Του Παύλου Μεθενίτη

Με ένα μαγικό τρόπο, ο Στέφανος Δάνδολος, στο βιβλίο του «Όταν θα δεις τη θάλασσα», από τις εκδόσεις Ψυχογιός, τα καταφέρνει να τους ικανοποιεί όλους: κι εκείνες τις αναγνώστριες που περιμένουν να διαβάσουν μια δυνατή, παθιασμένη ερωτική ιστορία, και τους άλλους, τους φιλίστορες, που η ψυχούλα τους τραβάει ένα ωραίο, τεκμηριωμένο ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά όχι μόνο αυτούς.

Ο Δάνδολος, ως μάστορας της πένας, αναγκάζει, ναι, αναγκάζει ακόμα και τους πιο δύσκολους βιβλιόφιλους, αυτούς και αυτές που έλκονται από το δύσκολο συνδυασμό αισθήματος και γεγονότων, να μην αφήσουν το πολυσέλιδο μυθιστόρημα από τα χέρια τους, πριν διαβάσουν και τις εξακόσιες τόσες σελίδες του. Για να μην πω πως αυτοί μπαίνουν και στον πειρασμό να «πηδήξουν» με άγχος και λαιμαργία κάμποσες σελίδες για να διαβάσουν το τέλος τη λύση του δράματος. Που το βιβλίο έχει και μια αναπάντεχη τέτοια, σαν να είναι αστυνομικό μυθιστόρημα…

 

Αυτό λέγεται βιρτουοζιτέ. Σε γενικές γραμμές, δεν υπάρχουν πιο προβλέψιμες, άρα βαρετές, ιστορίες από τις ερωτικές και τις ιστορικές. Ειδικά εάν είναι γραμμένες από συγγραφείς, εντός και εκτός εισαγωγικών, που τα μόνα τους εφόδια είναι ένα πανεπιστημιακό πτυχίο, άμετρη φιλοδοξία και άφθονος ελεύθερος χρόνος λόγω συνταξιοδότησης. Τελείως ειλικρινά μιλώντας, προσωπικά θα παρατούσα το βιβλίο, έτσι τούβλο που είναι, στις πρώτες δεκαπέντε σελίδες, και πολλές λέω, εάν ήταν ακόμα ένα πόνημα από αυτά που πλασάρονται στο σταντ δίπλα στα αλλαντικά του σουπερμάρκετ. Και φυσικά δεν θα έγραφα τίποτα – δεν είμαι τόσο ευγενής.

 

9786180117936Όμως η ιστορία του Δάνδολου είναι από εκείνες που ευχαριστιέσαι να διαβάζεις. Σύνθετη, γλαφυρή, ευρηματική, με χιούμορ και τραγικότητα όπου χρειάζεται. Δεν της λείπει ο υγιής αισθηματισμός, ο οποίος όμως εξισορροπείται από τη γερή ιστορική τεκμηρίωση: είναι εμφανές πως ο συγγραφέας ξενύχτησε για πολύ καιρό πάνω από τις πηγές του, για να αναστήσει μία, ή μάλλον δύο εποχές.

 

Δύο ιστορίες πλέκονται στην πλούσια ύλη του βιβλίου: εκείνη της Μαργαρίτας, μιας όμορφης νεαρής Ελληνίδας παντρεμένης με ένα μεσόκοπο Βρετανό διπλωμάτη, που διαδραματίζεται στην Αγγλία και την Ελλάδα των τελών του 19ου αιώνα, κι εκείνη της Δωροθέας, μιας Ελληνοαγγλίδας νοσοκόμας, σε ένα χωριουδάκι της Πελοποννήσου, στα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού. Η πρώτη γυναίκα είναι εγκλωβισμένη σε ένα συμβατικό, στεγνό γάμο, μέχρι που γνωρίζει έναν συμπατριώτη του συζύγου της, ο οποίος εργάζεται ως τοπογράφος στην εταιρεία που υλοποιεί το περίφημο σιδηροδρομικό δίκτυο που οραματίστηκε ο Τρικούπης…

 

Η γνωριμία τους θα αλλάξει τη ζωή και των δύο, αλλά εάν ο Δάνδολος έμενε εκεί, χωρίς να σκιαγραφήσει με υπέροχες, ζουμερές λεπτομέρειες το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της Ελλάδας λίγες δεκαετίες πριν από την είσοδο της χώρας στον εικοστό αιώνα, το βιβλίο, για μένα τουλάχιστον, θα σερνόταν. Όμως, με χαρά μου είδα στις σελίδες του αναπτυγμένη μια σπουδαία τοιχογραφία: η πτωχή Ελλάς, που δανείζεται για να ζήσει και να αναπτυχθεί, με το αζημίωτο φυσικά, από τους μεγάλους προστάτες της -δε λέω νταβατζήδες για να μην εκχυδαΐσω αυτή την κριτική- οι οποίοι δίνουν ένα και παίρνουν δέκα, αποκτώντας με το χρυσάφι τους δικαίωμα λόγου στα πράγματα της χώρας για πολλές, το τονίζω, για πολλές δεκαετίες…

 

Εάν σας θυμίζει κάτι αυτό, καλώς σας θυμίζει. Διαβάζοντας την ιστορία της Μαργαρίτας και του άντρα της, που ραδιουργεί στην ελληνική πολιτική σκηνή, προασπίζοντας τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας, είναι σαν να τηλεμεταφέρομαι στο παρόν… Ο Δάνδολος μου λέει, με ένα ωραίο, ρομαντικό τρόπο, πως τίποτα δεν γίνεται τζάμπα, πως όλοι περιμένουν ανταλλάγματα, πως κυβερνήσεις και άνθρωποι περιμένουν να εισπράξουν το καλό που κάνουν με τόκο κι επιτόκιο… Εκτός βέβαια από εκείνους που εμφορούνται από ανιδιοτελή αγάπη – ακόμα κι αυτή υπάρχει μέσα στο βιβλίο.

 

Τώρα, η άλλη ιστορία, της Δωροθέας και του παιδικού της φίλου, που δεν θα πω πώς συνδέεται με αυτή της Μαργαρίτας, είναι ίσως πιο ρομαντική από την πρώτη, με την έννοια της μεγαλύτερης προβολής κάποιων ποιοτήτων αυτόχρημα ρομαντικών, όπως η εξιδανίκευση, το πάθος, η αισθηματικότητα και το μυστήριο.

 

Ο συγγραφέας πλέκει όμορφα τους δύο αφηγηματικούς του άξονες, ελέγχοντας πάντα τη ροή της πλοκής, χωρίς να την αφήνει να μπατάρει ούτε προς το μελόδραμα ούτε προς την ξερή εξιστόρηση γεγονότων. Το βιβλίο φαντάζει κάπως σαν ένας φόρος τιμής στους κλασικούς του ρομαντικού μυθιστορήματος. Οι ήρωες του Δάνδολου είναι, πώς να το πω, υπερτονισμένοι, με έντονο κοντράστ σε σχέση με το κοινωνικό και ιστορικό τους πλαίσιο, που κι αυτό αποδίδεται με αδρές, έντονες πινελιές – σαν να είναι το βιβλίο συνδεδεμένο με ένα υπαρξιακό ενισχυτή. Όμως δεν θα σας πάρει τ’ αυτιά – ο Στέφανος, σαν καλός dj, ξέρει πότε να χαμηλώνει την ένταση του μύθου, ξέρει ακόμα και τη σαφήνεια και τη μουσικότητα της σιωπής…