Ο ευρωβουλευτής της ΛΑΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ Ν. Χουντής κατέθεσε επίκαιρη ερώτηση για τη φορολόγηση ελληνικών επιχειρήσεων με έδρα τη Βουλγαρία και έλαβε μια απάντηση που δείχνει τον τρόπο που ενδέχεται να περιορίσει το φαινόμενο μετεγκατάστασης τους.Είναι στη διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης να την εφαρμόσει.  

 

Ενώ μπορεί να αποθαρρυνθεί η «μετανάστευση» επιχειρήσεων σε Βουλγαρία, Κύπρο κ.α. αν εφαρμοστεί συστηματικά η Σύμβαση του ΟΟΣΑ για τη φοροαποφυγή, η ελληνική φορολογική διοίκηση πρακτικά δεν κάνει τίποτα. Όπως προκύπτει από την απάντηση της Κομισιόν, η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να φορολογήσει ελληνικές επιχειρήσεις και ιδιώτες με έδρα κράτη συμβαλλόμενα της Σύμβασης του ΟΟΣΑ, αν οι επιχειρηματίες ζουν, έχουν οικογένεια και οικονομικές συναλλαγές στην Ελλάδα, καθώς ως πρώτο κριτήριο φορολόγησης ορίζεται το κράτος όπου ο φορολογούμενος έχει «το κέντρο των ζωτικών του συμφερόντων».

 

Πιο συγκεκριμένα, η Κομισιόν απαντώντας σε ερώτηση του ευρωβουλευτή της ΛΑΕ κ. Ν. Χουντή αναφορικά με τη «μετανάστευση» ελληνικών εταιρειών στη Βουλγαρία με στόχο τη φοροαποφυγή, παραπέμπει στη διμερή Σύμβαση για τη φορολογία προσώπων με διπλή κατοικία που έχει υπογράψει η Ελλάδα με τη Βουλγαρία (κατά το υπόδειγμα του ΟΟΣΑ) και αντίστοιχα στη διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών να φορολογήσουν ανάλογα τους πολίτες.

 

Ο Έλληνας ευρωβουλευτής στην ερώτησή του αφού παράθετε στοιχεία για τον τεράστιο όγκο ενεργών και ανενεργών ελληνικών επιχειρήσεων στη Βουλγαρία, ζητούσε να πληροφορηθεί αν η Βουλγαρία δεσμεύεται να συνεργαστεί με την Ελλάδα για την καταπολέμηση της φοροαποφυγής, κυρίως για τα κέρδη των ελλήνων επιχειρηματιών που εμφανίζουν ως έδρα τη Βουλγαρία, αλλά ζούν και διατηρούν ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς με την Ελλάδα, όπως προβλέπεται από το άρθρο 4 της Σύμβασης του ΟΟΣΑ για τη φοροαποφυγή.

 

Ο Ν. Χουντής τόνιζε ότι μόνο το τελευταίο διάστημα, δημιουργήθηκαν 60.000 Αριθμοί Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) από έλληνες επιχειρηματίες στη Βουλγαρία, λόγω εξαιρετικά χαμηλού φόρου. Από τις συνολικά 11.500 ελληνικών συμφερόντων βουλγαρικές επιχειρήσεις, μόλις οι 1.000 είναι ενεργές (θυγατρικές εταιρείες), το 84% δεν απασχολεί ούτε έναν εργαζόμενο, ενώ το 45% δεν έχει καμία επιχειρηματική δραστηριότητα στη Βουλγαρία!!!

 

Η Κομισιόν απαντώντας στα καίρια ερωτήματα του Έλληνα ευρωβουλευτή, αναφέρει ότι «σύμφωνα με το άρθρο 4 που αφορά στα κριτήρια της διμερούς σύμβασης Ελλάδας Βουλγαρίας της 15ης Φεβρουαρίου 1991, και του Πρωτόκολλό της του 2000, ένα φυσικό πρόσωπο με διπλή κατοικία θεωρείται ότι είναι κάτοικος μόνο του κράτους, με το οποίο είναι στενότερες οι προσωπικές και οικονομικές σχέσεις του (κέντρο ζωτικών συμφερόντων). Ο σημαντικότερος δηλαδή παράγοντας προσδιορισμού της φορολογικής κατοικίας ενός πολίτη δεν αποτελεί η έδρα της επιχείρησής του αλλά ο τόπος όπου ο επιχειρηματίας ζει, έχει οικογένεια και τις περισσότερες οικονομικές συναλλαγές.

 

Στη συνέχεια, η Ευρ. Επιτροπή τονίζει ότι η απόφαση φορολόγησης ή όχι των επιχειρηματιών για το παγκόσμιο εισόδημά τους μπορεί να ληφθεί από τις φορολογικές αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι «εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές να προσδιορίσουν τον τόπο κατοικίας των προσώπων, τα οποία ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα στο ένα κράτος και παράλληλα έχουν προσωπικό δεσμό με το άλλο. Κατά συνέπεια, εάν το εθνικό δίκαιό του το επιτρέπει, το κράτος αυτό μπορεί να επικαλεστεί τους κανόνες μιας διμερούς σύμβασης, όπως η ανωτέρω, για τη φορολόγηση του παγκόσμιου εισοδήματος του εν λόγω φυσικού προσώπου.»

 

Καταλήγοντας στην απάντησή της η Κομισιόν τονίζει ότι ένα κράτος που διαπιστώνει μεγάλη φοροαποφυγή λόγω πλασματικής φυγής των επιχειρήσεων μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή της ΕΕ ή του κράτους που φιλοξενεί τις αποδημείσες επιχειρήσεις του. Στις «περιπτώσεις όπου υπάρχουν υποψίες καταχρηστικής συμπεριφοράς ή αδήλωτης δραστηριότητας στην άλλη χώρα, οι αρμόδιες αρχές της μιας χώρας μπορούν να ζητήσουν πληροφορίες ή βοήθεια σύμφωνα με την οδηγία της ΕΕ για τη διοικητική συνεργασία ή το άρθρο 26 της προαναφερθείσας διμερούς φορολογικής σύμβασης.»

 

 

Ακολουθούν η ερώτηση και η απάντηση

Ερώτηση με αίτημα γραπτής απάντησης E-002478/2016

Θέμα: Ίδρυση ελληνικών εταιρειών στη Βουλγαρία με στόχο τη φοροαποφυγή

Μόνο το τελευταίο διάστημα, δημιουργήθηκαν 60.000 Αριθμοί Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) από έλληνες επιχειρηματίες στη Βουλγαρία, λόγω εξαιρετικά χαμηλού φόρου. Από τις συνολικά 11.500 ελληνικών συμφερόντων βουλγαρικές επιχειρήσεις, μόλις οι 1.000 είναι ενεργές (θυγατρικές εταιρείες), το 84% δεν απασχολεί ούτε έναν εργαζόμενο, ενώ το 45% δεν έχει καμία επιχειρηματική δραστηριότητα στη Βουλγαρία.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι:
– σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης (Ιούνιος 2015) «οι εταιρείες […] θα πρέπει να καταβάλλουν φόρο επί των κερδών αυτών εντός της ΕΕ, εκεί όπου ασκείται η δραστηριότητα»,
– σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Συμπεριφοράς φορολογικός ανταγωνισμός υφίσταται «όταν μία επιχείρηση σε άλλο κράτος μέλος έχει πλεονεκτήματα χωρίς να έχει ουσιαστική οικονομική δραστηριότητα σε αυτό το κράτος»,
– το άρθρο 4 της Σύμβασης αποφυγής διπλής φορολογίας του ΟΟΣΑ ορίζει ως πρώτο κριτήριο φορολόγησης το κράτος όπου ο φορολογούμενος έχει το «κέντρο των ζωτικών του συμφερόντων», και περιλαμβάνει και τις προσωπικές εταιρείες,
Ερωτάται η Επιτροπή:
Υπό ποιες προϋποθέσεις έχει υποχρέωση η Βουλγαρία να προσκομίσει τα απαραίτητα στοιχεία για τη διερεύνηση της πραγματικής επιχειρηματικής δραστηριότητας επιχειρήσεων ελληνικών συμφερόντων;
Δεσμεύεται η Βουλγαρία να εφαρμόσει το άρθρο 4 της Σύμβασης του ΟΟΣΑ προκειμένου για τα κέρδη των ελλήνων επιχειρηματιών που εμφανίζουν ως έδρα τη Βουλγαρία, ενώ δεν προκύπτει ουσιαστική επιχειρηματική δραστηριότητα στη χώρα αυτή;

 

E-002478/2016
Απάντηση του κ. Moscovici εξ ονόματος της Επιτροπής (19.5.2016)

Σύμφωνα με τη σημερινή νομοθεσία της ΕΕ, η άμεση φορολογία εμπίπτει κυρίως στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Οι διασυνοριακές δραστηριότητες μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας διέπονται από τη διμερή σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας όσον αφορά τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, η οποία υπογράφηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1991, και το πρωτόκολλό της του 2000. Το άρθρο 4 της ανωτέρω φορολογικής σύμβασης ορίζει την έννοια της φορολογικής κατοικίας για την επιδίωξη σκοπών σχετικών με τη φορολογική σύμβαση και καθορίζει τα κριτήρια για την επίλυση των καταστάσεων, όπου ένα φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος και των δύο κρατών. Σύμφωνα με τα κριτήρια που θέτει η φορολογική σύμβαση, ένα φυσικό πρόσωπο με διπλή κατοικία θεωρείται ότι είναι κάτοικος μόνο του κράτους, με το οποίο είναι στενότερες οι προσωπικές και οικονομικές σχέσεις του (κέντρο ζωτικών συμφερόντων). Κατά συνέπεια, εάν το εθνικό δίκαιό του το επιτρέπει, το κράτος αυτό μπορεί να επικαλεστεί τους κανόνες μιας διμερούς σύμβασης, όπως η ανωτέρω, για τη φορολόγηση του παγκόσμιου εισοδήματος του εν λόγω φυσικού προσώπου.

 

Ως εκ τούτου, εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών να προσδιορίσουν τον τόπο κατοικίας των προσώπων, τα οποία ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα στο ένα κράτος και παράλληλα έχουν προσωπικό δεσμό με το άλλο.

 

Στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν υποψίες καταχρηστικής συμπεριφοράς ή αδήλωτης δραστηριότητας στην άλλη χώρα, οι αρμόδιες αρχές της μιας χώρας μπορούν να ζητήσουν πληροφορίες ή βοήθεια σύμφωνα με την οδηγία της ΕΕ για τη διοικητική συνεργασία (2011/16/ΕΕ) ή το άρθρο 26 της προαναφερθείσας διμερούς φορολογικής σύμβασης.