Της Ζωής Τόλη

Παρακολουθήσαμε «Το γλυκό πουλί της νιότης» του Τενεσί Ουίλιαμς, σε διασκευή – μετάφραση Μάριου Πλωρίτη και σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, στο θέατρο Κάτια Δανδουλάκη. Η ιστορία διαδραματίζεται στο Νότο των ΗΠΑ και πρωταγωνιστές είναι η Αλεξάνδρα ντε Λάγκο (ηθοποιός, ώριμη σε ηλικία, στη δύση της καριέρας της) και ο Τσανς Γουέιν (επί πληρωμή σύντροφος), με κοινό σημείο το ουτοπικό και εφήμερο, το ναρκισσισμό, την ανελέητη αίσθηση της αποξένωσης και της ήττας.

«Το γλυκό πουλί της νιότης», από τα πιο αγαπημένα και δημοφιλή έργα, είναι ένα στιβαρό θεατρικό έργο που από μόνο του απαιτεί ερμηνείες ενσυνείδητες και ολοκληρωμένες απέναντι σε μια ιστορία γεμάτη συγκρούσεις και αντιφάσεις, όταν το ΟΝΕΙΡΟ δυναμιτίζει την αυταπάτη και οι προσωπικές φιλοδοξίες αποδεικνύονται ψευδεπίγραφες.

 

Η μοναξιά και η αποτυχία αποβαίνουν το μότο των ηρώων και οι ποικίλες εκφάνσεις τους τούς οδηγούν μοιραία στη ματαιοδοξία και την αυτοκαταστροφή. Η Αλεξάνδρα και ο Τσανς συγκρούονται με τον εαυτό τους και συνακόλουθα με την κοινωνία, η οποία πιστή στον καθωσπρεπισμό της εναντιώνεται σ΄ ό,τι διαφορετικό παράγεται, ενθαρρύνοντας κάθε φυλετικό, πολιτικό, θρησκευτικό ή ιδεολογικό ρατσισμό.

 

Η Κάτια Δανδουλάκη, υποδυόμενη την Αλεξάνδρα ντε Λάγκο, αντιμετωπίζει το ρόλο με αδίστακτη ωριμότητα και ψυχικό σθένος, χωρίς όμως να απογειώνει το χαρακτήρα τής παρηκμασμένης ηθοποιού, εκτός από ορισμένες φορές, όπου πραγματικά ερμηνεύει σε βάθος την αλλοτριωμένη περσόνα. Αυτό γίνεται στο δεύτερο μέρος της παράστασης, όπου σε πείθει, ακριβώς γιατί πετυχαίνει την εξασφάλιση μιας πυκνής δραματουργικής ροής.

 

Οι δύο ήρωες συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον μέσα σ’ ένα κλίμα προσωπικής αιώρησης ανάμεσα στο αλκοόλ και τις ουσίες και με φόντο μια καθαρά οπισθοδρομική κοινωνία του αμερικάνικου Νότου. Γνωρίζουν πως ο ΧΡΟΝΟΣ περνά αμείλικτος και η αποτυχία είναι αδυσώπητη, όταν τα όνειρα μένουν ανεκπλήρωτα. Αγωνίζονται σκληρά να ξεγελάσουν το χρόνο και όταν αυτό δεν είναι εφικτό, καταρρέουν μέσα στις αυταπάτες τους και τις παραισθήσεις των επιθυμιών τους.

 

Ο ταλαντούχος Γιάννης Ποιμενίδης υποδύεται τον Τσανς Γουέιν, ένα φιλόδοξο νέο που θέλει να κατακτήσει το Χόλιγουντ με μοναδικό όπλο την ομορφιά και τη νιότη του. Ο τρόπος που αντιμετωπίζει το ρόλο είναι σκηνικά ενδιαφέρων, χωρίς όμως να μπορεί ο θεατής να διεισδύσει βαθύτερα και να συμπάσχει σ’ όσα του συμβαίνουν, όταν στη γενέτειρά του το καθεστώς της άρχουσας τάξης δείχνει ολοφάνερα και απειλητικά τη δύναμη της αναλγησίας και της εχθρότητας πάνω του. Εν κατακλείδι, η ερμηνεία του αποβαίνει άνιση σε σχέση με την αντίστοιχη της Δανδουλάκη, αλλά η προσπάθειά του αυτή σηματοδοτεί ένα υποκριτικά υποσχόμενο μέλλον.

 

Ξεχώρισε ο Κοσμάς Ζαχάρωφ (υποδύεται τον Μπος Φίνλεϊ) ο οποίος έκλεψε την παράσταση με μια απίστευτα αληθινή και ρωμαλέα ερμηνεία και προάγοντας την πλοκή του δράματος -ήταν ίσως ο μόνος που είχε ταυτιστεί με το χαρακτήρα που έπαιζε.

Επίσης πολύ καλή η Ιζαμπέλα Μπαλτσαβιά, που παίζει την Χέβενλι Φίνλεϊ, γιατί ερμήνευσε με εσωτερικότητα και σεβασμό το ρόλο της, εκτός από ελάχιστες στιγμές που άγγιζαν την υπερβολή.

Η Ολυμπία Σκορδίλη υποδύεται τη Λούση (μια γυναίκα ελευθερίων ηθών) αξιοπρεπώς μεν, αλλά χωρίς κάτι το ιδιαίτερο.

 

Αξίζει να αναφερθεί η συμβολή του Γιώργου Πάτσα στα σκηνικά και στα κοστούμια και η μουσική της Ελένης Καραΐνδρου, η οποία επιτυχώς «έντυσε» την όλη παράσταση με τις αξιόλογες επιλογές της.

 

Τέλος, ας μην ξεχνάμε τη δήλωση του Μάριου Πλωρίτη, πως το «γλυκό πουλί της νιότης» αρχίζει εκεί όπου τελειώνουν τ’ άλλα έργα της λυγρής (ολέθριας) πινακοθήκης του Τενεσί Ουίλιαμς.