Του Παύλου Μεθενίτη

Στο ποίημα του Καβάφη ο βασιλιάς των βαρβάρων τελικά δεν έρχεται, προς μεγάλη θλίψη των πολιτών, που τους περίμεναν. Όμως, σήμερα, σε μας, ο βασιλιάς των βαρβάρων πράγματι ήλθε, και ήταν, για το διήμερο που παρέμεινε στη χώρα, όντως μια κάποια λύσις.

Για δυο μέρες νιώσαμε σπουδαίοι, μέσα στη φαντασίωσή μας πως η Ελλάδα αίφνης απέκτησε λαμπρό στίγμα στον παγκόσμιο χάρτη, φωτισμένη από την προεδρική αίγλη. Συνειδητά παραγνωρίσαμε το γεγονός πως οι ξένοι λίγο ασχολήθηκαν με τα ταξίδια του Ομπάμα, ο οποίος, ως απερχόμενος πρόεδρος, μπορεί να πηγαίνει όπου θέλει, και να δηλώνει ό,τι του καπνίσει, χωρίς αυτό βέβαια να δεσμεύει τον επόμενο Πρόεδρο, ή ακόμα περισσότερο, τα κέντρα εξουσίας που ήδη έχουν πάρει τις αποφάσεις τους για μας.

 

Να, ας πούμε, πριν αλέκτορα φωνήσαι, ο Σόιμπλε γάβγισε δυνατά από το Βερολίνο: μην κουνιέστε, η πολιτική δεν αλλάζει, το ότι ήρθε ο Μεγάλος κι έφαγε σφυρίδα και φωτογραφήθηκε στην Ακρόπολη, είναι κάτι άσχετο, παρέλκει, είναι για να κρεμάσετε στον τοίχο του άθλιου καλυβιού σας τις φωτογραφίες σας μαζί του, να έχετε να δείχνετε κάτι στα εγγόνια σας τις κρύες νύχτες του χειμώνα, και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα. Η οποία είναι η εξής: εμείς σας λιανίζουμε στο ξύλο, εσείς ματώνετε, τι δεν καταλαβαίνετε;

Ναι, η επίσκεψη του Προέδρου των ΗΠΑ, μαζί με τις ορδές των βαρβάρων του που τον συνόδευαν πάνοπλοι, ήταν μια κάποια λύσις. Είχαμε κάτι να θαυμάζουμε, να βρίζουμε, να ακονίζουμε πάνω του τη δουλοπρέπεια ή την επαναστατικότητά μας. Μας έκανε να νιώσουμε σπουδαίοι –γιατί το να φιλοξενείς τον ισχυρότερο άντρα στον πλανήτη και όλα να πηγαίνουν καλά, μαρτυρά πως τελικά δεν είσαι τόσο άχρηστος, κάτι θα πρέπει να αξίζεις.

Επίσης, ο υψηλός προσκεκλημένος έδωσε στους φυλάρχους μας την ευκαιρία να σταθούν δίπλα του, ισοϋψείς. Έλεγε ο Ομπάμα, έλεγε κι ο Παυλόπουλος. Έκανε δηλώσεις ο Μπαράκ, έκανε δηλώσεις κι ο Τσίπρας. Οι μεν κυβερνητικοί είχαν την ευκαιρία να δείξουν πόσο ανοιχτόμυαλοι αριστεροί είναι, συνομιλώντας εγκαρδίως με τον Πρόεδρο της μεγαλύτερης ιμπεριαλιστικής δύναμης στον πλανήτη χωρίς να προδώσουν την ιδεολογία τους, αλλά και πόσο πατριώτες είναι, που κάνουν ό,τι χρειάζεται για την Ελλάδα.

 

Οι δε άλλοι, απέδειξαν πόσο κομμουνισταράδες ή πόσο αντιεξουσιαστές είναι: ναι, ρε, άμα λάχει, τα κάνω πουτάνα όλα, για να διατρανώσω πως δεν υπέστειλα τη σημαία της εξέγερσης, πως δεν υπάρχει περίπτωση να πατήσει ο Πρόεδρος των Φονιάδων των Λαών, έστω και για να φάει γαρίδες πριν ακούσει παιδικές χορωδίες, και να μη ζεστάνω την υποδοχή του με το αναμμένο μπουκάλι μου.

Επιπλέον, η προεδρική επίσκεψη έδωσε λόγο ύπαρξης, έστω και για δυο μέρες, και στην εγχώρια νομπλέτσα – ως γνήσιοι επαρχιώτες, οι ντόπιες Μούρες διαγκωνίστηκαν για να ανασάνουν λίγο την προεδρική ευωδία: Μεγάλα Αφεντικά, Δημοσιογραφάρες, Χρυσοποίκιλτοι Ιεράρχες, λοιποί κοσμικοί αρουραίοι – όλη η παρδαλή σελεμπριτιά του τόπου έκλινε το γόνυ στον Πλανητάρχη.

Όμως, τώρα που την έκανε, με το σούπερ ντούπερ αιθέριο κάστρο του γι’ αλλού, ξαφνικά όλους και όλες μας έπιασε μια κατήφεια, μια μελαγχολία. Πάλι πίσω στα γνώριμα, στα σκονισμένα, στα τετριμμένα, στη μίζερη ελληνική μας νοικοκυροσύνη: λίγη Αριστερά από δω, λίγη Δεξιά από κει, λίγη επαναστασούλα παραπέρα – ο πολιτισμός της στραβοπατημένης παντόφλας.

Ευτυχώς που συνέπεσε καπάκι και η επέτειος του Πολυτεχνείου, για να αρχίσουμε πάλι να δοξολογούμε, να σιχτιρίζουμε και να παραπονιόμασττε για το κυκλοφοριακό πήξιμο στους δρόμους, ακούγοντας στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου κάποιους επαγγελματικά ευαίσθητους να εξαίρουν, για οκτακοσιοστή εβδομηκοστή τέταρτη φορά, τη σημασία της επετείου και τα μηνύματά της. Ναι, η επίσκεψη του Ομπάμα ήταν μια κάποια λύσις.