ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ -KΡΙΤΙΚΗ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

***  Μανιφέστο

Manifesto. Γερμανία, 2015. (στα αγγλικά). Σκηνοθεσία-σενάριο-παραγωγή: Γιούλιαν Ρόζεφελντ. Ηθοποιοί: Κέιτ Μπλάνσετ, Έρικα Μπάουερ, Ρούμπι Μπουσταμάντε. 95 λεπτά.

Τι είναι τέχνη; Πώς τη βλέπει  ο καθένας μας και ποιος είναι ο ρόλος του καλλιτέχνη στην κοινωνία; Είναι μερικά από τα ερωτήματα που θέτει η ταινία αυτή του Γερμανού καλλιτέχνη Γιούλιαν Ρόζεφελντ. Ταινία που αρχικά ξεκίνησε ως installation που ο Ρόζεφελντ παρουσίαζε σε 13 διαφορετικές εικόνες στην Αυστραλία και που, στη συνέχεια, το γύρισε σ’ αυτή την 95λεπτη ταινία.

Αντλώντας από κείμενα του Μαρξ, των ντανταϊστών, των σουρεαλιστών, των Supermatists, του Δόγματος 95 αλλά και ξεχωριστών ατόμων, ζωγράφων, αρχιτεκτόνων, χορευτών και κινηματογραφιστών (από Γκοντράρ και Τζάρμους μέχρι φον Τρίερ και Χέρτσοκ), ο Ρόζεφελντ έφτιαξε μια αρκετά πρωτότυπη ταινία που δίνει την ευκαιρία στην Κέιτ Μπλάνσετ να μας προσφέρει 13 διαφορετικές, συναρπαστικές ερμηνείες, μέσα από τα πρόσωπα που ερμηνεύει στα 13 αυτά μικρά σενάρια: από ηλικιωμένος, με μακριά αχτένιστα μαλλιά, άστεγος (στις πρώτες σκηνές, όπου αφηγείται απόσπασμα από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο), πενθούσα γυναίκα και μητέρα, μέχρι δημοσιογράφος, επιστήμονας, εργάτρια και δασκάλα, για να αναφέρω μερικά.

Μέσα από εικόνες εικαστικά πανέμορφες, σε ντεκόρ συναρπαστικά, συχνά σε αντίστιξη με αυτά που αφηγείται ή διαβάζει στο μακρύ της μονόλογο η Αυστραλή ηθοποιός (στην ταινία δεν υπάρχουν διάλογοι), ο Ρόζεφελντ χρησιμοποιεί αποσπάσματα από διάφορα γνωστά κείμενα, που μας μιλούν για την ανάγκη της ανατροπής των καθιερωμένων, για την απογύμνωση του καπιταλισμού, για τις ιδέες που εκτροχιάζονται και γενικά για την ανατροπή των πάντων, με στόχο να ερεθίσει τον θεατή, και να τον βάλει σε σκέψη.

Από τα καλύτερα τμήματα της ταινίας αναφέρω εκείνο με την Μπλάνσετ στο ρόλο της μητέρας που ετοιμάζει το γεύμα για τα παιδιά και τον άντρα της (στους ρόλους, αξίζει να σημειώσω, εμφανίζονται τα ίδια τα δυο παιδιά της και ο άντρας της) και τους βάζει να κάνουν την προσευχή τους, προσευχή που αποτελείται από κείμενα επαναστατικά, ή εκείνο με την Μπλάνσετ στο ρόλο της παρουσιάστριας των ειδήσεων που παίρνει συνέντευξη από μια δημοσιογράφο (που ερμηνεύει η ίδια), ή ακόμη εκείνο με την ηθοποιό, στο ρόλο της Ρωσίδας χορογράφου να διδάσκει (πάντα μέσα από διάσημα κείμενα) τους χορευτές σε μια σκηνή που θυμίζει τα χορευτικά του Μπάσμπι Μπέρκλεϊ.

Η  τέλος, εκείνο, και μια από τις καλύτερες, με την Μπλάνσετ στο ρόλο της δασκάλας που μιλάει στους μαθητές της με κείμενα από το Δόγμα 95 του φον Τρίερ και στη συνέχεια αναφέρει το διάσημο σλόγκαν του Γκοντάρ για την αντιγραφή ενός έργου («Σημασία δεν έχει από πού παίρνεις κάτι αλλά που το οδηγείς αυτό»), σλόγκαν που έχει σχέση και με όσα κείμενα ο Ρόζεφελντ δανείζεται από άλλους για να μας οδηγήσει στο ταξίδι που αυτός έχει επιλέξει. Σε ένα, πρέπει να τονίσω, ταξίδι συναρπαστικό, με οδηγό την Μπλάνσετ που με τις διάφορες, απίθανες «μεταμφιέσεις» της αποδεικνύεται μια έξοχη (αντάξια ενός Όσκαρ) ερμηνεύτρια!

 

** ½ – Ο γιος της Σοφίας

Ελλάδα, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ελίνα Ψύκου. Ηθοποιοί: Victor Khomut, Valery Tscheplanowa, Θανάσης Παπαγεωργίου, Χρήστος Στέργιογλου, Αρετή Σεϊνταρίδου, Υβόννη Μαλτέζου. 111 λεπτά.

Η ταινία “Ο γιος της Σοφίας” της Ελίνας Ψύκου καταπιάνεται με τη σχέση ανάμεσα στον 11χρονο Μίσα που καταφθάνει το καλοκαίρι του 2004 (περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων) από τη Ρωσία στην Ελλάδα για να επανενωθεί με τη μητέρα του, Σοφία, μετά από ένα μεγάλο διάστημα χωρισμού.

Η συνάντησή του με ένα καινούριο πατέρα, στο πρόσωπο ενός ηλικιωμένου άντρα που η μητέρα του έχει παντρευτεί, καθώς κι εκείνη με ένα νεαρό Ουκρανό, που προσπαθεί να μυήσει το νεαρό Μίσα στη δική του ζωή (να προσφέρει, όπως αυτός, σεξ για χρήματα σε γέρους), θα οδηγήσουν τον Μίσα στην αναζήτηση φυγής στα παραμύθια.

Ύστερα από ένα πολύ ενδιαφέρον πρώτο μέρος, όπου γνωρίζουμε τα κύρια πρόσωπα, και τοποθετείται το βασικό θέμα της ταινίας (σχέση Μίσα με τη μητέρα του και το οιδιπόδειο σύμπλεγμα με τις φροϋδικές αναφορές), το σενάριο ξεφεύγει, χωρίς εύλογη εξήγηση, σε διάφορα μονοπάτια, ενώ οι ωραίες κατά τα άλλα σκηνές με τα παραμύθια (ο ηλικιωμένος σύζυγος είχε, παλιότερα, επί εποχής ΥΕΝΕΔ, πετυχημένη τηλεοπτική εκπομπή για παιδιά) καθώς και η αποκάλυψη ενός φανταστικού υπογείου με παιχνίδια από ιστορίες της αρχαίας Ελλάδας αλλά και κλασικών ευρωπαϊκών παραμυθιών, όχι μόνο δεν προσθέτουν τίποτα στο κύριο θέμα αλλά και, κάποια στιγμή, αποδυναμώνουν την όλη ιστορία.

Εκείνο που θέλησε η Ψύκου είναι να μας δώσει την εικόνα μιας άλλης, άγνωστης για πολλούς, Ελλάδας. Εκείνης των μεταναστών και της καθημερινής, θλιβερής συχνά, χωρίς διέξοδο, ζωής τους, που η ανάγκη επιβίωσης τους οδηγεί σε καταστροφικές λύσεις. Η σκηνοθέτρια, που είχε δείξει το ταλέντο της με την προηγούμενη ταινία της, «Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά», σίγουρα διαθέτει μια ενδιαφέρουσα κινηματογραφική ματιά, εκείνο όμως που λείπει, τη φορά αυτή, από την ταινία της είναι ένα πιο σφιχτοδεμένο σενάριο (έπρεπε να είχε εστιάσει το ενδιαφέρον της πολύ περισσότερο στη σχέση ανάμεσα στο Μίσα και τη μητέρα του) και μια αντιμετώπιση με οικονομία, ρυθμό και γενικότερα ένα πλήρη έλεγχο των εκφραστικών της μέσων.

 

** ½ – Λαίδη Μακμπέθ

 

Lady Macbeth. Βρετανία, 2016. Σκηνοθεσία: Γουίλιαμ Όλντροϊντ. Σενάριο: Άλις Μπερτς, βασισμένη στη νουβέλα «Η Λαίδη Μακμπέθ του Μντσέσκ» του Νικολάι Λεσκόβ/ Ηθοποιοί: Φλόρενς Πουγκ, Κόσμο Τζάρβις, Πολ Χίλτον. 89 λεπτά.

Στην επαρχιακή Βρετανία, στα μέσα του 19ου αιώνα, μια νεαρή γυναίκα, που πωλείται ως νύφη σ’ ένα πλούσιο γαιοκτήμονα, ανακαλύπτει την ηδονή του σεξ αλλά και τις δυνατότητες που αυτό της προσφέρει, μέσα από τη σχέση της με ένα εργάτη του υποστατικού. Με βάση μια ρωσική νουβέλα, ο νέος Βρετανός σκηνοθέτης Γουίλιαμ Όλντροϊντ έφτιαξε μια καλογυρισμένη ταινία εποχής (η πετυχημένη ατμοσφαιρική φωτογραφία είναι του Άρι Γουέγκνερ), με στοιχεία θρίλερ, με κύριο ατού της την εξαιρετική ερμηνεία της 21χρονης Φλόρενς Πουγκ, η οποία, παρά τις φριχτές συχνά πράξεις της (ας μη ξεχνάμε πως είναι μια σχετικά πιο σύγχρονη σεξπιρική ηρωίδα), για να μπορέσει να κρατήσει την ανεξαρτησία της (στοιχείο συζητήσιμο) καταφέρνει να παραμείνει αρκετά συμπαθητική.