Της Ματίνας Ρασσιά – Δρος Αρχιτεκτονικής του Κέιμπριτζ

Οποιος δεν έχει δει νεκροταφείο πλοίων, όποιος δεν έχει περπατήσει ανάμεσα σε ορθόστηθες σπασμένες καρίνες, όποιος δεν έχει αφουγκρατσεί το βουβό τοπίο παλιών κατακρεουργημένων καϊκιών με τις μισοξεφτισμένες μπογιές,  δεν μπορεί να καταλάβει  τον καραβομαραγκό που τριγυρνάει ανάμεσά τους μονολογώντας: «…κι όμως μένουν κάποιες μορφές, κι αυτές όμορφες είναι….γιατί μπορείς να χαϊδέψεις τις καμπύλες τους».

Η εικόνα αυτή απηχεί στην πρώτη Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ενωσης  της δεκαετίας του 1990 για την απόσυρση των αλιευτικών σκαφών έναντι αδράς αποζημίωσης στους ιδιοκτήτες τους. Τότε, κόβανε τα καϊκια στα τρία. Κι επειδή κάποιοι επιτήδειοι έπαιρναν τα χρήματα κι έπειτα επιχειρούσαν να τα ξανασυναρμολογήσουν και τα επαναχρησιμοποιούσαν ως αλειυτικά, τα τελευταία χρόνια περνάνε από πάνω τους μπολντόζες μέχρι να τα κάνουν σκόνη, και να καταστεί αδύνατη η επανάχρησή τους.

Ωστόσο, τα ξύλινα παραδοσιακά σκάφη αποτελούν  ένα κομμάτι της ναυτικής μας παράδοσης και της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. Κάθε ξύλινο παραδοσιακό σκάφος είναι μοναδικό, γιατί είναι έργο χειροποίητο. Οσα χρόνια και να περάσουν, όσες ταλαιπωρίες κι αν έχει υποστεί κάθε ψαροκάϊκο, ο καραβομαραγκός που το κατασκεύασε μπορεί να αναγνωρίσει επάνω στα φθαρμένα ξύλα του την προσωπική σφραγίδα της μαστοριάς του.

Η  καταστροφή τους που επιβλήθηκε με πρόσχημα την μείωση της υπεραλίευσης μικρών ψαριών της Μεσογείου, οδηγεί στην απαξίωση ενός κομματιού της ελληνικής πολιτιστικής μας κληρονομιάς και στην αλλοίωση της εικόνας των γραφικών μας λιμανιών με τις ξύλινες ψαρόβαρκες που αποτελούν σήμα κατατεθέν των ελληνικών νησιών και πόλο έλξης του τουρισμού μας.

Η Ευρωπαϊκή Ενωση με δύο διατάγματα και έναν κανονισμό (2014 / 2020) επέβαλε σε χώρες με διαφορετική παράδοση και οικονομία ένα μέτρο  που δεν έχει τις ίδιες επιπτώσεις. Ο ελληνικός αλιευτικός στόλος δεν έχει  ταυτότητα  για τους κυρίους που παίρνουν τις αποφάσεις στα γραφεία των Βρυξελλών. Τα ελληνικά σκαριά συνυπολογίζονται  στο άθροισμα όλων των σκαφών των κρατών-μελών της Ε.Ε. ακόμα και εκείνων που δεν έχουν θάλασσα.

Ανάμεσα σε όλα τα κράτη της Ευρώπης, η Ελλάδα διαθέτει το μεγαλύτερο στόλο (πάνω από 17.000 σκάφη), εκ των οποίων τα περισσότερα είναι καΐκια. Σύμφωνα με μαρτυρία υπαλλήλου  του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης  από το 1994 μέχρι σήμερα έχουν καταστρέψει  περί τα 4.000. Οι δε λόγοι που αναγράφονται κάθε φορά για να «σπάσει» ένα καϊκι δεν είναι ποτέ οι ίδιοι. Πολλά καϊκια καταστράφηκαν μπροστά στα μάτια των αλιέων αλλά και των καραβομαραγκών που τα «έχτισαν». «Εξολοθρεύεται ο νεώτερος ελληνικός πολιτισμός» μας είπε με πόνο ψυχής ένας από τους μάρτυρες αυτής της καταστροφής. «Και το κακό συνεχίζεται, δεν  θα αφήσουν ούτε λέπι απο την ξύλινη ναυτική πολιτιστική μας κληρονομιά».

 

Καταστροφή σκαριών, https://traditionalboats.gr/διασωση-σκαριων/

Ας μην ξεχνάμε ότι  τα ταπεινά ψαροκάϊκα έπαιξαν σημαίνοντα ρόλο στο Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, ιδίως κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής όταν πολιτικοί, στρατιωτικοί και αντιστασιακοί διέφυγαν με κάποιο από αυτά και με πρωτοκαπετάνισσα την ηρωίδα Αικατερίνη Λογοθέτη στη Μέση Ανατολή …

Κάθε φορά που το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης υπακούοντας στην ευρωπαϊκή οδηγία σπάει ένα ξύλινο σκάφος,  καταστρέφει  ένα μοναδικό κύτταρο ανάπτυξης της χώρας, ενώ θα μπορούσε να πρωτοστατήσει σε μία πανευρωπαική καμπάνια διάσωσης και επανάχρησής τους για διάφορες δουλειές. Να χρησιμεύσουν δηλαδή, ως σκάφη για καταδύσεις, σκάφη αναψυχής για τουριστικές βόλτες, ως μνημεία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, κλπ.

Δεν πρέπει να γίνουν οι βάρκες γλάστρες για λουλούδια. Η θέση τους είναι στη θάλασσα. Όχι μόνο γιατί αυτός είναι ο φυσικός προορισμός τους, αλλά και γιατί τα  ξύλινα σκάφη αναζωογωνούνται από το θαλασσινό νερό. Δεν επιβιώνουν δεμένα στη στεριά.  Στα καρνάγια του Πειραιά ακούς τους ανθρώπους να λένε ότι το ξύλινο σκάφος «πρέπει να το περπατήσεις, να το καλαφατίσεις, να το βάλεις στο θαλασσινό νερό, να το βγάλεις, να το  καλαφατίσεις πάλι, κι έπειτα είναι έτοιμο να δουλέψει».

Μην τα σπάτε λοιπόν. Χρειάστηκε πολύς κόπος για να μπουν στη δούλεψη του φτωχού ψαρά που έβγαινε ανοικτά αξημέρωτα για το μεροκάματο και την επιβίωση της οικογένειάς του. Κάποιος ρομαντικός καραβοραγκός λέει πως η τέχνη τους  δεν είναι μόνο για την επιβίωση. Είναι  μια δημιουργία. Χρειάζεται  υπομονή και γνώση μιας μακραίωνης παράδοσης  καθώς το σχέδιο της γάστρας έρχεται από την αρχαιότητα. Γι’ αυτό το λόγο το Υπουργείο Πολιτισμού, με την πρώτη οδηγία της Ε.Ε. για την απόσυρσή τους φρόντισε να γίνει μια πρώτη καταγραφή των παραδοσιακών καϊκιών και να κηρυχθούν διατηρητέα κάποια απο αυτά. Η διατήρησή τους όμως απεδείχθη ιδιαιτέρως κοστοβόρα και η προσπάθεια δεν μακροημέρευσε.

Σήμερα, 763 καΐκια περιμένουν τις μπουλντόζες να τα κάνουν θρύψαλα, ενώ δεν απαγορεύεται από την Ε.Ε. η επανάχρηση του σκάφους από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες ή άλλους που επιθυμούν να τα σώσουν, ως κομμάτι της γαλάζιας στρατηγικής της χώρας με στόχο της στήριξης της οικονομίας μέσω του τουρισμού. Προς τι λοιπόν τόσο μίσος, και οι κραυγές «σπάστε το, σπάστε το» των εντεταλμένων από το Υπουργείο για τον έλεγχο της καταστροφής τους;

Μήπως ήρθε η ώρα να σωθούν όσα ξύλινα καϊκια έχουν απομείνει με μια σοβαρή ιδιωτική πρωτοβουλία  αφού το κράτος δεν σκοπεύει να εφαρμόσει μια εθνική πολιτική;

Πάντως, ο Σύνδεσμος Παραδοσιακών Σκαφών είναι ο μόνος που ασχολείται ενεργά με το θέμα αυτό. Ιδρύθηκε στο Πέραμα  το 1999 από 25 λάτρεις της ελληνικής παραδοσιακής κατασκευής σκαφών. Από τότε τα μέλη του έχουν πολλαπλασιαστεί όπως και οι δράσεις του. Καταγράφονται και φωτογραφίζονται  τα τελευταία εναπομείναντα παραδοσιακά σκάφη σε όλη την Ελλάδα,  εργάζονται για την προστασία του θαλάσσιου περιβαλλοντος, οργανώνουν εκδηλώσεις  και ενθαρρύνουν τη μαθητεία των νέων στην τέχνη της ξυλοναυπηγικής. Στόχος όλων αυτών είναι  να σταματήσει η εγκληματική καταστροφή των αλιευτικών παραδοσιακών σκαφών και να οργανώσουν ένα πλωτό Ναυτικό Μουσείο Παραδοσιακών Σκαφών.