Του Δημοσθένη Δ. Δημόπουλου*

Το πραξικόπημα που επιχειρήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα της Τουρκίας στις 15 Ιουλίου 2015 είχε κατασταλεί πριν ακόμα ξημερώσει η επόμενη μέρα. Μπορεί η απόπειρα του πραξικοπήματος να αιφνιδίασε πολλούς σαν γεγονός, από εκεί και πέρα όμως ήταν κάτι το οποίο δεν ξένισε τους μελετητές και γνώστες της ιστορίας και του πολιτικού συστήματος της Τουρκίας.

Αρχικά είναι σκόπιμο να αναφέρουμε πως τα πραξικοπήματα στην Τουρκία και γενικότερα ο ισχυρός ρόλος του στρατού στην πολιτική ζωή της χώρας δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο. Από τον Μάιο του 1960, όπου έλαβε χώρα το πρώτο πραξικόπημα στην ιστορία της Τουρκικής Δημοκρατίας, άλλες τρεις φορές ο στρατός έχει επιφέρει ριζικές αλλαγές στα πολιτικά δρώμενα τις χώρας είτε με τη διενέργεια πραξικοπήματος είτε με την απειλή ενός.


Το Σύνταγμα του 1982 προβλέπει πως ο στρατός πρέπει να λειτουργεί ως φύλακας του κοσμικού, ενωτικού και δημοκρατικού χαρακτήρα του κράτους. Με βάση αυτό ο στρατός, όσες φορές έχει επιχειρηθεί να δοθεί ένα πιο θρησκευτικό-ισλαμικό πρόσημο στο χαρακτήρα του κράτους, έχει αντιδράσει.

Η εμφανής προσπάθεια του Ερντογάν όλα αυτά τα χρόνια να περιορίσει τον κοσμικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους, να ενισχύσει το ρόλο της θρησκείας, αλλά και οι επιλογές του σε διεθνές επίπεδο (βλ. επιδείνωση σχέσεων με Ισραήλ, Αίγυπτο, Ρωσία, Ε.Ε. και η υποστήριξη του Ισλαμικού Κράτους) δημιούργησαν ένα κλίμα έντονης δυσαρέσκειας στις τάξεις του στρατού και στα τμήματα του πληθυσμού που επιθυμούν τη διατήρηση και ενίσχυση του κοσμικού χαρακτήρα της Τουρκικής Δημοκρατίας.

 

Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό και με την επικείμενη συνταγματική μεταρρύθμιση, που θα ενισχύσει δραστικά το θεσμό του προέδρου και θα περιορίσει την ισχύ τον άλλων θεσμών, οδήγησαν στην πρόσφατη πραξικοπηματική απόπειρα.

 

Παρά το γεγονός ότι οι πληροφορίες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας είναι συγκεχυμένες, και πλέον ελεγχόμενες από την κυβέρνηση Ερντογάν, είναι δυνατό με ασφάλεια να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα για τους λόγους που το πέμπτο πραξικόπημα στην ιστορία της Τουρκικής Δημοκρατίας απέτυχε.

 

Οι κύριοι λόγοι της αποτυχίας αυτής είναι πέντε:

Πρώτος, και ίσως σημαντικότερος, λόγος για την αποτυχία είναι το μικρό μέγεθος της ομάδας των πραξικοπηματιών. Ο περιορισμένος αριθμός δυνάμεων λειτούργησε καταλυτικά από την άποψη πως δεν υπήρχε το ανθρώπινο δυναμικό για να εκτελέσει τις απαιτούμενες ενέργειες για την επιτυχία του πραξικοπήματος στις δύο μεγαλύτερες πόλεις της Τουρκίας, πόσω μάλλον και σε ολόκληρη την επικράτεια.

 

Δεύτερος λόγος είναι η αποτυχία των πραξικοπηματιών να αιχμαλωτίσουν ή και να εξουδετερώσουν την ηγεσία του καθεστώτος, κάτι που είναι από τους πρώτους και κυριότερους στόχους κάθε τέτοιας ενέργειας. Έκπληξη προκαλεί η πληροφορία ότι το αεροσκάφος του Ερντογάν παρενοχλήθηκε από μαχητικά F-16 που ήλεγχαν οι πραξικοπηματίες, αλλά δεν το κατέρριψαν όταν δεν κατάφεραν να το αναγκάσουν να προσγειωθεί για να τον αιχμαλωτίσουν. Στρατηγικά και οι δύο ενέργειες θα επέφεραν το ίδιο αποτέλεσμα.

 

prjikophma

Τρίτος λόγος είναι η αδυναμία να ελεγχθούν πλήρως τα μέσα ενημέρωσης, οι τηλεπικοινωνίες και το Διαδίκτυο. Το καθεστώς Ερντογάν χρησιμοποίησε τους ιδιωτικούς σταθμούς τηλεόρασης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (που τόσο πολύ είχε πολεμήσει κατά το παρελθόν) για να βγάλει το λαό στο δρόμο.

Τέταρτος λόγος είναι η επιλογή της ώρας της οποίας ξέσπασε το πραξικόπημα. Αντί να εκδηλωθεί το πραξικόπημα αργά το βράδυ μερικές ώρες μετά τα μεσάνυχτα, όπου ο κόσμος θα κοιμόταν και δεν θα μπορούσε να κινητοποιηθεί, η αστυνομία και οι άλλες υπηρεσίες ασφαλείας θα υπολειτουργούσαν, αυτοί επιλέγουν να βγάλουν τα τανκς στους δρόμους αργά το απόγευμα.

Και τέλος, ο πέμπτος λόγος αποτυχίας του πραξικοπήματος είναι η απροθυμία των πραξικοπηματιών να επιτεθούν μαζικά κατά του πλήθους που βγήκε για να τους εκδιώξει. Από ανθρωπιστικής απόψεως ευτυχώς που κάτι τέτοιο δεν συνέβη, γιατί τώρα θα θρηνούσαμε χιλιάδες νεκρούς.

 

Είναι εμφανές πως τόσο η αδυναμία τους να επιτύχουν στόχους-κλειδιά για κάθε πραξικοπηματική ενέργεια και η απροθυμία τους να φτάσουν στα άκρα, θα τους στοιχίσει πολύ ακριβά, καθώς έπαιξαν το παιχνίδι της εξουσίας και έχασαν, όπως πολύ παραστατικά έχει γράψει ο συγγραφέας Τζορτζ Ρ.Ρ. Μάρτιν: «Όταν παίζεις το παιχνίδι της εξουσίας, είτε κερδίζεις είτε πεθαίνεις».

 

Αυτό φαίνεται να το γνωρίζει πολύ καλά ο πρόεδρος Ερντογάν και φρόντισε να το δηλώσει από πολύ νωρίς. Από την πρώτη στιγμή τόσο ο Ερντογάν όσο και τα άλλα προεξέχοντα μέλη της κυβέρνησής του δήλωσαν ότι οι πραξικοπηματίες θα πληρώσουν πολύ ακριβά (επαναφορά της θανατικής ποινής) για αυτήν την προδοσία.

 

Ήδη από την επόμενη μέρα του πραξικοπήματος έχουν αρχίσει μαζικές εκκαθαρίσεις στις τάξεις του στρατού, της αστυνομίας, των δικαστικών, αλλά και στη δημόσια διοίκηση με πάνω από 20.000 άτομα να έχουν συλληφθεί ή να έχουν τεθεί σε διαθεσιμότητα. Είναι βέβαιο ότι ο Ερντογάν θα προσπαθήσει να μιμηθεί τις αντίστοιχες εκκαθαρίσεις που είχε κάνει και ο Κεμάλ Ατατούρκ το 1927, ο οποίος εξουδετέρωσε το σύνολο των πολιτικών του αντιπάλων μετά από παρόμοια συνωμοσία εις βάρος του.

 

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Ερντογάν βγαίνει θεαματικά ισχυροποιημένος στο εσωτερικό από αυτή την κρίση (το για πόσο θα διαρκέσει αυτό μένει να το δούμε), αλλά η Τουρκία περιέρχεται σε μια φάση διχασμού, εσωστρέφειας, αποδυνάμωσης, αλλά και πιθανής σύγκρουσης με τους μέχρι τώρα συμμάχους της.

 

Η επικείμενη επαναφορά της θανατικής ποινής, η απαίτηση έκδοσης του Γκιουλέν από τις ΗΠΑ, καθώς και οι κατηγορίες ότι αυτές βρίσκονταν πίσω από το πραξικόπημα, ενδέχεται να θέσουν υπό αμφισβήτηση την προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. (κάτι για το οποίο ο υποφαινόμενος δεν είναι πεπεισμένος πως ενδιαφέρει πραγματικά την τουρκική ηγεσία), αλλά και τη θέση της εντός της Ατλαντικής Συμμαχίας.

 

* Διεθνολόγος, συντονιστής της Ερευνητικής Ομάδας Εξωτερικής Πολιτικής, Άμυνας και Ασφάλειας του Κέντρου Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου.