Δύο εξαιρετικές προσωπικότητες που συνέβαλαν o ένας στην έρευνα του Αιγαιακού Πολιτισμού και ο άλλος στη μελέτη της Κλασικής αρχαιότητας  τίμησε η Ακαδημία Αθηνών εκλέγοντάς τους ως αντεπιστέλλοντα μέλη της.

Πρόκειται για τον  Αμερικανό Malcolm Hewitt Wiener ( 1935) , απόφοιτο  του Πανεπιστημίου του Harvard στὶς κλασικὲς σπουδὲς και στα νομικά , μελετητή της Αιγαιακής προϊστορίας, ιδρυτή του Ινστιτούτου Αιγαιακής Προϊστορίας (ΙΝSTAP) και του Εργαστηρίου Wiener στην Αμερικάνικη Σχολή Κλασικών Σπουδών της Αθήνας και για τον Γερμανό αρχαιολόγο Klaus Fittschen (1936), ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου του Göttingen, που σφράγισε με το έργο του  τα τελευταία πενήντα χρόνια την έρευνα της Κλασικής Aρχαιολογίας.

O Wenner ασχολήθηκε με  προβλήματα  απόλυτης χρονολόγησης του Αιγαίου κατά τη 2η χιλιετία π.Χ.. Χρησιμοποίησε τα αποτελέσματα των φυσικών επιστημών (ραδιοχρονολογήσεις, δενδροχρονολογήσεις, αστρονομικές παρατηρήσεις) σε συνδυασμό με τη μελέτη της ανασκαφικής στρωματογραφίας των διάφορων αιγαιακών θέσεων.

Εχει γράψει επίσης  άρθρα για το φαινόμενο  του εκμινωισμού της μυκηναϊκής Ελλάδας για την επίδραση των κλιματολογικών αλλαγών αλλά και της δυναμικής του ανθρώπινου παράγοντα στην κατάρρευση των πολιτισμών.

Στήριξε οικονομικά την έρευνα της αιγαιακής προϊστορίας ιδρύοντας  ερευνητικά ιδρύματα όπως το Iνστιτούτο Aιγαιακής Προϊστορίας (INSTAP) στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ το 1982 και παράρτημα του στην Παχειά Άμμο (κοντά στη μινωική πόλη των Γουρνιών) στον κόλπο του Μιραμπέλλου στην ανατολική Kρήτη το 1997. Το 1992 ίδρυσε επίσης το εργαστήριο Wiener, το οποίο στεγάζεται στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα και ασχολείται με την εφαρμογή σύγχρονων επιστημονικών τεχνικών στη μελέτη αρχαιολογικών ευρημάτων (κεραμικής, ανθρώπινων και ζωϊκών σκελετικών καταλοίπων, καταλοίπων παλαιοπεριβάλλοντος) από την Ελλάδα και τον ευρύτερο Μεσογειακό χώρο. Μέσω αυτών των ιδρυμάτων χρηματοδότησε πλήθος ανασκαφών και ερευνητικών προγραμμάτων σχετικών με την προϊστορία του Aιγαίου, τις οποίες ως επί το πλείστον παρακολουθεί και προσωπικά. Mεταξύ αυτών είναι και μεγάλες καὶ διάσημες ανασκαφές  όπως στο Aκρωτήρι της Σαντορίνης, των  Μυκηνών, του Τσέπι Μαραθώνος. Κυρίως όμως ἐνισχύει, εδώ και πολλά χρόνια όλες τις μελέτες και ανασκαφές που αφορούν την προϊστορική αρχαιολογία στην Ελλάδα συμβάλλοντας αποφασιστικώς στην πρόοδο της έρευνας, σε μια εποχή πολύ δυσμενή για τα ανθρωπιστικά πράγματα.

Για την προσφορά του έχει τιμηθεί με το παράσημο του Xρυσού Σταυρού του Tάγματος της Tιμής από την Ελληνική Δημοκρατία και τον τίτλο του επιτίμου διδάκτορος από επτά Πανεπιστήμια στα οποία συγκαταλέγεται και το Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ο Klaus Fittschen, σπούδασε στο Tübingen και συμπλήρωσε τις σπουδές του στα Πανεπιστήμια της Ρώμης και της Αθήνας.  Το 1964 ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή  με τίτλο Untersuchungen zum Beginn der Sagendarstellungen bei den Griechen, η οποία δημοσιεύτηκε σε επεξεργασμένη μορφή το 1969. Η μονογραφία αυτή αποτέλεσε και αποτελεί ακόμη και σήμερα ένα σημαντικό εργαλείο για τους μελετητές της πρώιμης μυθολογικής εικονογραφίας.

Η μελέτη που  συνέγραψε για την υφηγεσία του στο Πανεπιστήμιο του Bocchum  όπου υπήρξε καθηγητής μέχρι την συνταξιοδότησή του, αφορούσε τη ρωμαϊκή αρχαιολογία: Untersuchungen zur Chronologie und Stilgeschichte der stadtrömischen Plastik des 3. Jhs. n. Chr. Η εργασία  αυτή σηματοδοτεί την ουσιαστική στροφή του  προς τη μελέτη της αρχαιολογίας των ρωμαϊκών χρόνων χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εγκατέλειψε τα ενδιαφέροντά του για τις παλιότερες περιόδους της αρχαιότητας και ιδιαίτερα την ελληνιστική εποχή.

Tο 1989 εξελέγη  Διευθυντής του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών.  Από αυτή τη θέση  συνταξιοδοτήθηκε το 2001, ενώ στη συνέχεια δίδαξε στο Göttingen επί σειρά ετών ως Honorarprofessor.  Εχει δημοσιεύσει 12 μονογραφίες, εκ των οποίων δύο αναφέρονται σε θέματα αρχαιολογίας των κλασικών χρόνων και   οι υπόλοιπες σε θέματα της ρωμαϊκής περιόδου.

Κατά το μεγαλύτερο μέρος των άρθρων του αναφέρονται στη γλυπτική και την εικονογραφία όλων των περιόδων, αλλά ιδιαίτερα της ρωμαϊκής. Η μελέτη των μαρμάρινων ανάγλυφων σαρκοφάγων, της ζωγραφικής, των  λεγόμενων ιστορικών αναγλύφων και κυρίως των πορτρέτων, απορρόφησε το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς του. Κατά την παραμονή του στην Ελλάδα ενδιαφέρθηκε παράλληλα για ζητήματα προστασίας των αρχαιοτήτων και του περιβάλλοντος και ανέλαβε  έρευνες στον Ορχομενό της Βοιωτίας.

Οι επιστημονικοί κατάλογοι αρχαιολογικών συλλογών, κυρίως γλυπτών, που δημοσίευσε ο κ. Klaus Fittschen, μόνος ή με άλλους μελετητές, καθιέρωσαν μια συγκεκριμένη προσέγγιση των έργων με πλήρη τεκμηρίωση και ανάλυση των τεχνικών, στιλιστικών και εικονογραφικών στοιχείων. Ορισμένοι από αυτούς, και ιδιαίτερα οι κατάλογοι των συλλογών των ρωμαϊκών πορτρέτων του Μουσείου Καπιτωλίου της Ρώμης (1983– 2014), από κοινού με τον Ρ. Zanker, αποτελούν σήμερα ακρογωνιαίο λίθο στην έρευνα του ρωμαϊκού πορτρέτου. Το πολύτομο αυτό έργο (τέσσερις δίτομοι κατάλογοι) είναι το κατεξοχήν έργο αναφοράς για οποιονδήποτε ασχολείται σήμερα με το ρωμαϊκό πορτρέτο.