«Ο Σόιμπλε έχει δύο εμμονές. Όσο και να φανεί σκληρό αυτό που θα πω… Όταν ένας άνθρωπος είναι καθηλωμένος σε μια καρέκλα, σιγά σιγά το μυαλό του καθηλώνεται και σε μία ιδέα. Εγώ το λέω παράνοια, το λέω παραφροσύνη. Ποιες είναι οι εμμονές του; Πρώτον η Ελλάδα να μην μπορεί να μαζέψει χρήματα…», κ.λπ.

Αυτά είπε, επί λέξει, ο Λάκης Λαζόπουλος, ένας σατιρικός καλλιτέχνης, στην εκπομπή του κι έγινε της παλαβής. Εξανέστησαν οι ΑμεΑ, θεωρώντας ότι ο Λαζόπουλος τους βρίζει. Αυτός απάντησε πως εννοούσε μόνο τον Σόιμπλε, τον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, και κανέναν άλλον, επίσης ανέφερε πως έχει δείξει την προσοχή και την υποστήριξή του στα Άτομα με Ανάγκες και στο τέλος ζήτησε χίλιες συγγνώμες, εάν οι άνθρωποι με κινητικά προβλήματα θεώρησαν ότι θίγονται από το σχόλιό του.

 

Ατυχής, άκομψη η σάτιρα του Λαζόπουλου; Ασφαλώς. Από την άλλη, όμως, μήπως ήταν υπερβολική η αντίδραση των οργανωμένων ΑμεΑ αρχικά; Και μήπως όλα τα μίντια, κανάλια, εφημερίδες, ραδιόφωνα και ιστότοποι που ξαφνικά έσκισαν τα ιμάτιά τους για την τιμή και την υπόληψη των ΑμεΑ, λες και μ’ αυτό τον νταλκά κοιμούνται, μ’ αυτόν ξυπνούν, μήπως, λέω, μήπως βρήκαν (ή δημιούργησαν) την ευκαιρία να τα χώσουν στον Λαζόπουλο επειδή δείχνει ανοχή στον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα;

 

Όποια κι αν είναι η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα, η όλη υπόθεση φέρνει στην επιφάνεια το ζήτημα της σάτιρας. Κατ΄ αρχήν να ορίσουμε τη σάτιρα: το λεξικό λέει πως είναι έμμετρος ή πεζός λόγος, που καυτηριάζει με στοιχεία κυρίως κωμικά και παραμορφωτικά ελαττώματα και ατέλειες. Υπ’ αυτή την έννοια, η σάτιρα είναι το διάφορον της πολιτικής ορθότητας, για να μην πω το αντίδοτο σ’ αυτή την επονείδιστη κοινωνική υποκρισία. Να μην τσιτάρω τώρα Σουρή ή Μποστ, θα ξημερώσουμε.

 

Η σάτιρα δεν έχει ιερό και όσιο –η αληθινή εννοείται, και όχι η συμβιβασμένη, η νερωμένη, η στρογγυλεμένη, που καταντάει ανώδυνο καλαμπουράκι, για να χιχιρίζουν μικρόνοες εκ του ασφαλούς. Βεβαίως και οι άνθρωποι της εξουσίας είναι οι πρώτοι και καλύτεροι στόχοι της σάτιρας. Όμως, ο σατιρικός καλλιτέχνης που σέβεται το λειτούργημά του, αφού σατιρίσει πρώτα απ’ όλους τον εαυτό του και τις ατέλειές του, κατόπιν δεν ορρωδεί προ ουδενός. Ελαττώματα και ατέλειες δεν έχουν μόνο οι ισχυροί –έχουν και οι αδύνατοι, έχουν και οι φτωχοί, έχουν και οι μειονεκτούντες. Ακόμα και τα σωματικά ελαττώματα, ακόμα και οι αναπηρίες, ακόμα και η αρρώστια, ακόμα και ο θάνατος υπόκεινται σε σάτιρα.

 

Τρανό παράδειγμα σατιρικών καλλιτεχνών που δεν κώλωσαν, όπως ασφαλώς θα συνιστούσε ή θα διέταζε η πολιτική ορθότητα, είναι οι Μόντι Πάιθονς, αυτή η ομάδα Άγγλων κωμικών, που μας έδωσε κάποια έξοχα δείγματα πολιτικής, θρησκευτικής και κοινωνικής σάτιρας. Από τα βέλη τους δεν γλίτωσε ούτε ο Ιησούς Χριστός –στην ταινία τους «Life of Brian» (1979), που προβλήθηκε στην Ελλάδα με τον τίτλο «Ένας προφήτης… μα τι προφήτης», διακωμωδείται η ζωή του Χριστού, μέσα από τις ξεκαρδιστικές περιπέτειες ενός Ιουδαίου προφήτη, του Μπράιαν… Στην τελευταία σκηνή, της σταύρωσης, όλοι οι εσταυρωμένοι, μαζί με τον ήρωα, σιγοτραγουδούν το σουξέ της ταινίας, σφυρίζοντας εύθυμα: «always look at the bright sighrt of death», λένε, «just before you draw your terminal breath!» (Πάντα κοίτα τη φωτεινή πλευρά του θανάτου, λίγο πριν πάρεις την τελευταία σου ανάσα!).

 

Με δυο λόγια, η σάτιρα πρέπει να είναι ελεύθερη, ώστε ο γέλωτας που παράγει να καταλύει τη σοβαροφάνεια, να λειτουργεί όπως η καρφίτσα στα φουσκωμένα άντερα… Και δεν γελάμε μόνο με τα αόρατα ρούχα του βασιλιά, όπως το παιδί του παραμυθιού, αλλά γελάμε και με τον εαυτό μας και τα παθήματά μας.

 

Γελάμε με αυτόν που πατάει μια μπανανόφλουδα και του έρχεται καπέλο η τούρτα που κρατούσε, γελάμε με τον απατημένο σύζυγο, γελάμε με αυτόν που χτυπάει το δάχτυλό του με το σφυρί καθώς καρφώνει ένα καρφί, γελάμε με την κοιλάρα του Πάγκαλου, γελάμε με το μαυρόψυχο σακατλίκι του Σόιμπλε, γελάμε με την καράφλα, την έξω και τη μέσα, του Γιωργάκη του Παπανδρέου, γελάμε με τη μοχθηρή υστερία του Άδωνη Γεωργιάδη, γελάμε με τα ψευδίσματα του κεκέ κουμπάρου μας, γελάμε με τα Αγγλικά του Τσίπρα, το στρατιωτικό τζάκετ του Καμμένου, το αυτοκρατορικό ύφος της Κωνσταντοπούλου, με τη μύτη του Κυριάκου Μητσοτάκη, γελάμε με την πορδή που αμόλησε ένας φίλος μας στο ασανσέρ, γελάμε με τον Μιχαλολιάκο όταν γαβγίζει δημόσια εκτοξεύοντας σάλια ολούθε, γελάμε με τους αγρότες και τους μπάτσους, με τους αλήτες, ρουφιάνους δημοσιογράφους, με τους κουκουέδες και τους φιλελέδες, με τις χαζοχαρούμενες που το κινητό τους είναι εκβλάστηση του αυτιού τους, γελάμε με τις γριές που δεν τους πέτυχε η πλαστική και τα χείλια τους έγιναν σαν του Ντόναλντ Ντακ, γελάμε με τους παλιόγερους βαψομαλλιάδες, γελάμε με τις οικογένειες μετακλητών, γελάμε με τα συνολάκια της Μέρκελ, γελάμε με τις μπούρκες των μουσουλμάνων και με τις ταμένες στην Παναγιά της Τήνου που μπουσουλάνε στον ανήφορο για τη Χάρη της, γελάμε με τον κομμουνισμό και τον καπιταλισμό, γελάμε με τους στρέιτ και με τους γκέι, γελάμε με τη φτώχεια και την αρρώστια μας, με τους αγγέλους και τους δαίμονές μας, γελάμε με τη ζωή μας και το θάνατό μας –για να μπορέσουμε να τα αντέξουμε όλα αυτά, για να γίνει η ζωή μας βιώσιμη.

 

Εάν η σάτιρα συμπιεζόταν και καλουπωνόταν σε νόμους και κανόνες, εάν της φορούσαν το φερετζέ της πολιτικής ορθότητας, τότε δεν θα μπορούσαμε όχι να βρίσουμε, όχι να αστειευτούμε, όχι να πειράξουμε ένα κορίτσι ή ένα αγόρι στο δρόμο, αλλά ούτε να μιλήσουμε καλά καλά. Αν η σάτιρα είχε φραγμούς, δεν θα μπορούσαμε να γράψουμε κάτι ειρωνικό εναντίον του Σόιμπλε, για να μην προσβληθούν οι ανάπηροι, ή οι υπουργοί Οικονομικών, ή οι Γερμανοί, αλλά ούτε κι εσείς, που διαβάζετε αυτό το κομμάτι, δεν θα μπορούσατε να με χαρακτηρίσετε γελοίο, για να μην προσβάλετε τους γελοίους…