εκείνες της κυρίας Ντάνβερς (μια από τις πολλές, ενδιαφέρουσες ανατροπές του σκηνοθέτη), ενώ ο αφοσιωμένος στη δουλειά του Ρέινολντς, μετά το σερβίρισμα της σούπας με μανιτάρια (στο νου έρχονται ταινίες όπως το «Νοτόριους» του Χίτσκοκ αλλά και ο «Εφιάλτης» του Κιούκορ), θα αναγκαστεί να αναθεωρήσει τη στάση του απέναντι στην Άλμα και να αναγνωρίσει τελικά το πόσο την αγαπά («Θέλησα να φτιάξω μια ιστορία γύρω από έναν άντρα και μια γυναίκα», ανάφερε σε συνέντευξή του ο Άντερσον, «βασισμένη σ’ ένα χαρακτήρα, ο οποίος μόνο όταν είναι άρρωστος έχει την ανάγκη κάποιου άλλου»).

Είναι η δεύτερη φορά που ο Άντερσον συνεργάζεται με τον Ντάνιελ Ντέι-Λούις, μετά το «Θα χυθεί αίμα». Εκεί που στην ταινία του Σκορσέζε, ο Λούις ερμήνευε τον κακό «Χασάπη» Μπιλ, χαρακτήρα με εμμονή στο χρήμα και την εξουσία, εδώ στρέφεται σε ένα εμπνευσμένο, με μια παρόμοια για την τέχνη του εμμονή, ράφτη – οι χαρακτήρες με έμμονες ιδέες εμφανίζονται και σε άλλες ταινίες του Άντερσον, από τη Magnolia και το The Master μέχρι το «Έμφυτο ελάττωμα». Ράφτη που ο Λούις δίνει με ξεχωριστή δύναμη, τονίζοντας άλλοτε την εμμονή του για τη δουλειά του και την κάθε της λεπτομέρεια κι άλλοτε την εμμονή του για τη νεκρή μητέρα του κι άλλοτε τον έρωτά του για την Άλμα, τόσο με τον τρόπο που αποπλανεί την Άλμα όσο  και αργότερα που υποκύπτει σ’ αυτήν.

Ερμηνεία με εσωτερικότητα, με κινήσεις και βλέμματα, που μονάχα ένας ώριμος καλλιτέχνης ξέρει να χρησιμοποιεί και να εκμεταλλεύεται με τόσο διακριτικότητα και έμφυτη τόλμη – ερμηνεία που για μένα ξεπερνάει κατά πολύ τις άλλες οσκαρικές υποψηφιότητες. Στο ντουέτο του πολέμου των φύλων, και στο ίδιο πάντα υψηλό επίπεδο, κινείται και η λουξεμβουργιανή ηθοποιός, και πραγματική αποκάλυψη, Βίκι Κριπς, Με το τρίο να συμπληρώνει η εξαίρετη ερμηνεία της Λέσλι Μάνβιλ.

Ανάφερα τον Χίτσκοκ, και συγκεκριμένα τη «Ρεβέκκα», που φαίνεται να έχει επηρεάσει αρκετά τον Άντερσον. Όμως, δεν είναι μόνο ο Χίτσκοκ που στάθηκε έμπνευση στην ταινία του αυτή. Ο Τζόναθαν Ντέμι (σ’ αυτόν μάλιστα αφιερώνει ο Άντερσον την ταινία του) και ο Τζορτζ Κιούκορ, έρχονται στο νου άλλοτε με τα θέματα κι άλλοτε με τις σκηνοθετικές τους προσεγγίσεις, αλλά και ο Βισκόντι και ο Ντάγκλας Σερκ, ακόμη και ο Μαξ Οφίλς, ιδιαίτερα στη δημιουργία της κλειστοφοβικής ατμόσφαιρας, στην επιλογή των χρωμάτων και στο όλο στήσιμο των, συχνά πολύ κοντινών, πλάνων (ο ίδιος ο Άντερσον έκανε και τον διευθυντή φωτογραφίας).

Επιδράσεις που ο Άντερσον εκμεταλλεύεται και συγχωνεύει στο δικό του προσωπικό στιλ, μαζί και την εξαίρετη, υποβλητική συχνά, μουσική του Τζον Γκρίνγουντ, και αφήνοντας την υπογραφή του σε κάθε πλάνο, ακόμη και στον ίδιο τον τίτλο της ταινίας, και συγκεκριμένα στα αρχικά του, Phantom Thread, δηλαδή Paul Thomas), σε μια ταινία που δεν παύει να σε ελκύει και να σε γοητεύει με την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων αλλά και τα λαμπρά χρώματα των πολύχρωμων ορατών και αοράτων κλωστών της.