Της Ζωής Τόλη

Η «Σονάτα του Κρόιτσερ» του Λ. Τολστόι, στο Θέατρο Τέχνης στη Φρυνίχου, σε διασκευή του Αντώνη Πέρη, σκηνοθεσία Μαρίας Ξανθοπουλίδου, εμπνευσμένη από τη σονάτα για βιολί αριθμός 9 του Μπετόβεν (γνωστή περισσότερο και ως σονάτα του Κρόιτσερ). Φιλοσοφική νουβέλα, η οποία έχει αναγνωριστεί ως ένα από τα αρτιότερα παραδείγματα στην τέχνη της αφήγησης.

Η μουσική σύνθεση του Μπετόβεν προϋπήρξε του έργου του Τολστόι που ολοκληρώθηκε το 1889. Η νουβέλα περιστρέφεται γύρω από τη σεξουαλικότητα εκφράζοντας τη θέση του συγγραφέα ότι η σαρκική επιθυμία αποτελεί στην πραγματικότητα τροχοπέδη στις σχέσεις των δύο φύλων, ενώ μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε μικρές ή μεγάλες τραγωδίες. Η σονάτα αποτυπώνει την προσωπική, πνευματική και ηθική κρίση του Τολστόι. Πολύ συχνά κριτικοί συνδέουν τη δομή της ιστορίας με τη δομή του μουσικού έργου, εντοπίζοντας ομοιότητες ανάμεσά τους και παραθέτοντας ορχηστρικά μοτίβα που εκδηλώνουν ακραίες συναισθηματικές εναλλαγές.

 

Ο παράδοξος ήρωας Πόζντισιεφ βρίσκεται στο τρένο γυρίζοντας από τη φυλακή (έχει ήδη αθωωθεί), όπου προσπαθεί να πείσει το κοινό ότι δεν είναι ένοχος, αλλά και γιατί σκότωσε τη γυναίκα του και μητέρα των παιδιών του. Περιγράφει πώς διαταράχθηκε απ΄ τα εφηβικά του χρόνια μια για πάντα η σχέση του με τη Γυναίκα, πώς έμαθε να καταπιέζει τη σεξουαλικότητά του, πώς βίωνε την υποκρισία που χαρακτηρίζει την ερωτική συμπεριφορά και πώς τελικά αποδέχθηκε τη νόμιμη πορνεία του γάμου. Ο Τολστόι στο έργο αυτό ισορροπεί με μαεστρία ανάμεσα στην ψυχολογική ανάλυση, την κοινωνική κριτική και τη λογοτεχνική αφήγηση, φωτίζοντας τις πολύπλευρες διαστάσεις ενός φαινομενικά απλού εγκλήματος. Ταλαντεύεται ανάμεσα στο νηφάλιο κυνισμό και την ωμή ειλικρίνεια (Γιάννης Αντωνιάδης).

 

Ο Πόζντισιεφ έφτασε στο έγκλημα γιατί νόμιζε πως η γυναίκα του έχει εραστή το μουσικό (βιολιστής), με τον οποίο εκείνη χαιρόταν να παίζει μαζί του πιάνο. «Εμένα η μουσική με κατέστρεψε… είχαν ξεκινήσει όλα τόσο σωστά» εξομολογείται ο Πόζντισιεφ, υποστηρίζοντας πως η μουσική ως ισχυρότατο αφροδισιακό μπορεί να γίνει αιτία καταστροφής.

 

Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, πραγματικός σίφουνας, υποδύεται το ζηλόφθονο και βίαιο σύζυγο με δραματική ένταση και υποκριτική αυτοτέλεια. Ο αυτοσαρκασμός και η ειρωνεία οδηγούν σε συναισθηματικές κορυφώσεις ερμηνευτικού κύρους. Η πολυμορφία των εκφραστικών μέσων ντύνουν με πειστικότητα τις ψυχικές του μεταπτώσεις και τις απροσδόκητες αμφιθυμίες του. Ενσαρκώνει όχι απλά το ζηλιάρη που δεν αφήνει ζωτική έκταση στη σύντροφό του, αλλά μια επικίνδυνη προσωπικότητα ιδιαίτερα ευάλωτη με όλα τα χαρακτηριστικά του ανασφαλούς νάρκισσου.

 

Αυτή η ψυχολογική ανατομία οδηγεί σε διαταραχή η οποία φθάνει και στο έγκλημα. Αφηνιασμένος, μέσα σε τυφλό θυμό εκτελεί την αποτρόπαια πράξη νιώθοντας πρώτη φορά ελεύθερος, όπως ο ίδιος σημειώνει στη σκηνή του μαχαιρώματος.

 

2103972

 

Στην αρχή της παράστασης δήλωνε: «είναι παράλογο να ποθείς κάθε νύχτα αυτόν που δεν μπορείς να βλέπεις τη μέρα», ενδεικτικό στοιχείο της ψυχολογίας του. Έτσι σιγά σιγά έκτισε ένα θυελλώδη θυμό εναντίον της γυναίκας του με αριστοτεχνικό τρόπο και συχνές ερωταποκρίσεις προς τον εαυτό του. Υποψιαζόταν συνέχεια την υποτιθέμενη απιστία γινόμενος βάναυσος και εμμονικός, μέσα σε μία σχέση που κατέληξε σαρκοφαγική. Ελάχιστες μόνο στιγμές λησμονεί την παθολογική του ζήλια όταν γοητεύεται από τη μουσική, η οποία εκείνες τις στιγμές διεισδύει σε βαθιές πτυχές του εαυτού του και τον κάνει να απελευθερώνεται από παλιά τραύματα.

 

Η Κατερίνα Φωτιάδη παίζει την ντελικάτη σύντροφο του Πόζντισιεφ, μιλάει ελάχιστα, αλλά η παρουσία της έχει σκηνικό βάθος και η ερμηνεία της είναι ώριμη και συνειδητοποιημένη. Σε κάποια σημεία εξομολογείται: «ίσως για μια στιγμή να μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω το χρόνο, ίσως για μια στιγμή να μπορούσαμε να ξαναδούμε ο ένας τον άλλον όχι ως σύζυγοι, αλλά ως εραστές και να χαρίσουμε ο ένας στον άλλον την ελευθερία του». Αυτή η δήλωση είναι ρεαλιστικά πνευματική, μιλάει για αυτοδιάθεση και για οριοθέτηση εαυτού, για χώρο ανάσας στο σύντροφο, γιατί αλλιώς πνίγονται και οι δύο με αξιοθρήνητες εξελίξεις.

 

Η σκηνοθέτις Μαρία Ξανθοπουλίδου διαχειρίστηκε με επιδεξιότητα το υλικό της, που αναφέρεται στις ανθρώπινες σχέσεις με όλα τα πάθη και τις επιθυμίες, προσαρμόζοντας με το ταλέντο της όλη αυτή την εκρηκτική προίκα του έργου με τη μουσική του Μπετόβεν. Ο θεατής έλκεται από την αισθητική που παράγεται και μεταφέρεται σε πιο δικά του αναφορικά σχήματα και υπαρξιακές συναντήσεις. Θέατρο και μουσική συναντώνται και το αποτέλεσμα είναι άκρως καλλιτεχνικό. Είναι σαν μία επιτομή της ψυχαγωγίας, αφού θεατρικό δρώμενο και υπέροχη μουσική αναμιγνύονται σε μία ονειρική χημεία.

 

Ο Θοδωρής Οικονόμου στο πιάνο, κάτι παραπάνω από άψογος. Σκηνικά-κοστούμια η Αριάδνη Βοζάκη, κίνηση η Κατερίνα Φωτιάδη, φωτισμοί η Βαλεντίνα Ταμιωλάκη και video ο Αλέξανδρος Κακλαμάνος. Όλοι και όλα συνετέλεσαν ώστε αυτή η δραματοποιημένη νουβέλα να χαρίσει τους καρπούς της στους θεατές ως ένα μάθημα ζωής.

 

Το έργο είναι διαχρονικό, το θέμα των σχέσεων αιώνια επίκαιρο για έρωτα, φθορά μέσα στο γάμο, προσωπικά αδιέξοδα, ασφυξία και συναισθηματική μοναξιά. Συστήνεται ανεπιφύλακτα η παρακολούθηση αυτής της θεατρικής δουλειάς.