Οι παλάβρες της κυρα-Ζηνοβίας

Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Ο Θωμάς Κοροβίνης κόβει από το μεταπολεμικό δέος το κομμάτι το οποίο αναλογεί ευθέως και αναλόγως στην ανατροπή και το βυθίζει σ’ ένα παρατεταμένο γέλιο. Είναι ένα παρατεταμένο, ισχυρό, θορυβώδες και ηχηρό γέλιο που σπάει τα τζάμια των λαϊκών πολυκατοικιών, περιάγει την ευτυχία μέσα στη δυστυχία των πάλαι ποτέ πλινθόκτιστων προσφυγικών, ανεβοκατεβαίνει στον πολεοδομικό ιστό της παλαιάς πόλης της Θεσσαλονίκης, χοροπηδάει μέχρι ταχυπαλμίας στα πιο ρετρό πανηγύρια της βορειοελλαδικής επαρχίας.

Ο μονόλογος της Ζηνοβίας Διαμαντίδη ή Αλμάζοβα είναι η συμπύκνωση του ξεριζωμού της ελληνικής φυλής, με κατεύθυνση προς και από τον ελληνικό χώρο: η κίνηση της προσφυγιάς του ευρύτερου μικρασιατικού και ποντιακού Ελληνισμού ώς τη μετανάστευση προς εύρεση εργασίας στις βελγικές στοές του κάρβουνου, στις βιομηχανικές γερμανικές νύχτες και στις σκαλωσιές της αμερικανικής ηπείρου.

AGRA KOROBINHS KATADESMOSΌλο αυτό το γυναικείο μουρμουρητό, σαν ξόρκι μιας χαραμισμένης ζωής, με αποδέκτη το πανσεξουαλικό πουρο-αλάνι Πραξιτέλη Σαντζάκογλου-Σημαιοφορίδη, υπερβαίνει τις τυπωμένες σελίδες του πεζογραφήματος «Ο κατάδεσμος» (εκδόσεις Άγρα, σελίδες 90, τιμή: 9,50 ευρώ) και ακούγεται σαν παρακαλετό, μήπως και επέλθει κάποτε η σωτηρία, η λύτρωση, και εν τέλει η κάθαρση από τα δεινά αυτού του καταταλαιπωρημένου τόπου λόγω της βίας και της νοθείας του μεταπολεμικού ελληνικού κράτους: με πρωτεργάτες ανίκανους έως γελοιότητας πολιτικούς-διαχειριστές, προς ικανοποίηση του ιδίου συμφέροντός τους, ακολουθούμενους από έναν συρφετό κρατικών και παρακρατικών αρλεκίνων, με κύριο έργο τους να «ισιώνουν» ό,τι είναι στρεβλό, ακατανόητο και τρελό για το επινοημένο συμπαγές του έθνους.

Η κυρα-Ζηνοβία, έπειτα από δεκαετίες έγγαμου βίου, άκληρη, μισοπουτάνα και τραγουδίστρια της συμφοράς, έχει εμπεδώσει το μέγιστο μάθημα της επιβίωσης, όταν δεν γίνεσαι μέλος και ουρά κάποιου κόμματος και μηχανισμού εξουσίας, αλλά πάντα αισθάνεσαι ως ξένος στη χώρα σου, οικείος και ανοίκειος μαζί, κυρίως παραπεταμένος, ριγμένος στην ελληνική επαρχία υπό βροχή ή εγκαταλειμμένος στους αθηναϊκούς δρόμους, όταν οι άλλοι γιορτάζουν την έναρξη του νέου έτους. Ο 63χρονος Θεσσαλονικιός συγγραφέας προσεταιρίζεται την αργκό της πιάτσας και με συνεχείς πυροβολισμούς άναρχου, λαϊκού και πορνικού λόγου αλώνει τις έννοιες και τις ερμηνείες περί πολιτικής, κοινωνίας και τέχνης.

«Και εγώ του δημοτικού είμαι, δεν είμαι του πανεπιστημίου. Ψέματα, της δευτέρας γυμνασίου. […] Έλα όμως που μ’ έκοψε το ξερό μου και αξιοποίησα τα λίγα μου κολλυβογράμματα και το ’ριξα στην ανάγνωση και στη μελέτη, οτιδήποτε σε σύγγραμμα και εφημερίδα πέσει στα χέρια μου ακόμη και αθλητικές και κατινίστικες, και περιοδικά κομμωτηρίου, έντυπα έστω γάμα διαλογής, χώρια το τι τσιμπάω από δανειστικές βιβλιοθήκες, και χώρια από γειτόνισσες ημιεγγράμματες και κάθε δεκαπέντε μέρες ενημέρωση στου ‘‘Ραγιά’’, το βιβλιοπωλείο όπου ξόδευα πάντοτε σεβαστό ποσό απ’ τον ταπεινό μου κορβανά».

Ο Θωμάς Κοροβίνης μετέρχεται το προσωπείο της Ζηνοβίας, γιατί μέχρι τώρα πήγαινε γύρω από τον πυρήνα της οντολογίας και της εσχατολογίας της νεοελληνικής ζωής, αλλά την άγγιζε με την αντήχηση της κατήχησης για περισσή νοσταλγία, με μια κάποια μοιρολατρία, αντιμετωπίζοντας το παρελθόν ως μία νικηφόρο κλίνη των απραγματοποίητων ονείρων. Τι τα θέλετε, η επιβίωση είναι πάνω απ’ όλα, πάνω από τα λόγια, πάνω από τις υποσχέσεις, πάνω από τις ευχές, πάνω από τα οράματα, πολιτικά και άλλα. Η κοροβίνεια γυναίκα είναι ο πρακτικός νους, θύμα ωστόσο δεκάδων και εκατοντάδων μοτίβων κοινωνικοποίησης και κοινωνικότητας, τα οποία κάθε μέρα τα συνειδητοποιεί -αφού πρώτα τα έχει νιώσει στο πετσί της. Μετά τη συνειδητοποίηση, επέρχεται η απόρριψη: κρατάει από το πολύ, το χορταστικό, το δύσπεπτο, το ελάχιστο, το πεινασμένο, το νηστικό.

Η ηρωίδα μας δεν ξεπέφτει, δεν γυρνάει σαν γερασμένο νεάζον σαχλοκούδουνο, δεν αναζητά λύτρα για τη βαριά σκιά του γήρατος, αν εξαιρέσεις την ανεύρεση εραστών, όχι όμως για να βγάλει τα προς το ζην, κυρίως επιθυμία της είναι η απόλαυση του κορμιού ως βαθμίδα όχι προς την εκτόνωση, αλλά προς τη γεύση από τη σάρκα, όταν οι εκκρίσεις αφήνονται να δονηθούν σε ενορχηστρωμένο συμπαντικό ρυθμό.

Η ψυχή της Ζηνοβίας νηστεύει από πρόσκαιρα πάθη, το σωματικό της θερμόμετρο δεν σπάει από υψηλό πυρετό σεξουαλικότητας, όλα έχουν μέτρο, κανόνα, ισορροπία, χωρίς τίποτα το μετρημένο, το κανονιστικό, το ισορροπημένο. Η σκέψη γίνεται πράξη, πράξη η οποία περνά από τα δύσκολα και στα εύκολα δεν πανηγυρίζει, υπομένει χωρίς να καταδυναστεύεται, αποδέχεται χωρίς να γκρινιάζει, προσαρμόζεται χωρίς ίχνος προσαρμοστικότητας. Μα θα πείτε: Και ο κατάδεσμος, η κατάρα, η καταλαλιά;

Μόνον προσχηματικά μπορούν να κατατεθούν, γιατί η επανάληψη -στα όρια του λετρισμού και της ηχολαλιάς- λέξεων, φράσεων και εκφράσεων δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η δίνη του λόγου όταν τραβάει μέσα της τα πεπραγμένα και αφού τα αναδέψει, τα αποχετεύει μέχρι τα έγκατα της γης, εκεί για να λιώσουν όπως τα μεταλλεύματα, στο μανδύα ενός οιονεί αγχολυτικού ηφαιστείου. Έτσι, όλες οι απευχές, οι οποίες διασπείρουν εντομολογικά το κείμενο, δεν κραδαίνουν το προσωπείο της φοβερής και τρομερής Μέδουσας, γιατί ο φόβος και ο τρόμος έχουν απεκδυθεί τα συστατικά τους και είναι δυο σκέλεθρα φθίνουσας απαισιοδοξίας προς ενανθρώπησή τους, όμως μ’ ένα φύσημα πάσχουσας ζωής.

Αριστερή επί της ουσίας, όπως εξομολογείται στον αποδομημένο τύραννο-σύζυγό της, ενώ αυτός μπαινοβγαίνει στα κόμματα όπως οι μόδες φεύγουν κι έρχονται, όλο σούρτα-φέρτα, μόνο και μόνο για να έχει να λέει και να πορεύεται. Ερμηνεία είναι και θα την τολμήσουμε: ο μονόλογος αυτός ίσως μπορεί να διαβαστεί ως μία αλληγορία για τα κοντά σαράντα χρόνια χωριατιάς που έζησε αυτός ο τόπος και τώρα προσπαθεί να συνέλθει, φτιάχνοντας όνειρα απατηλά για μια νέα καλή ζωή και κακή διαθήκη.

«[…] Δεν εννοώ χωρικούς, όχι, μια χαρά είναι οι χωρικοί μας, με τους χωριάτες τι θα κάνουμε! Τους χωριάταρους, τους παλιοχωριάταρους! Την ασύστολη τσογλανερί κάθε προελεύσεως και επαγγέλματος, τα κωλοπαίδια κυνικού χαρακτήρος. Εδώ εντάσσονται τα αστόπαιδα και χωριατόπαιδα και συνοικιακά τσόλια, παντός φύλου και πάσης γενεάς, άπαντα σιχτιρισμένα πρώτης», περιγράφει το μεταπολιτευτικό στοιχειό του στοιχειωμένου από ανηθικότητα ιδιωτικού και δημόσιου βίου.

Ο Θωμάς Κοροβίνης φθάνει τη γλωσσική του ιδιόλεκτο στα άκρα, υπηρετώντας περισσότερο μια φαντασίωση της λαϊκότητας του εκφραστικού οργάνου, γι΄ αυτό επιζητά αδιάπτωτη συναισθηματική και ψυχική ένταση. Το κείμενο φαίνεται ότι γράφτηκε για ν’ ανέβει στο θέατρο, εξ ου και διαθέτει αμεσότητα, προφορικότητα, παλάβρα. Το πιθανότερο είναι το κοινό της θεατρικής σκηνής να το υποδεχθεί με την ευλάβεια που έχουν τα κείμενα, τα οποία τείνουν να χαθούν. Η συνθηματική χρήση των μηνυμάτων μέσω του Διαδικτύου έκανε την επικοινωνία ταχύτερη, αλλά αφαίρεσε το νόημα από αυτήν. Οι νεότερες γενιές, εθισμένες στα σινιάλα, ίσως να μην καταλαβαίνουν πολλές από τις λέξεις και ο πολυτονικός «Κατάδεσμος» ίσως σε λίγα χρόνια να διδάσκεται ως άγνωστο κείμενο. Η Ελλάδα της Ζηνοβίας πεθαίνει και ίσως να πάρει στον τάφο της πολλές από τις λέξεις της.