Της Ζωής Τόλη

«Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ευγένιου Ο’ Νιλ, στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, σκηνοθεσία Αντώνη Αντύπα και μουσική Ελένης Καραΐνδρου. Αυτό το αριστούργημα ανεβαίνει ξανά στο Εθνικό έπειτα από 80 χρόνια.

Το έργο εκδόθηκε και παρουσιάστηκε στο κοινό το 1924, σε μια προσπάθεια του συγγραφέα να αναμορφώσει το αμερικάνικο όνειρο. Βαθιά επηρεασμένος από τον Στρίντμπεργκ όσο και από την ελληνική τραγωδία, συνθέτει ένα σύγχρονο ποιητικό δράμα, μια διασκευή του «Ιππόλυτου» του Ευριπίδη, όπου η Φαίδρα ερωτεύεται το γιο του συζύγου της Θησέα, αλλά εμπεριέχοντας και στοιχεία από τη Μήδεια.

 

Το έργο διαδραματίζεται στο αγρόκτημα του Εφραίμ Κάμποτ (Γιώργος Κέντρος), ενός Ιρλανδού μετανάστη, ο οποίος πασχίζει να στήσει τη ζωή του στη Νέα Αγγλία των ΗΠΑ. Εκεί ζει με τους τρεις γιους του, τον Πίτερ (Γιαλελής), τον Σίμεον (Παναγόπουλος) από τον πρώτο γάμο και τον Ίμπεν (Χριστοδούλου) από το δεύτερο. Η σκληρή δουλειά και η καταπίεση από το δεσποτικό πατέρα, μετά την τρίμηνη απουσία του, θα ωθήσει τους δύο μεγαλύτερους γιους να μεταναστεύσουν στη «Γη της Επαγγελίας», η οποία για την εποχή που αναφέρεται το έργο (1850) είναι η Καλιφόρνια.

 

3 ethniko fonosΣτο κτήμα παραμένει ο τρίτος γιος, ο οποίος ερωτεύεται την Άμπι, νέα και όμορφη μητριά (Κίτσου). Η συγκυρία θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός ισχυρού και συγχρόνως παράδοξου ερωτικού τριγώνου, μέσα από το οποίο ο Ο’Νιλ θα αποτυπώσει τις υπαρξιακές του ανησυχίες και τις πολιτικές αναζητήσεις, ανάγοντας το έργο σε κορυφαίο δείγμα του αμερικάνικου ρεαλισμού, με αναφορές σε ελληνικά μυθολογικά πρότυπα, τα οποία εμπνέουν το σπουδαίο δραματουργό.

 

Συναισθηματικά και οικογενειακά αδιέξοδα, συνεπεία της παθολογίας του αμερικάνικου όνειρου και της ζωτικής ανάγκης για ιδιοκτησία και κυριαρχία, αναδεικνύονται στο έργο του δημιουργού, ο οποίος γνωρίζει τις δαιδαλώδεις διαδρομές της ανθρώπινης ψυχής. Οι απλοί αγρότες μετατρέπονται σε σύμβολα του σύγχρονου κόσμου, οι οποίοι όπως και οι ήρωες της αρχαιοελληνικής τραγωδίας συνομιλούν διαρκώς με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Διακρίνονται βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα ως απόγονου Ιρλανδών μεταναστών (γύρω στα 1850 οι γονείς του ζούσαν στα πτωχοκομεία -hot spots- του Λονδίνου).

 

Το θεματικό κέντρο του δράματος έχει να κάνει με το ξερίζωμα, την επιθυμία να αποκτήσει καινούργια εστία, με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Η ιδιοκτησία είναι το όνειρο του κάθε μετανάστη ή πρόσφυγα. Εκτός από τη σκληρή δουλειά και την αυταρχική συμπεριφορά του πατέρα, βλέπουμε έναν έρωτα και έναν διακαή πόθο, την Καλιφόρνια (Kalifornia dreaming).

 

Ο έμπειρος Γιώργος Κέντρος υποδύεται τον Εφραίμ, τον σκληροτράχηλο πατριαρχικό χαρακτήρα, ιδιοκτήτη της φάρμας, που δεν κάνει παραχωρήσεις σε θέματα αρχών (όπως βέβαια τις αντιλαμβάνεται ο ίδιος). Με αδρή και στιβαρή ερμηνεία, πατάει στέρεα στο θεατρικό σανίδι, με μια ισορροπία σκηνική, που όμως ορισμένες φορές διαταράσσεται από ένα πομπώδες ύφος και μια επιτηδευμένη εκφορά λόγου, που δεν έχουν να προσθέσουν κάτι στην όλη τεχνική. Η αλαζονική πλευρά του Εφραίμ Κάμποτ αναδείχτηκε με ευκρίνεια, καθώς επίσης και η ταπεινωτική του «πτώση». Βλέπουμε την αποκαθήλωση ενός γίγαντα -όπως φανταζόταν τον εαυτό του-, έναν κατακτητή ύλης και ανθρώπων να έχει ηττηθεί από το θανατηφόρο χαρακτήρα του.

 

Την Άμπι παίζει η Μαρία Κίτσου με αξιοπρέπεια, χωρίς ιδιαίτερες κορυφώσεις στο πρώτο μέρος, όπου παρατηρήθηκε μια «άνεση», η οποία αφαιρώντας βασικά δραματικά στοιχεία από το ρόλο, τον στέρησε από φρεσκάδα. Σε συγκεκριμένες σκηνές του δεύτερου μέρους ήταν πολύ καλή ερμηνευτικά, γιατί εκεί κατάφερε να λειτουργήσει με δραματική ένταση σε σχέση με το εύρος του ρόλου της. (Η σκηνή προς το τέλος, όπου αντιμετωπίζει τον «αφέντη» της, είναι ενδεικτική της ωριμότητας και της πειστικότητας της τραγικής περσόνας που υποδύεται)

 

Ο ταλαντούχος Γιώργος Χριστοδούλου ενσαρκώνει τον Ίμπεν και με αμεσότητα και φυσικότητα αποτυπώνει αριστοτεχνικά τις ψυχολογικές διακυμάνσεις και μεταπτώσεις. Κοντά στο ερμηνευτικό του κέντρο κερδίζει το θεατή.

Πολύ καλοί οι Νίκος Γιαλελής ως Πίτερ και Παναγιώτης Παναγόπουλος ως Σίμεον, άνετοι, σπαρακτικά απλοί, με πηγαία ορμή ακολούθησαν πιστά την κλασική σκηνοθεσία του Αντώνη Αντύπα.

 

Αν λάβουμε υπόψη ότι ο Ο’ Νιλ πραγματεύεται περιθωριοποιημένους χαρακτήρες εγκλωβισμένους σε αδιέξοδα, που πασχίζουν να διατηρήσουν όνειρα και φιλοδοξίες φθάνοντας τελικά στην απόγνωση, η σκηνοθετική διαδρομή υπήρξε επιτυχής. Την απαισιοδοξία και το τραγικό που αποπνέει το συγκεκριμένο αριστούργημα του αμερικανικού θεάτρου κατάφερε ο Αντύπας να τα δώσει. Η σκηνοθεσία στέκεται με σεβασμό στα συστατικά του λόγου και της δομής του έργου βοηθούμενη από τη μετάφραση, τα σκηνικά-κοστούμια (Γιώργος Πάτσας), τους φωτισμούς (Μελίνα Μάσχα), τη μουσική (Ελένη Καραΐνδρου) και την κίνηση (Σταυρούλα Σιάμου), όλα εξαιρετικά.

 

Στο κλασικό αυτό κείμενο ο θεατής επικεντρώνει την προσοχή του όχι μόνο στο συγκεκριμένο «γεωγραφικό χρώμα», που δίνει ο δημιουργός, αλλά κυρίως σε πανανθρώπινα πάθη που αποδεσμεύουν συγκρουόμενες επιθυμίες. Αυτή είναι και η διαχρονικότητα αυτής της δουλειάς.

 

«Ο θεατρικός συγγραφέας έχει χρέος να σκάβει στις ρίζες της αρρώστιας των ημερών μας -που συνίσταται στο θάνατο και την αδυναμία της επιστήμης και του υλισμού να προσφέρουν έναν καινούργιο θεό-, στο πρωτόγονο θρησκευτικό ένστικτο που επιζεί μέσα μας ώστε να δώσει ένα νόημα στη ζωή μας και μια παρηγοριά για τους φόβους μας μπροστά στο θάνατο»

Ευγένιος Ο’Νιλ