Της Ευάννας Βενάρδου

H Μαρία Καλλιμάνη είναι από τις γυναίκες αυτές που γνωρίζοντας τις, θέλεις να κάνεις φίλες σου. Διαθέτει μια φυσική ευγένεια που σε κερδίζει αμέσως, και μια ευθύτητα και ζεστασιά στο βλέμμα που καθόλου δεν συνάδει με το σύνηθες τουπέ, την δήθεν φιλικότητα και την κεκαλυμμένη έπαρση πολλών συναδέλφων της.

Όταν δε διαπιστώσει κανείς τις απίστευτες μεταμορφώσεις της (από την έκρηξη της σε ένα ντελίριο οργής και βωμολοχιών στο «Μικρό Ψάρι» του Γ.Οικονομίδη, του σκηνοθέτη που απογείωσε την κινηματογραφική της καριέρα, μέχρι την εσωτερική ερμηνεία της ως μια αλλοδαπή οικιακή βοηθός που αρρωσταίνει -ως μη όφειλε- στην ταινία «Από το σπίτι» του Αθανάσιου Καρανικόλα από το Βερολίνο), τότε παραδίνεται εντελώς. Δεν είναι τυχαίο που η κινηματογραφική της καριέρα είναι ήδη ζηλευτή. Είναι ανάρπαστη στους κινηματογραφιστές. Δεν ξέρω γιατί αλλά πάντα σκεφτόμουν πως θα ήταν εξαιρετική και σε μια (καλή και αντισυμβατική) ερωτική ιστορία. Θα ήθελα πολύ να δω κάποιον να αξιοποιεί το βλέμμα της, σε κάτι τέτοιο.

Και να που τώρα, στον πολυαναμενόμενο «Νοτιά» του Τάσου Μπουλμέτη, που βγαίνει σήμερα στις αίθουσες, μια ταινία που συμπυκνώνει 15 χρόνια ελληνικής συλλογικής μνήμης (από την άνοδο της δικτατορίας μέχρι την άνοδο του ΠΑΣΟΚ), εμφανίζεται στον ρόλο της μητέρας του ήρωα (Γ. Νιάρρος) -έναν ρόλο που κρύβει εκπλήξεις. Αρκεί να αναφέρουμε, για να μην προδώσουμε μια από τις κορυφώσεις της ταινίας, πως η έκπληξη αυτή σχετίζεται με τον Αριστοτέλη Ωνάση, μια μορφή που με έναν έξυπνο τρόπο διαπερνά από την αρχή μέχρι το τέλος την ταινία.

Σηματοδοτώντας μια ολόκληρη εποχή που ο Μπουλμέτης (ο σκηνοθέτης της κοσμαγάπητης «Πολίτικης Κουζίνας») μας θυμίζει με τρόπο παραδειγματικό, αξιοποιώντας χίλια δυό αντικείμενα και ακούσματα που δημιουργούν ένα αίσθημα νοσταλγίας: Από το περιοδικό «Θησαυρός» και τις παλιές φωτογραφικές μηχανές με φιλμ μέχρι τον «Τσομπανάκο» και τους μουσάτους φοιτητές-ακτιβιστες της εποχής.

 

2 maria

-Πως θα περιέγραφες τον ρόλο σου στο «Νοτιά»;

«Παίζω την Μάγδα, την μητέρα του μικρού Σταύρου, που έχει διαίτερα ζωηρή φαντασία, η οποία οργιάζει όταν αυτός χάνει ό, τι αγαπά: Το παιδί καταλήγει να μπερδεύει την μυθολογία με την ιστορία και την σύγχρονη πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να τρομάζει τους συμμαθητές του, τον δάσκαλό του και τους άλλους γονείς που μας κάνουν παράπονα. Και βέβαια εγώ και ο πατέρας του ανησυχούμε και τρέχουμε από γιατρό σε γιατρό.

 

Μέχρι που κάποια στιγμή καταλήγω σε μια ιδιαίτερη «παιδίατρο» (βλ. την χαρτορίχτρα και καφετζού Ζωζώ Σαπουντζάκη)… Η Μάγδα, είναι μια σύγχρονη γυναίκα και μητέρα, που ακολουθεί την καρδιά και το ένστικτό της. Παρακολουθεί τη μόδα, παρακολουθεί τις εξελίξεις –θα έλεγα μάλιστα πώς τελικά, όπως προκύπτει, είναι μπροστά από τις εξελίξεις, χωρίς να την παίρνουν είδηση. Όλοι στην ταινία άλλωστε έχουν τα μικρά τους μυστικά…»

-Σου θυμίζει καθόλου την δική σου μητέρα;

«Πολύ. Και εμφανισιακά, δεν το συζητάω. Μάλιστα όταν της έδειξα μια φωτογραφία μου από το γύρισμα, όπου έχω αυτό το χαρακτηριστικό χτένισμα, το φουσκωμένο μαλλί, που παλιά το λέγαμε «λάχανο», μου γράφει: «Είμαι εγώ!». Και η μητέρα μου πάντα ακολουθούσε τις εξελίξεις. Είναι προοδευτικός άνθρωπος. Καθόλου συντηρητικός. Ασυνείδητα την είχα στο μυαλό μου όταν προσέγγιζα τον ρόλο. Η Μάγδα προέρχεται από «υψηλότερη τάξη» σε σχέση με τον άντρα της. Ονειρεύεται να ταξιδέψει αλλά τελικά μένει έγκυος στον Σταύρο. Αλλά δεν κάνει μόνο θυσίες. Αυτή μυεί το παιδί στο σινεμά».

 

-Μια που αναφέρεσαι σε αυτό, στην ταινία υπάρχει μια διάχυτη νοσταλγία για το φιλμ και την παραδοσιακή φωτογραφία. Η οποία είναι πολύ συγκινητική. Νομίζω πως ο Τάσος εκφράζει δικές του μνήμες και αισθήματα, ή κάνω λάθος;

«Κατάλαβα γρήγορα πως ο «Νοτιάς» είναι μια βιωματική ταινία για τον Τάσο Μπουλμέτη. Πως μιλά για τα δικά του φοιτητικά χρόνια –και μου άρεσε πολύ το πώς ας πούμε αναβιώνει τις κινηματογραφικές λέσχες της εποχής, όπως μου άρεσε και η σκηνή με τους φοιτητές και τον πρύτανη.

1 maria

Μάλιστα την Τρίτη, κάναμε στον «Δαναό» και μια προβολή με καλεσμένους παλιούς συμφοιτητές του Τάσου. Ναι. Ίσως και να νοσταλγεί το φιλμ. Αλλά στην ταινία τον απασχολούν και πολλά άλλα θέματα. Από την οθόνη περνάει όλη η ιστορία της Ελλάδας: Από την Άννα-Μαρία, συζυγο του τέως, η οποία ελκύει σεξουαλικά τον μικρό ήρωα σε σημείο που την τοποθετεί στις φαντασιώσεις του μπλέκοντάς την με την μυθολογία, μέχρι την δικτατορία, τις φιέστες της Χούντας, την επιστροφή του Καραμανλή, την άνοδο του Ανδρέα. Και μου αρέσει που μιλά για το πρόσφατο παρελθόν μας. Με χιούμορ, υπαινικτικά, ουσιαστικά μας δείχνει από πού ήρθαμε και πώς φτάσαμε μέχρι εδώ. Μιλά για το ποιοι είμαστε. Γιατί μας καθορίζει ο χώρος και ο χρόνος που έχουμε μεγαλώσει. Ειδικά σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο που ζούμε. Εμένα με αφορά αυτό το παρελθόν».

-Και το σήμερα;

«Σήμερα φοβάμαι. Είμαι πολύ θυμωμένη με ο, τι συμβαίνει γύρω μου. Νοιώθω ότι είμαστε σε έναν Μεσαίωνα. Ένα κομμάτι του εαυτού μου πιστεύει ότι αυτό είναι ένα κακό όνειρο που δεν λέει να τελειώσει. Δεν μπορώ να δεχθώ πόσο αυξήθηκε η ανεργία, πόσοι άνθρωποι υποφέρουν. Η μισή Αθήνα έχει καταλήξει μια έρημη πόλη. Τα μισά μαγαζιά είναι κλειστά. Μου προκαλεί θλίψη να βλέπω να μην μπαίνει ψυχή στα καταστήματα και να βλέπω την αγωνία στα πρόσωπα των ανθρώπων. Οι υποχρεώσεις τεράστιες. Συνεχώς ακούς από τον κόσμο ότι πρέπει να πληρώνει, να πληρώνει. Οι αμοιβές στο δικό μας επάγγελμα είναι πια εξευτελιστικές. Όμως είναι επάγγελμα, δεν μπορούμε να το κάνουμε ως χόμπι. Αλλά αυτό συμβαίνει τα τελευταία χρόνια. Είναι άξιον απορίας το πώς ζούμε. Είναι προφανές πως στηρίζει η οικογένεια. Επίσημα, το 90% των ηθοποιών είναι άνεργοι. Όλοι τρέχουν σε 2-3 δουλειές για το ελάχιστο».

-Το σινεμά πληρώνει;

«Αξιοπρεπώς. Καλύτερα από το θέατρο πάντως. Φυσικά έγιναν και κάποιες λίγες ταινίες αφιλοκερδώς. Αλλά στο θέατρο, αν δεν δουλεύεις στο Εθνικό ή στη Στέγη, πληρώνεσαι μόνο με ποσοστά επί των κερδών. Αν υπάρχουν κέρδη… Το θετικό είναι πως οι άνθρωποι, εν μέσω κρίσης, πάνε πολύ στο θέατρο. Όπως γινόταν και στην Κατοχή».

-Πώς το εξηγείς αυτό;

«Υπάρχουν πια και πολλές προσφορές –ας πούμε κάθε Πέμπτη 10 ευρώ εισιτήριο. Ο κόσμος όμως έχει ανάγκη να ψυχαγωγηθεί, να συγκινηθεί, να προβληματιστεί. Το έχει ανάγκη η ψυχή των ανθρώπων».

-Φέτος κάνεις κι εσύ θέατρο: παίζεις στο Θέατρο Τέχνης, στα «Παιδιά του Ηλιου» του Γκόρκι, σε σκηνοθεσία του Ν.Μαστοράκη. Νομίζω πως το έργο έχει μια επικαιρότητα…

«Είναι εξαιρετικά επίκαιρο. Μια παρέα αστών μιλούν για την τέχνη, την επιστήμη, ονειρεύονται το πώς οι άνθρωποι θα γίνουν καλύτεροι, αντιμετωπίζουν τις δικές τους ματαιώσεις, ζουν τους έρωτές τους. Αλλά μέσα στον δικό τους μικρόκοσμο αδυνατούν να δουν τι γίνεται γύρω τους: έξω από το σπίτι τους μαίνεται η χολέρα, γίνεται εξέγερση. Αλλά αυτοί, απορροφημένοι, εθελοτυφλούν. Μέχρι που η χολέρα χτυπά την δική τους πόρτα. Και εμείς, σήμερα, πότε καταλάβαμε το πρόβλημα με τους Σύριους πρόσφυγες; Μόνο όταν ήρθαν έξω από την πόρτα της Ευρώπης. Ασχολιόταν η Μερκελ με αυτούς πριν;».

-Απ΄ ότι ξέρω θα συμμετάσχεις και σε ένα έργο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη.

«Ναι ανεβαίνει από 8 Φεβρουαρίου στο Αγγέλων Βήμα, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Σύγχρονου Ελληνικού Έργου, για πέντε Δευτερότριτα. Το έργο τιτλοφορείται «Πεταλούδα σε πηγάδι» και σκηνοθετεί ο Στιβ Κρικρής, που είναι και ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Πάτμου. Παίζω με τον Βαγγέλη Κρανιώτη. Είναι ένα πολύ ωραίο έργο του Βαγγέλη και η αισθητική της παράστασης θυμίζει λίγο Τιμ Μπάρτον, είναι παραμυθένια και σκοτεινή ταυτόχρονα».

 

maria kalimani

-«Πρώτη φορά Αριστερά». Έναν χρόνο μετά τι νοιώθεις γι΄αυτό;

«Ήλπιζα πως είναι νέοι άνθρωποι που θα καταφέρουν κάποια πράγματα που δεν κατάφεραν οι άλλοι. Και στον πολιτισμό. Τελικά νοιώθω μεγάλη απογοήτευση. Γιατί αυτός ο διασυρμός ανθρώπων όπως ο Γιώργος Λούκος, που αγαπήθηκε τόσο από τους καλλιτέχνες και έφερε ανανέωση στον θεσμό του Ελληνικού Φεστιβάλ; Θεωρώ πως είναι δυσαναπλήρωτο το κενό που αφήνει. Αλλά και στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου πώς γίνεται μέσα σε έξι μήνες να απολύουν ένα συμβούλιο που οι ίδιοι διόρισαν; Η πολιτική νοιώθω πως βρίσκεται σε μεγάλη παρακμή. Σε ένα τέλμα».

-Νοσταλγείς την Ελλάδα που περιγράφει ο Μπουλμέτης;

«Είχε μια αθωότητα και οι άνθρωποι μπορούσαν ακόμα να ονειρεύονται. Σήμερα μοιάζει ουτοπική αυτή η Ελλάδα. Σήμερα ζούμε σε μια εποχή που είναι σημαντικές οι ομαδικές δράσεις, αλλά πιστεύω πως πρέπει και καθένας μας να συγκροτείται ως άτομο, να βρίσκεται σε εγρήγορση. Δυστυχώς όμως σήμερα ο τρόπος που γίνονται τα πράγματα, αντί να ενώνει τους καλλιτέχνες τους διχάζει. Μου φαίνεται πως κανείς δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για τον πολιτισμό.

Όμως ο πολιτισμός είναι το μόνο εξαγώγιμο ελληνικό προϊόν αυτή τη στιγμή. Το ελληνικό σινεμά έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον στο εξωτερικό. Θα μπορούσε να φέρει χρήματα. Παρ’ολ’ αυτά, την ίδια στιγμή που αισθάνομαι αυτήν την απογοήτευση –η φύση μου είναι; ένας μηχανισμός επιβίωσης;- παίρνω δύναμη από ανθρώπους ικανούς που δημιουργούν: από καλλιτέχνες, από μικρούς παραγωγούς, από επιχειρηματίες με φρέσκιες ιδέες, από επιστήμονες, από ακτιβιστικές ομάδες. Από τους ανθρώπους της Μυτιλήνης που αγκάλιασαν τους μετανάστες και προτάθηκαν για το Νόμπελ Ειρήνης…»