Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Η κριτική των ταινιών που θα δούμε αυτήν την εβδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες.

**** Πέρα από τα βουνά

Shan he gu ren/Mountains May Depart. Κίνα 2015. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τζία Ζανγκέ. Ηθοποιοί: Τάο Ζάο, Γι Ζανγκ,Τζινγκ Ντονγκ Λία. 131′

 

Ύστερα από την εξαιρετική ταινία του «Αίσθηση αμαρτίας» (A Touch of Sin, 2013), που η προβολή της είχε απαγορευτεί στην Κίνα, ο Τζία Ζανγκέ επιστρέφει με μια πιο «παραδοσιακή» (με στόχο να αγγίξει ένα πλατύτερο κοινό), δοσμένη με λυρική διάθεση και χιούμορ, ταινία, ταυτόχρονα σχόλιο πάνω στις κοινωνικές και άλλες αλλαγές σε μια επικίνδυνα μεταβατική περίοδο της Κίνας. Ο Ζανγκέ φτιάχνει μια τοιχογραφία της Κίνας, ξεκινώντας από το πρόσφατο παρελθόν της χώρας του (το 1999), για να περάσει στο παρόν (το 2014) και να φτάσει ώς το μέλλον (το 2025), με στόχο να μας παρουσιάσει τις μεταλλαγές της χώρας προς μια κοινωνία ενός αδηφάγου ματεριαλισμού (δεν είναι τυχαίο πως ο γιος ενός από τους ήρωες ονομάζεται Δολάριο).

 

Η ιστορία ξεκινά το 1999, χρονιά αλλαγών στη μετά τον Μάο Κίνα, με τη νεαρή τραγουδίστρια και δασκάλα του χορού, Σεν Τάο (στο ρόλο η εξαίρετη Τάο Ζάο, γυναίκα του σκηνοθέτη και τακτική πρωταγωνίστρια στις ταινίες του), να προσπαθεί να διαλέξει ανάμεσα στους δυο νεαρούς άντρες που τη φλερτάρουν, τον Ζανγκ, ένα αλαζονικό νέο που μόνη του επιδίωξη είναι το χρήμα, και τον Λιανγκζί, εργάτη σε ορυχείο. Η Σεν Τάο, επηρεασμένη από όσα της προσφέρει το χρήμα, θα παντρευτεί τελικά τον Ζανγκ, με τον οποίο θ’ αποκτήσει και ένα γιο, που ο πατέρας του αποφασίζει να ονομάσει Ντόλαρ (Δολάριο).

 

Στο δεύτερο μέρος, που εκτυλίσσεται το 2014, η Σεν Τάο έχει χωρίσει τον Ζανγκ και έχει ανοίξει βενζινάδικο στη γενέτειρά της, ο Λιανγκζί, που, στο μεταξύ, έχει μετακομίσει σε άλλη πόλη κι έχει παντρευτεί και αποκτήσει παιδί, είναι βαριά άρρωστος, εξαιτίας της δουλειάς του στα ορυχεία, ενώ ο πλούσιος πια Ζανγκ, με τον 7χρονο κακομαθημένο γιο του, διευθύνει επιχειρήσεις στην Αυστραλία.

 

Το τρίτο μέρος της ταινίας μάς μεταφέρει σε μια Αυστραλία του μέλλοντος (2025), με το γιο του Ζανγκ να έχει ασπαστεί μιαν αγγλόφωνη παιδεία, να έχει ξεχάσει τη μητρική του γλώσσα και να ερωτεύεται την καθηγήτρια των αγγλικών του.

 

Ο Ζανγκέ χρησιμοποιεί με δεξιοτεχνία τους χώρους (σκηνές σε αντίστιξη όπως εκείνη του βουδιστικού ναού πλάι σε μοντέρνα κτήρια πνιγμένα σε καπνούς) και τη φόρμα της οθόνης (διαφορετικά σχήματα για κάθε χρονική περίοδο) για να τονίσει τις εποχές και να σχολιάσει την κοινωνική και πολιτική κατάσταση, με το δεύτερο μέρος να στρέφεται στο μελό και τη σαπουνόπερα (τα οποία που, με έξυπνο τρόπο, καταφέρνει να ανατρέψει), για να καταλήξει στο ειρωνικό τρίτο μέρος, με την υπερίσχυση ενός απρόσωπου καπιταλισμού που έχει οδηγήσει τον άνθρωπο στην αποξένωση, τη μοναξιά και την καταστροφή των όποιων ελπίδων του για μια καλύτερη και πιο ανθρώπινη κοινωνία, καταλήγοντας με τη Σεν Τάο σ’ ένα χιονισμένο τοπίο, να τραγουδά, μόνη και απογοητευμένη, το «Go West» των Pet Shop Boys, το τραγούδι στην αρχή της ταινίας (που μας εισήγαγε στον 21ο αιώνα), τη φορά αυτή σε ένα από τα πιο θλιμμένα φινάλε που έχω δει.

 

{source}
<iframe width=»560″ height=»315″ src=»https://www.youtube.com/embed/kD89-7Nahzk» frameborder=»0″ allowfullscreen></iframe>
{/source}

 

** 1/2 – Μια ανάσα

Ein Atem/One Breath. Γερμανία/Ελλάδα, 2015. Σκηνοθεσία: Κρίστιαν Τσούμπερτ. Σενάριο: Κρίστιαν Τσούμπερτ, Ίπεκ Τσούμπερτ. Ηθοποιοί: Γιόρντις Τρίμπελ, Χαρά Μάτα Γιαννάτου, Μπένγιαμιν Σάντλερ, Αποστόλης Τότσικας, Ακύλας Καραζήσης, Πηνελόπη Σεργουνιώτη, Μαίρη Νάνου. 97′

 

IMG 2374

 

Σε μια Ελλάδα οικονομικής κρίσης, η 27χρονη Έλενα εγκαταλείπει το σύντροφό της για να παει στη Φρανκφούρτη σε αναζήτηση καλύτερης ζωής. Το σχέδιό της όμως να πιάσει δουλειά σε νυχτερινό κέντρο απορρίπτεται όταν ανακαλύπτει πως είναι έγκυος και αναλαμβάνει, παρά την έλλειψη πείρας, να γίνει παιδαγωγός για τη Λότε, το μικρό κοριτσάκι ενός πλούσιου ζευγαριού. Όταν όμως, ενώ φροντίζει τη Λότε, το κοριτσάκι εξαφανίζεται μυστηριωδώς, η φοβισμένη για τις συνέπειες Ελενα αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα, ακολουθούμενη από την Τέσα, τη μητέρα της Λότε, που θέλει να μάθει τι απέγινε η κόρη της.

 

Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Κρίστιαν Τσούμπερτ, εκμεταλλεύεται τη σύγκρουση ανάμεσα στις δυο γυναίκες, σύγκρουση που ξεκινάει από τη Γερμανία (αντίθετα με τον άντρα της, η Τέσα από την πρώτη στιγμή αρχίζει να φέρεται σκληρά προς την έγκυο Ελενα) και συνεχίζεται στην Ελλάδα, για να κάνει ένα σχόλιο ανάμεσα στην πολιτισμική διαφορά τόσο ανάμεσα στις δυο γυναίκες όσο και στις ευρωπαϊκές χώρες Βορρά και Νότου. Ενώ, η κάμερα του, στο πρώτο ιδιαίτερα μερος της ταινίας, παρακολουθεί την Ελενα από κοντά και καταγράφει με κάθε λεπτομέρεια τη συμπεριφορά και την όλη ψυχολογική της κατάσταση (με μια Χαρά Μάτα Γιαννάτου εξαιρετική, πρέπει να πω, στο ρόλο).

 

Δυστυχώς, το δεύτερο μερος, παρά την ενδιαφέρουσα από σεναριακής πλευράς στροφή, και την όλη εξαίρετη δουλειά του κάμεραμαν Τε Τσάου Γκο, περιορίζεται στην καταγραφή της αναζήτησης της Τέσα, εγκαταλείποντας την Ελενα, που είναι και το δυνατό χαρτί της ταινίας, δημιουργώντας ένα επικίνδυνο χάσμα στο ρυθμό.

 

** Η απόφαση

Krigen/A War Δανία, 2015. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τομπίας Λίντχολμ. Ηθοποιοί: Πίλου Ασπεκ, Τούβα Νοβότνι, Νταρ Σαλίμ. 115′

 

IMG 2371

 

Ο πόλεμος και ο αντίκτυπος λαθεμένων αποφάσεων στη ζωή μιας οικογένειας είναι στο επίκεντρο της υποψήφιας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ ταινίας «Η απόφαση» του Δανού Τομπίας Λίντχολμ (σκηνοθέτη του «A Hijacking»). Ενώ στη Δανία η γυναίκα του Μαρία προσπαθεί να μεγαλώσει μόνη της, και όσο καλύτερα μπορεί, τα τρία (συχνά ατίθασα) παιδιά της, αντιμετωπίζοντας κατά κάποιο τρόπο το δικό της πόλεμο, ο σύζυγός της, στρατιωτικός διοικητής Κλάους, στη διάρκεια μιας αποστολής ενάντια στους Ταλιμπάν, σε επαρχία του Αφγανιστάν, γίνεται, εξαιτίας μιας λαθεμένης του απόφασης, αιτία της εξόντωσης ενός σημαντικού αριθμού άμαχων πολιτών, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να σταλεί πίσω στην πατρίδα του για να δικαστεί.

 

Στο πρώτο μέρος της ταινίας, ο Λίντο Χολμς καταγράφει με έντονα ρεαλιστικά χρώματα τη ζωή των στρατιωτών στο Αφγανιστάν αλλά και την όλη ατμόσφαιρα των κινδύνων και των μαχών (με μια δύναμη και ένα ρυθμό που φέρνουν στο νου παρόμοιες σκηνές από την ταινία «The Hurt Locker» της Κάθριν Μπίγκελοου), παραθέτοντας, με ένα παράλληλο μοντάζ, σκηνές από την καθημερινή τη ζωή της Μαρίας με τα παιδιά της, που είναι και το πιο δυνατό κομμάτι της ταινίας.

 

Στο δεύτερο μέρος, με τη δίκη που ακολουθεί (κι ένα σχηματικό δυστυχώς σενάριο), ο σκηνοθέτης βάζει το θέμα της ευθύνης αλλά και το ρόλο των στρατιωτικών (μαζί και της οικογένειας) που θα οδηγήσει σε ένα περισσότερο από ό,τι χρειάζεται δραματικό φινάλε.