Της Ζωής Τόλη

Είδαμε το «Θα πεθάνω αν πεθάνεις» της Maria Nygren, σε μετάφραση Βασίλη Παπαγεωργίου και σκηνοθεσία Έλενας Πέγκα στο «Χώρος Θέατρον», με μια ομάδα νέων ταλαντούχων ηθοποιών.

Μια ανατρεπτική παράσταση, βόμβα στα θεμέλια της παγκόσμιας κοινωνίας, για την κατεστραμμένη αθωότητα των εφήβων και την ευθύνη των μεγάλων (γονιών και όχι μόνο), οι οποίοι βολεμένοι μέσα στις συμβάσεις τους συντείνουν στην εξάπλωση της απελπισίας και του σκοταδιού, παραπαίουν έχοντας ολοσχερώς χάσει το μέτρο και την ισορροπία.

 

Η ευφυής Έλενα Πέγκα, σκηνοθέτις με αξιόλογη συγγραφική δουλειά στο χώρο του πρωτοποριακού θεάτρου, μας συστήνει μια νεότατη συγγραφέα από τη Σουηδία, την Anna Maria Nygren, και ένα έργο παραβατικό που θίγει το ζήτημα της ταυτότητας του σημερινού κόσμου μέσα στο οποίο μεγαλώνουν οι νέοι άνθρωποι. «Είμαστε αυτά τα παιδιά που δεν ξέρουμε τι σημαίνουν οι πράξεις μας, που τις κάνουμε ενώ τις φοβόμαστε». Θύματα που δεν ξέρουν πώς να ζήσουν αποκομμένα από το περιβάλλον των ενηλίκων, μιμούνται τις πράξεις και τα λόγια τους, κτίζοντας σταδιακά τα προσωπικά τους αδιέξοδα γεμάτα φόβο και κενό.

 

Μοιάζουν με πανικόβλητους επιβάτες ακυβέρνητου πλοίου σε τρικυμία. Η παράσταση παίζει με το φως (=συνείδηση) και το σκοτάδι (=φόβος). Παιδιά χωρίς γονείς, χωρίς προστασία, απορριμμένα και εγκαταλελειμμένα χωρίς παρόν και μέλλον. Η απουσία ελπίδας, το φλέρτ με το θάνατο, η μέθη που εξασφαλίζει το ακραίο και η απομόνωση, σ’ ένα δρόμο μόνο οδηγούν στην παράνοια. Και αυτό από μόνο του έχει το αφροδισιακό γνώρισμα της επικινδυνότητας.

 

Οι τέσσερις ήρωες του θεατρικού (δύο αγόρια και δύο κορίτσια), έχοντας ζήσει όλα τα παραπάνω, ψάχνονται μέσα στην αβεβαιότητα, την ανασφάλεια, το εφήμερο. Στεγνά από νοιάξιμο, αγάπη, εστία οικογενειακή. Η επαφή με την πραγματικότητα ανύπαρκτη, αφού λείπει η επαφή με τον πυρήνα του εαυτού (αυτογνωσία).

Διάλογοι ενδεικτικοί της ατμόσφαιρας που βιώνουν καθημερινά: «όλη η ζωή μάς γαμάει στον πόνο», «θα τιμωρηθείς», «ποτέ δεν νιώθεις ασφαλής», «τα πουλιά είναι τα πιο ωραία εδώ, τα πουλιά και τα χαλίκια».

 

2 tha pethano

 

Αυτά που προκαλούν πόνο είναι και αυτά που επιθυμούν, γιατί είναι αγριεμένα από την απουσία χαράς, είναι «παραλυμένα από το φόβο» (κι ας το παίζουν νταήδες) και η ολοκληρωτική απώλεια της ύπαρξής τους είναι προ των πυλών. Είναι τουλάχιστον τραγικό να βλέπεις τρυφερά παιδικά πρόσωπα με τη μάσκα της βίας και της αγριότητας, ενώ το νορμάλ μεταφράζεται σε κάτι το αγγελικό και αθώο. «Κάπως έτσι είναι (…) Αυτή είναι η γαμημένη επιθανάτια αγωνία. Τώρα όμως θα διασκεδάσουμε μέχρι θανάτου». Ακούγεται φυσιολογικό όταν η κούρσα θανάτου δεν έχει γυρισμό, σ’ έναν κόσμο που εκπέμπει μια απέλπιδα αισθητική, όταν η παιδικότητα και το ξύπνημα της άνοιξης που συνεπάγεται έχουν κάνει συμβόλαιο με το αναπόφευκτο της διάλυσης του εαυτού.

 

Οι πρωταγωνιστές ενσάρκωσαν τους χαρακτήρες με ταλέντο, πίστη και μεράκι. Ο Γιώργος Βουβάκης υποδύεται τον Άντι με ζήλο, σκηνική δεινότητα και άψογη τεχνική, τον Χάνες παίζει ο Ορέστης Καρύδας, που εκφράζει κατά κάποιον τρόπο το alter ego του Άντι, του επιστήθιου φίλου του και ερμηνεύει το ρόλο με άριστη υποκριτική πιστότητα. Η Αλεξάνδρα Ταβουλάρη είναι η Μούα, μια παρουσία αμφιταλαντευόμενη με έντονα συναισθήματα αγάπης για την Αυρήλια (Μισιχρόνη) και μίσους για τον Άντι. Η ανάγκη της για αγάπη και αποδοχή είναι πασιφανής και όταν περνάει στην ακούσια αποτρόπαια πράξη μεταλλάσσεται, γίνεται πιο αποφασιστική, πιο σκληρή. Εδώ μιλάμε για αντιστροφή των ρόλων. Χειρίζεται το χαρακτήρα ικανοποιητικά και με μια υποβόσκουσα δραματική ένταση.

 

Η Κατερίνα Μισιχρόνη μέσα στο ερμηνευτικό της κέντρο ξεχωρίζει, δείχνει το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της, διακρίνεται από μια υφέρπουσα πνευματικότητα, προκλητικά βεβαίως διατυπωμένη, εκμεταλλεύεται επάξια όλα τα εκφραστικά μέσα (λόγος, κίνηση) και στο τέλος μέσα από το φόβο αναγκάζεται να υποταχθεί στα προστάγματα της μεταλλαγμένης φίλης της (Μούα). Οι ψυχικές διαβαθμίσεις και εντάσεις άκρως πετυχημένες, οι ηθοποιοί σκιτσάρουν με περισσότερες ή λιγότερες ευκαιρίες ερμηνείας τους ρόλους τους.

 

4 tha pethano

 

Και όλα αυτά παραπέμπουν στη φερέλπιδα (για ακόμα μεγαλύτερες διακρίσεις) σκηνοθέτιδα, η οποία είχε πολύ δύσκολο έργο. Έπρεπε να διαχειριστεί το υλικό της έτσι ώστε και οι ηθοποιοί να συντονιστούν και οι θεατές να εισέλθουν στον εσωτερικό μανδύα του θεματικού πυρήνα του έργου. Μηνύματα απορρέουν πολλά, χωρίς ευτυχώς ηθικοπλαστικό χαρακτήρα. Η Έλενα Πέγκα κατάφερε να σκηνοθετήσει επαρκώς μια παράσταση με κοινωνικές – πολιτικές πινελιές, μια παράσταση με τρόπο ποιητικά ρεαλιστικό, ώριμο, με μελοδραματικό βάθος, χωρίς υπερβολές και το κυριότερο, δεν μας παρέδωσε ένα έργο αποτροπιαστικά σκληρό (παρότι το σενάριο ευνοεί), αντίθετα αποτύπωσε με ακρίβεια το κολασμένο κλίμα τη παρέας των εφήβων.

 

Καθοριστικής σημασίας η τελευταία σκηνή sans issue (=χωρίς διέξοδο). Επεδίωξε να μας δείξει πώς γινόμαστε εύκολη λεία στο αρνητικό, όταν πιστοί εκπρόσωποι του υλισμού βάζουμε το πνεύμα και την τέχνη σε δεύτερη μοίρα με την ελεύθερη αυτοδιάθεση να νοσεί.

 

Η βραβευμένη σκηνοθέτις σημειώνει πως η παραβατικότητα των εφήβων αποτελεί σύμπτωμα της δυσλειτουργίας ολόκληρου του κοινωνικού συστήματος. Η έννοια της κοινότητας στην οποία στηρίχτηκε η συνεκτικότητα των πολιτών έχει χάσει τη δύναμή της, οπότε η συνεχής απόσυρση της συλλογικής δράσης στερεί το άτομο από τη θωράκιση που είχε απέναντι στην όποια αποτυχία ή κακοτυχία.

 

Τα σκηνικά και τα κοστούμια επιμελήθηκε ο Valentino Marengo, τους φωτισμούς η Κατερίνα Μαραγκουδάκη, την κίνηση η Ίρις Νικολάου, τη μουσική ο Ορέστης Τάνης και την παραγωγή η ικανότατη Ρούλα Νικολάου.

Είναι μια ολοκληρωμένη δουλειά που αξίζει.