ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Από τον «κινηματογράφο της πείνας» του Ρόχα στον κινηματογράφο της πολιτικής καταγγελίας του Μπελόκιο

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

***** Ο θεός και ο διάβολος στη χώρα του ήλιου

Deus e o Diablo na Terra do Sol/ Black God, White Devil. Βραζιλία, 1964. Σκηνοθεσία: Γκλάουμπερ Ρόχα. Βάλτερ Λίμα Τζούνιορ, Γκλάουμπερ Ρόχα. Ηθοποιοί: Τζεράλντο Ντελ Ρέι, Γιόνα Μαγκαλάες, Όθον Μπάστος. 120´

Ένα κίνημα που ξεκίνησε στη δεκαετία του ‘60, ενάντια στον παραδοσιακό κινηματογράφο της Βραζιλίας (κινηματογράφο που το αποτελούσαν μιούζικαλ, κωμωδίες και φτηνές περιπέτειες στο στιλ του Χόλιγουντ), το «τσίνεμα νόβο», το νέο δηλαδή σινεμά, επηρεασμένο τόσο από τον ιταλικό νεορεαλισμό όσο και από τη γαλλική νουβέλ βαγκ, έφερε μια πραγματική επανάσταση στον κινηματογράφο της Βραζιλίας, στρέφοντας το ενδιαφέρον του στον άνθρωπο, την κοινωνική αδικία και τις ταξικές και φυλετικές εξεγέρσεις στη Βραζιλία και την Αμερική.

Κύριος εκπρόσωπος αυτού του «κινηματογράφου της πείνας», ο Γκλάουμπερ Ρόχα, που μαζί με άλλους συναδέλφους του (Κάρλος Ντιέγκες, Νέλσον Παρέιρα ντος Σάντος! Ρούι Γκουέρα, και μερικούς άλλους) έδωσαν έργα που ξάφνιασαν το ευρωπαϊκό κοινό, στα διάφορα διεθνή φεστιβάλ όπου πρωτοπροβλήθηκαν, με την ενέργεια, τη φρεσκάδα, την πρωτοτυπία και τη δύναμη τους.

Η ταινία του Ρόχα, «Μαύρος θεός, λευκός διάβολος» όπως αρχικά έγινε γνωστή στο εξωτερικό (πρωτότυπος τίτλος, «Ο Θεός και ο διάβολος στη γη του ήλιου») του Ρόσα εκτυλίσσεται, γύρω στα 1940, στη βορειανατολική περιοχή της Βραζιλίας, στην περιοχή των «σερτάο», την περιοχή των μεγάλων κτημάτων, κι έχει για πρωταγωνιστές του τους κατοίκους της, που υποφέρουν από την ξηρασία και τη μιζέρια και όπου βλέπουμε να γεννιέται για πρώτη φορά μια κάποια κοινωνική συνείδηση.

Ο ήρωας όμως της ταινίας, ο Μανουέλο, μπροστά στη μιζέρια και την αδικία, αποφασίζει ν’ ακολουθήσει πρώτα τον μαύρο προφήτη Σεμπαστιάο, που υπόσχεται στους ακόλουθούς του μια καλύτερη ζωή, και ύστερα τον καγκασέιρο Κορίσκο, τον λευκό θεό, που με τη δική του προσωπική επανάσταση εκδικείται για τη φτώχεια και την αδικία των συνανθρώπων του. Η ταινία του Ρόσα είναι μια αληθινά επαναστατική ταινία που φέρνει στον νου το θέατρο του Μπρέχτ και ιδιαίτερα τον Καλό άνθρωπο του Σε-Τσουάν.

Χρησιμοποιώντας έναν λαϊκό ποιητή, που με το τραγούδι του αφηγείται και σχολιάζει τα διάφορα γεγονότα, αλλά και μια τεχνική εμπνευσμένη από τον κινηματογράφο του Αϊζενστάιν και των άλλων μεγάλων Ρώσων σκηνοθετών, ο Ρόσα πετυχαίνει να φτιάξει ένα θαυμάσιο λαϊκό έπος που όχι μόνο συγκινεί τον θεατή –μη ξεχνάμε πως και ο Μπρεχτ δεν αποφεύγει τη συγκίνηση, μόνο που την ξεπερνά– αλλά και τον προβληματίζει.

Ο Μανουέλο ακολουθεί πρώτα τον Σεμπαστιάο και ύστερα τον Κορίσκο, γιατί θέλει ν’ αλλάξει τον τρόπο της ζωής του και γιατί μέσα στην κοινωνία που ζει δεν του προσφέρεται άλλο μέσο. Και οι δυο όμως τρόποι, ξέρουμε πως δεν είναι σωστοί, γιατί και οι δυο προσφέρουν ψεύτικες επαναστάσεις: ο μυστικισμός του προφήτη και η προσωπική βεντέτα του καγκασέιρο θα καταρρεύσουν με την επέμβαση του «τιμωρού», του Αντόνιο ντας Μόρτες, του τρομερού «ματαντόρ των καγκασέιρο», όπως τον αποκαλεί ο τραγουδιστής.

Οι αθώοι πιστοί του Σεμπαστιάο, καθώς και ο ίδιος ο προφήτης, θα πληρώσουν με τη ζωή τους την «πλάνη» τους σ’ ένα τρομερό μακελειό που τους ετοιμάζει ο Αντόνιο, πληρωμένος από τους επίσημους αντιπροσώπους της εκκλησίας που δεν θέλουν «επαναστάτες» στους κόλπους τους, και ο λευκός διάβολος, ο εκδικητικός Αϊ-Γιώργης των φτωχών, θα πέσει και αυτός νεκρός από τις σφαίρες του τρομερού Δράκου Αντόνιο.

Η ταινία τελειώνει με μια καταπληκτική σκηνή, γυρισμένη σε τράβελινγκ, στην οποία ο Μανουέλο και η γυναίκα του, βλέποντας τον Κορίσκο να πέφτει νεκρός από τις σφαίρες του Αντόνιο, αρχίζουν να τρέχουν και όπου, τελικά, ο Μανουέλο, αφήνοντας τη γυναίκα του στα μισά του δρόμου, κουρασμένη από το τρέξιμο, φτάνει λαχανιασμένος στην τόσο ποθητή θάλασσα, τέρμα που του είχαν υποσχεθεί τόσο ο προφήτης όσο και ο καγκασέιρο, ενώ ακούεται η φωνή του τραγουδιστή που τελειώνει με την επαναστατική στροφή: «η γη ανήκει στον άνθρωπο, δεν ανήκει ούτε στον θεό ούτε στον διάβολο». Με την τελική αυτή σκηνή συμπληρώνεται η απομυθοποίηση τόσο του προφήτη όσο και του καγκασέιρο και ο Ρόσα μας ανοίγει τον δρόμο προς τη μόνη σωστή επανάσταση.

Επανάσταση που, όπως καταλαβαίνει κανείς, ανήκει στους ίδιους τους ανθρώπους και που είναι στη βάση της ταξική. Τι να πει κανείς για τη σκηνοθεσία του Ρόσα; Η εικόνα, τα πρόσωπα, η μουσική –γραμμένη από τον διάσημο Βραζιλιάνο Βίλα Λόμπος, που είναι κατά κάποιον τρόπο αντίστοιχος του δικού μας Θεοδωράκη– δένονται τέλεια για να μας δώσουν όχι μόνο μια από τις πιο συγκλονιστικές και ποιητικές εικόνες της ίδιας της Βραζιλίας αλλά και ένα μάθημα στον μόνο αληθινό κινηματογράφο, τον κινηματογράφο που είναι ανακάλυψη αλλά και κριτική παρουσίαση της πραγματικότητας. Να πούμε πως είδαμε μια από τις καλύτερες ταινίες των τελευταίων χρόνων, είναι στην πραγματικότητα υποτίμηση. Γιατί η ταινία του Ρόσα αντιπροσωπεύει, για μας, τον ίδιο τον Κινηματογράφο και κατά συνέπεια τον ίδιο τον άνθρωπο, την ίδια τη ζωή.

(Tην κριτική μου αυτή την έγραψα όταν την πρωτοείδα το 1968, στο φεστιβάλ του Λονδίνου, στη διάρκεια τη παραμονής μου στην Αγγλία, την περίοδο της δικτατορίας).

**** Ο προδότης

Il traditore. Ιταλία, 2019. Σκηνοθεσία: Μάρκο Μπελόκιο. Σενάριο: Μάρκο Μπελόκιο, Βάλια Σαντέλα, Λουντοβίκα Ραμπόλντι, Φραντσέσκο Πίκολο. Ηθοποιοί: Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, Λουίτζι Λο Κάζιο, Φάουστο Ρούσο Αλέζι, Μαρία Φερνάντα Κάντιντο. 153´

Ο Μπελόκιο, που παλιότερα μας είχε δώσει σημαντικές ταινίες με πολιτικό περιεχόμενο («Καλημέρα, νύχτα», «Vincere», «Εις το όνομα του πατρός») στρέφεται τη φορά αυτή στη μαφία για να καταγράψει, μέσα από τις αποκαλύψεις του Μπουσιέτα για την Κόζα Μόστρα (για την οποία τότε δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα η Ιταλία), τόσο τις μεθόδους δράσης της μαφίας όσο και τη σχέση της με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα (ανάμεσά τους και τον Αντρεότι, με τον οποίο έρχεται σε αντιπαράθεση, κάποια στιγμή, στο δικαστήριο, ο Μπουσιέτα).

Από τους πιο σημαντικούς και πιο σκληρούς εκτελεστές της μαφία, πάντα όμως πιστός σ’ ένα παλιό κώδικα τιμής της Κόζα Νόστρα (ο ίδιος τονίζει πως δεν σκότωσε ποτέ παιδιά ή γυναίκα, ούτε μπλέχτηκε στη διακίνηση ηρωίνης), που, αντίθετα, ο νέος αρχηγός της μαφία παραμερίζει για να επιδοθεί σε άγριες δολοφονίες (μαζί και των παιδιών και περισσότερων συγγενών του Μπουσιέτα), ο Μπουσιέτα, ο οποίος, όταν ξέσπασε ο άγριος πόλεμος ανάμεσα σε δυο φατρίες της μαφία αποφάσισε να εγκαταλείψει την πλούσια και άνετη ζωή του στο Παλέρμο για να κρυφτεί, μαζί με τη γυναίκα του και μερικά από τα παιδιά του, στη Βραζιλία, εκδίδεται από τις βραζιλιανές αρχές για να σταλεί στην Ιταλία, όπου αποφασίζει να συνεργαστεί με τον δικαστή Φαλκόνε και ν’ αποκαλύψει τη λειτουργία της Κόζα Νόστρα και το ρόλο των μελών της στη δίκη που ακολούθησε.

Από τις πιο εντυπωσιακές δίκες, η δίκη αυτή καλύπτει και το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, με τον Μπελόκιο να αναπαριστά την όλη παράλογη ατμόσφαιρα του δικαστηρίου, με τον Μπουσιέτα να καταθέτει προστατευμένος μέσα σε γυάλινο «κλουβί», με τους κατηγορούμενους μαφιόζους, πίσω από ένα είδος αποκλεισμένων κλουβιών, να φωνάζουν, να βρίζουν και να ψεύδονται καθημερινά, για να φτάσουμε στη σκηνή της αναγγελίας της καταδίκης του καθενός ξεχωριστά, που ο Μπελόκιο επενδύει, με τρόπο ιδιοφυή, με μουσική από όπερα του Βέρντι.

Μπορεί ο Κόπολα και ο Σκορσέζε να μας έδωσαν μια, σε επικό επίπεδο, εικόνα της δράσης της μαφίας, ο Μπελόκιο όμως διεισδύει σε βάθος, με ερευνητική ματιά και πάντα με έμπνευση, για να καταγράψει την αληθινή, άγνωστη για πολλούς εικόνα της αληθινής μαφίας, που αν με το όνομα Κόζα Νόστρα έχει εξαφανιστεί, δυστυχώς η μαφία εξακολουθεί να υπάρχει, όπως μου ανάφερε ο Μπελόκιο, στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη που μου έδωσε στο φεστιβάλ των Κανών, όπου προβλήθηκε η ταινία.

*** Άλυτη

Ελλάδα, 2019. Σκηνοθεσία: Μίνως Νικολακάκης. Σενάριο: John de Hollan, Μίνως Νικολακάκης. Ηθοποιοί: Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη, Κώστας Λάσκος, Μάνος Βακούσης. 89´

Από τη λαϊκή παράδοση και τα έθιμα της ελληνικής επαρχίας αλλά και τα έργα του Έντγκαρ Άλαν Πόε αντλεί ο Μινως Νικολακάκης για την ταινία του «Άλυτη», γύρω από ένα γιατρό που, έχοντας μετακομίσει σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό για να κάνει το αγροτικό του, γνωρίζεται με μια παράξενη, ευπαθή (από μυστηριώδη δερματική πάθηση) κοπέλα που ζει απομονωμένη από τους αφιλόξενους, δεισιδαίμονες συγχωριανούς της.

Ο γιατρός κινείται σε ένα χώρο μαγικό, σε ένα δάσος με καλά κρυμμένα μυστικά, με κυρίαρχο στοιχείο τη φύση, αλλά και τη μεταφυσική, χώρο όπου εκτυλίσσεται και το μεγαλύτερο τμήμα της πλοκής, με τον σκηνοθέτη τα αναμιγνύει, αν και όχι πάντα το ίδιο πετυχημένα, την πραγματικότητα με τη φαντασία για να δημιουργήσει ένα μαγικό ρεαλισμό. Πάντως η ταινία έχει και ρυθμό και υποβλητική ατμόσφαιρα (με τα ωραία τοπία της Αρκαδίας να κυριαρχούν στην πολύ καλή φωτογραφία του Θεόδωρου Μιχόπουλου) και μας αποκαλύπτει ένα σκηνοθέτη που αγαπά ιδιαίτερα τον κινηματογράφο της φαντασίας.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

**** Πρόσωπο με πρόσωπο

Face to Face. Σουηδία, 1976. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Ηθοποιοί: Λιβ Ούλμαν, Έρλαντ Γιόζεφσον, Γκούναρ Μπγιόρνστραντ. 114´

Η μοναξιά και ο φόβος του θανάτου είναι ανάμεσα στα υπαρξιακά εκείνα άγχη που χαρακτηρίζουν το μεγαλύτερο μέρος των έργων του μεγάλου Σουηδού δημιουργού. Στο «Πρόσωπο με πρόσωπο», ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν φέρνει την πρωταγωνίστρια του, τη ψυχολόγο που ερμηνεύει η Λιβ Ούλμαν (σ’ έναν πρέπει να τονίσω από τους πιο δυνατούς, συγκλονιστικούς ρόλους της), μια καλά οργανωμένη, λογική γυναίκα, αντιμέτωπη ξαφνικά με αυτά τα τα δυο στοιχεία, που οδηγούν σε κρίση πανικού και σε απόπειρα αυτοκτονίας, σε μια ταινία όπου η πραγματικότητα μπερδεύεται συνεχώς με τη φαντασία.

Σε μια χρονιά (1976) που ο Σουηδός σκηνοθέτης είχε συλληφθεί για φοροδιαφυγή (αν και αργότερα θα απαλλαγεί), γεγονός που προκάλεσε στον ίδιο ψυχολογική διαταραχή, το θέμα της ψυχολόγου που αντιμετωπίζει τη δίκη της κρίση δεν μπορούσε παρά να εκφράζει, έστω και έμμεσα, φόβους και υπαρξιακά άγχη του ίδιου του Μπέργκμαν. Μόνο που ο Μπέργκμαν καταφέρνει να τα μεταφέρει, με έμπνευση και εκπληκτική μαεστρία στο σελιλόιντ, αφήνοντας την Ούλμαν να τα αντιμετωπίσει τις αμφιβολίες, τους φόβους και τις φαντασιώσεις της με μια δύναμη και ένα πάθος που σε συγκλονίζουν.

https://www.youtube.com/watch?v=szwaOTJ6TZo&feature=youtu.be

** 1/2 – Μια σφαίρα στην καρδιά

Une balle au coeur. Γαλλία/Ελλάδα, 1966. Σκηνοθεσία: Ζαν-Ντανιέλ Πολέ. Σενάριο: Ζαν-Ντανιέλ Πολέ, Πιέρ Καστ. Ηθοποιοί: Σάμι Φρέι, Τζένη Καρέζη, Φρανσουάζ Αρντί, Σπύρος Φωκάς, Βασίλης Διαμαντόπουλος. 81´

Ύστερα από 54 χρόνια ξανά προβάλλεται η «χαμένη ταινία της Τζένης Καρέζη», δίνοντας μας την ευκαιρία να απολαύσουμε τη δουλειά του φιλέλληνα Γάλλου σκηνοθέτη Ζαν-Ντανιέλ Πολέ και ο οποίος πιο πριν είχε σκηνοθετήσει, και πάλι στην Ελλάδα, δυο μικρή μήκους ντοκιμαντέρ («Μεσόγειος» και «Βάσσες»), ενώ αργοτερα στη Γαλλία, ταινίες όπως «Ο ακροβάτης» και «Οι απέναντι».

Το «Μια σφαίρα στην καρδιά» είναι μια γκανγκστερική περιπέτεια, επηρεασμένη σίγουρα από τις απόψεις και τις ταινίες των άλλων Γάλλων συναδέλφων του της τους εποχής, δηλαδή της νουβέλ βαγκ. Το σενάριο στρέφεται γύρω από την ιστορία του Φραντσέσκο (Σάμι Φρέι), ενός νεαρού, ξεπερασμένου Σικελού αριστοκράτη, αποφασισμένου να πάρει πίσω το τεράστιο αρχοντικό του από τον μαφιόζο Τασάρα (Βασίλη Διαμαντόπουλο) που την έχει με κόλπο υπεξαιρέσει. Θα φτάσει στην Ελλάδα αναζητώντας τον μάρτυρα που μπορεί να τον βοηθήσει για να ξεσκεπάσει τον Τασάρα, θα γίνει στόχος των πληρωμένων δολοφόνων του μαφιόζου, και θα γλιτώσει χάρη στη βοήθεια μιας τραγουδίστριας της Τρούμπας (Τζένη Καρέζη).

Ο Πολέ χρησιμοποιεί τη γκανγκστερική περιπέτεια για να ανατρέψει το είδος, όπως έκαναν ο Γκοντάρ και ο Τριφό (σε μια στιγμή μάλιστα, όταν η Τζένη Καρέζη ζητάει από τον Φραντσέσκο να βρει δουλειά ως πιανίστας στο νυχτερινό κέντρο όπου αυτή τραγουδάει, εκείνος τη ρωτάει, «δηλαδή, πυροβολείστε τον πιανίστα»; υπονοώντας την ταινία του Τριφό).

Υπάρχουν κάποιες αδυναμίες στο σενάριο και στους διαλόγους, ο Πολέ όμως αποζημιώνει τις οποίες αδυναμίες με το στιλ του, ένα πρέπει να πω, ποιητικό στιλ, που ξεχωρίζει σε πολλές από τις σκηνές του, όπως εκείνες με τον Φραντσέσκο να μπλέκεται με μια ομάδα Καθολικών παπάδων που επισκέπτονται τις ελληνικές αρχαιότητες (ευκαιρία για ωραία γυρίσματα στους Δελφούς και την Επίδαυρο), ή εκείνες του κυνηγητού της Αρντί μέσα από τα στενά σοκάκια ενός νησιού, η εκείνες με το κυνηγητό της Αρντί και του Φρέι μέσα από κάμπους με παπαρούνες – τοπία και χώροι έξοχα φωτογραφημένοι και που χρησιμοποιούνται δραματουργικά (συχνά σε αντίστιξη) στην εξέλιξη της πλοκής. Στα συν της ταινία η υποβλητική συχνά μουσική του Μίκης Θεοδωράκη, με μερικά πολύ ωραία τραγούδια που τραγουδά η Καρέζη.