Της Ευάννας Βενάρδου

Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ηθοποιούς της γενιάς του, ο Θέμης Πάνου, συνεχίζει να αποδεικνύει τη μεγάλη γκάμα του (και) στο σινεμά: από τον αιμομίκτη πατέρα-τέρας του «Μiss Violence», την ταινία του Αλέξανδρου Αβρανά που του χάρισε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, στο ρόλο ενός γλυκύτατου φωτογράφου παλαιάς κοπής, έναν ρόλο για τον οποίο κέρδισε τις εντυπώσεις στο «Νοτιά» του Τάσου Μπουλμέτη (στα σινεμά)…

Αφορμή, για μια ενδιαφέρουσα κουβέντα με τον ηθοποιό που εδώ φανερώνει την πιο πολιτική αλλά και στοχαστική του πλευρά και τις ευαίσθητες κεραίες του σε όσα συμβαίνουν σήμερα…

Πώς θα περιγράφατε τον ρόλο σας στο «Νοτιά»;

«Ο Τάσος Μπουλμέτης μού έκανε ένα εξαιρετικό δώρο με το «Νοτιά». Έγραψε έναν υπέροχο ρόλο και νομίζω ότι τον σκηνοθέτησε υποδειγματικά. Ένας Κωνσταντινουπολίτης φωτογράφος, ο Σωτήρης΄, γίνεται ο μέντορας του νεαρού Σταύρου. Του μαθαίνει τη χρήη των φακών μιας φωτογραφικής μηχανής, την ιδιαίτερη λειτουργία του ευρυγώνιου και του τηλεφακού και του αποκαλύπτει μια δική του βαθιά κρυμμένη απώλεια. Συγχρόνως ο Σταύρος του επισημαίνει την πραγματική σχέση που έχει ο Σωτήρης με αυτή την απώλεια. Έχει βολευτεί και ζει παρέα με αυτό το πένθος σαν να είναι κάτι φυσιολογικό. Ο Σωτήρης θα του ανοίξει ένα δρόμο για να πορευτεί, αλλά ο Σταύρος θα αποφασίσει να τραβήξει τη δική του πορεία. Μου άρεσε πάρα πολύ ο ρόλος και νομίζω δεν το έκρυψα».

Φιλμ εναντίον πίξελς. Ο «Νοτιάς» διακατέχεται από μια απίστευτη νοσταλγία για το σελιλόιντ. Εσείς έχετε τέτοιες μνήμες από οικογενειακές φωτογραφήσεις; Ταυτίζεστε με κάποιον από τους ήρωες της ταινίας;

«Ο πατέρας μου είχε αγοράσει από την εμπορική έκθεση της Σμύρνης, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, μια φωτογραφική μηχανή, με την οποία είχε τραβήξει εκατοντάδες στιγμές της παιδικής μου ηλικίας στην Πόλη. Ευτυχώς. Ξαναβλέπω κατά καιρούς τις φωτογραφίες αυτές και προσπαθώ να συνθέσω την ιστορία της παιδικής μου ζωής. Χωρίς να το καταλάβω λοιπόν, καθώς υποδυόμουν το ρόλο του Πολίτη φωτογράφου, έφερνα στην επιφάνεια ασυνείδητες εγγραφές της πατρικής εικόνας μέσα μου. Ο Σωτήρης ίσως φέρει κάτι από την συμπεριφορά του πατέρα μου, το βλέμμα, τον τόνο της φωνής, τον τρόπο που κινείται».

 

4 θεμης

Σας λείπει η Ελλάδα που περιγράφει ο Μπουλμέτης; Κι αν ναι, ποιες ακριβώς πτυχές της;

«Ήταν μια εποχή όπου ολόκληρη η κοινωνία, ή ένα πολύ μεγάλο μέρος της, εξιδανίκευε πρόσωπα και καταστάσεις και είχε πολύ υψηλές προσδοκίες για πράγματα τα οποία κάθε άλλο παρά μπορούσε να ελέγξει και να καθορίσει. Υπ’ αυτήν την έννοια των ψευδαισθήσεων καθόλου δεν μου λείπει η περίοδος εκείνη. Ωστόσο υπήρχε μια έντονη πολιτικοποίηση, διεκδικητικότητα, ιδεολογική ζύμωση και αντιπαράθεση, οργάνωση και κινηματική αντίληψη -πράγματα που τόσο πολύ έχουμε ανάγκη σήμερα και τα οποία δυστυχώς συστηματικά και εκ προθέσεως απαξιώθηκαν».

Θεωρείτε πως η (κουτο)πονηριά του Έλληνα (που με αγάπη στηλιτεύει ο Τάσος Μπουλμέτης) είναι από τα ελαττώματα του λαού μας που συνετέλεσαν στην κατάσταση που βιώνουμε σήμερα;

«Είναι μια μάλλον επικίνδυνη άποψη πολιτικά γιατί συσκοτίζει τις πραγματικές αιτίες των φαινομένων κρίσης που δεν είναι ούτε μοναδικές ούτε και ανεξήγητες… Εάν ίσχυε κάτι τέτοιο θα έπρεπε να πιστέψουμε πως υπεύθυνοι είναι κατ΄ αναλογίαν με τη συμπεριφορά τους οι λαοί της Αργεντινής, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και άλλοι που οι οικονομίες τους βρίσκονται σε διαρκή κρίση. Αν η κουτοπονηριά ενός λαού μπορούσε να προκαλέσει τη φούσκα του χρηματοπιστωτικού τομέα τότε δεν θα είχαμε παρά να αλλάξουμε το λαό, όπως έλεγε ο Μπρεχτ. Βιώνουμε μια από τις επαναλαμβανόμενες ενδοκαπιταλιστικές κρίσεις οι οποίες συνήθως ολοκληρώνουν τον κύκλο τους με νέο μοίρασμα των αγορών, που πραγματοποιείται με ένοπλες συγκρούσεις, όπου ο λαός είναι αυτός που θα υποστεί τις συνέπειες».

Αλήθεια, πώς είναι να είσαι ηθοποιός στην Ελλάδα της κρίσης; Εσείς πώς τη βιώνετε;

«Βιοπορίζομαι από το θέατρο. Δηλαδή αμείβομαι για την εργασία μου, ακόμα. Δεν είναι αυτονόητο. Ωστόσο το θέατρο “απο-επαγγελματικοποιείται”, αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε έναν τέτοιο όρο. Δηλαδή το επάγγελμα του ηθοποιού αποκτά διαρκώς όλο και πιο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά ταξικότητας. Στο επάγγελμα, εκτός από όσους δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, γιατί ζουν από αυτό, θα μένουν όσοι μπορούν να κάνουν κι αλλιώς, δηλαδή όσοι δεν θα βιοπορίζονται αποκλειστικά από το επάγγελμα του ηθοποιού. Το φαινόμενο μας πάει πολλά χρόνια πίσω και μακροπρόθεσμα οι συνέπειες θα είναι πολλαπλές και όχι αποκλειστικά οικονομικές, αλλά και αισθητικές επηρεάζοντας όλους τους τομείς του θεάτρου».

Σε τι βαθμό βοήθησε την καριέρα σας η μεγάλη διεθνής διάκριση που λάβατε στη Μόστρα για το «Miss Violence» του Αβρανά; Είχατε προτάσεις από το εξωτερικό, ή περισσότερες προτάσεις στην Ελλάδα; Ανέβηκε το κασέ σας; Τελικά πώς «εξαργυρώνεται» στην πράξη για έναν ηθοποιό ένας βραβείο στο Φεστιβάλ Βενετίας;

 

2 θεμης

«Δεν ξέρω εάν ειδικά για τους ηθοποιούς, τα βραβεία εξαργυρώνουν τίποτε περισσότερο από μια επαγγελματική εξασφάλιση για ένα διάστημα. Μια μεγαλύτερη συχνότητα προτάσεων συνεργασίας. Και μιλάω φυσικά για τη δική μας πολύ μικρή θεατρική αγορά, η οποία συνήθως αμηχανεί με τέτοια γεγονότα. Σίγουρα η οικονομική διαπραγμάτευση είναι πιο εύκολη και η επαγγελματική αναγνώριση πιο έκδηλη και πιο σταθερή.
Αυτό από μόνο του απελευθερώνει αρκετό χώρο και χρόνο, απαλλάσσοντας τον ηθοποιό από το άγχος της αναγνώρισης, που στην πράξη δεν σημαίνει παρά μικρότερη επαγγελματική ανασφάλεια. Μικρότερη, όχι καθόλου… Οπωσδήποτε την καλλιτεχνική ανασφάλεια δεν την ελαττώνει στο ελάχιστο, για να μην πω την αυξάνει. Ωστόσο για μένα δεν έχει αλλάξει ο τρόπος που δούλευα και πριν από τη διάκριση, ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι την υποκριτική τέχνη. Συνεχίζω στην ίδια πορεία, εκεί όπου ήρθε και με συνάντησε το βραβείο. Είναι κάτι μοναδικό, είναι εξαιρετικό, αλλά δεν με κάνει αυτόματα και καλύτερο ηθοποιό και για μένα αυτό είναι το ζητούμενο».

Ο ρόλος του αιμομίκτη παιδεραστή σάς φόβισε ποτέ; Επηρέασε τον τρόπο που σας αντιμετωπίζουν;

«Κάθε ακραίος ρόλος είναι πρόκληση κατά τη γνώμη μου για τον ηθοποιό. Χρειάζεται να παραμερίσει την παθολογία και να αναζητήσει άλλες αιτιολογίες, πιο ανθρώπινες και πιο σύνθετες. Η εργασία του ηθοποιού συνίσταται στο να αντιλαμβάνεται και να εκφράζει τις πιο σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης. Όσο πιο ειλικρινής είναι στην έκφρασή του τόσο πιο “κανονικός” γίνεται ακόμα και όντας ακραία απάνθρωπος. Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι βαθιά και σκοτεινή. Όταν λοιπόν ο ηθοποιός κατορθώνει να πει ότι ο άνθρωπος είναι ακόμα και “αυτό”, τότε δεν τίθεται θέμα συμπάθειας ή αντιπάθειας. Εδώ, ο τρόπος είναι καθοριστικός. Η αυθεντικότητα είναι εκ των ων ουκ άνευ και αυτό βρίσκεται μέσα στον ηθοποιό, όχι έξω. Όχι στο κάμωμα. Το κάμωμα, το δήθεν, είναι αντιπαθητικό».

Είστε από τους ηθοποιούς που γίνατε (ευρέως) γνωστός σε κάπως πιο ώριμη ηλικία. Πώς νιώθετε γι΄ αυτό; Η αλήθεια είναι πως οι γυναίκες είναι λίγο πιο αδικημένες. Δεν βρίσκουν πολλούς σπουδαίους ρόλους μετά τα 45-50 -αναφέρομαι βέβαια κυρίως στο σινεμά.

 

5 θ

«Αυτό που μου αρέσει στα 56 μου, μετά από 33 χρόνια στο θέατρο, είναι η απίστευτη γοητεία της υποκριτικής τέχνης, την οποία δεν είχα αντιληφθεί ή εν πάση περιπτώσει μου διέφευγε. Το πόσο πολύ μοιάζει στην ομορφιά της ύπαρξης. Αυτό, μπορεί να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, η αναγνωρισιμότητα αμφιβάλλω. Όσον αφορά τους ρόλους, τη σπουδαιότητα και τη στιγμή που μας προσφέρονται, νομίζω ότι δεν είναι ανεξάρτητοι από τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας μέσα στο θέατρο, δηλαδή μέσα στον κόσμο. Από το χώρο που πιστεύουμε ότι μας αναλογεί. Για λίγο μπορεί να μας τον καταπατούν, όχι για πάντα, αν είναι για πάντα, το επιτρέπουμε . Εξάλλου οι ρόλοι είναι αφορμές για να αρθρώσουμε τον προσωπικό μας λόγο, αν έχουμε. Για να μιλήσουμε, όχι για να φανούμε».

Μια από τις (πιο άγνωστες) δημιουργικές πτυχές σας είναι αυτή του συγγραφέα. Ετοιμάζετε κάτι νέο; Αλήθεια, έχετε σκεφτεί να γράψετε για το θέατρο ή το σινεμά ένα ρόλο για εσάς τον ίδιο;

«Διαρκώς υπάρχει κάτι που γράφω, αν και δημοσιεύω ελάχιστα… Είναι πολύ δελεαστικό για έναν ηθοποιό να γράψει ένα ρόλο για τον εαυτό του, αλλά καθόλου εύκολο. Είναι διαφορετικές λειτουργίες η υποκριτική και η συγγραφή. Ο ηθοποιός παίζει, ο συγγραφέας δημιουργεί τον κόσμο του παιχνιδιού, τα ίδια τα παιχνίδια και τους παίκτες».

Παλιότερα μου είχατε πει πως «η εξουσία μάς βιάζει. Είτε σωματικά είτε ψυχικά». Τα τελευταία 5 χρόνια αντιλαμβάνεστε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο την εξουσία; Αλλάζει ποτέ το πρόσωπο της εξουσίας;

«Η εξουσία χρησιμοποιεί προσωπεία όταν της είναι απαραίτητο. Σήμερα δεν έχει ανάγκη καμιά μάσκα. Οι οικονομικές συγκρούσεις σε παγκόσμιο επίπεδο γίνονται όλο και πιο έντονες, όλο και πιο σφοδρές -και δεν εννοώ τις κυβερνήσεις. Οι κατά τόπους κυβερνήσεις δεν είναι η πραγματική εξουσία, είναι φανερό πλέον ότι αποτελούν ένα προκάλυμμα. Όταν απειλούνται τα συμφέροντα της αληθινής εξουσίας, δεν διστάζει να επιτρέπει κρεματόρια ή θάλασσες σπαρμένα πτώματα, για να θυμηθούμε τον Αισχύλο».

Πού θα σας δούμε προσεχώς; Τι άλλο ετοιμάζετε;

«Στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου θα συνεχιστεί το «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι σε σκηνοθεσία Σ. Χατζάκη και μετάφραση Αλ. Παπαδιαμάντη, όπου παίζω το ρόλο του ανακριτή Πορφύρη και είμαι ευτυχής γι’ αυτό. Και παράλληλα συμμετέχω στις πρόβες του έργου “Οι Ξένοι” του Καταλανού Σ. Μπέλμπελ, σε μετάφραση Μαρίας Χατζηεμμανουήλ και σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, που θα ανέβει στο τέλος Μαρτίου στο Θέατρο Ρεξ. Επίσης θα συμμετάσχω στη νέα ταινία του Βασίλη Μαζωμένου. Από μεριάς μου θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για τη φιλοξενία».