Φεστιβάλ Δράμας

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Με συνολικά 144 ταινίες στο τετραήμερο πρόγραμμά του, το φετινό Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας (39ο για τις ελληνικές ταινίες και 22ο για το διεθνές) έδειξε, όπως και στις υπόλοιπες πρόσφατες εκδηλώσεις του, πως οι νέοι Έλληνες και ξένοι σκηνοθέτες εξακολουθούν να καταπιάνονται, όπως και οι συνάδελφοί τους στις ταινίες μεγάλου μήκους, τόσο με τα καυτά επίκαιρα κοινωνικά, πολιτικά και οικογενειακά θέματα όσο και με τις προσωπικές τους (συχνά περιορισμένες) ανησυχίες.

Εκείνο όμως που αξίζει να τονίσει κανείς είναι πως στις 144 ταινίες λιγοστές είναι οι ταινίες εκείνες (ιδιαίτερα οι ελληνικές) που προσπαθούν να αρθρώσουν κάτι το ξεχωριστό και να δείχνουν πως οι σκηνοθέτες τους ξέρουν να χρησιμοποιούν σωστά και με φαντασία την κινηματογραφική γλώσσα, που δεν περιορίζεται στο σενάριο (δυστυχώς συχνά μέτρια αναπτυγμένο) ή την απλή κινηματογράφηση των χώρων ή των προσώπων, αλλά έχει να κάνει με τη σωστή επιλογή των χώρων (που μπορεί να έχει κάποια σχέση ή και να είναι σε αντίστιξη με όσα συμβαίνουν), το καδράρισμα της εικόνας, τη χρήση των ήχων (στοιχείο πολύ συχνά παραμελημένο από τους περισσότερους) ή της μουσικής.

 

unspecified 8

Χρυσός Διόνυσος: «Κύβος» του Αλέξανδρου Σκούρα

 

Μπορεί οι μέρες προβολών του φεστιβάλ (στην πραγματικότητα τέσσερις μόνο) να είναι λίγες, όπως τόνισε στην ομιλία του ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ, Αντώνης Παπαδόπουλος, οι ώρες όμως των προβολών των 144 αυτών ταινιών, τόσο του ελληνικού όσο και του διεθνούς τμήματος, είναι υπερπλήρεις, και χωρίς ιδιαίτερο λόγο, και απαιτείται μια καλύτερη επιλογή τόσο από την προκριματική επιτροπή όσο και από τον καλλιτεχνικό διευθυντή, ώστε ο αριθμός να περιοριστεί, πράγμα που θα βοηθήσει και τις κριτικές επιτροπές, που δεν προλαβαίνουν να τρέχουν από τη μια προβολή στην άλλη, σε αίθουσες που δεν προλαβαίνουν να κάνουν ένα μικρό, αναγκαίο διάλειμμα.

 

Από τις 52 ταινίες του διεθνούς διαγωνιστικού τμήματος ξεχωρίσαμε κατ´ αρχάς την ουγγρική «Πριν το γεύμα» (φωτ. ανοίγματος) του Σίμον Λάσλο (βραβείο FIPRESCI καλύτερης ταινίας), μια καθαρά πολιτική, τολμηρή ταινία, μια ξεκάθαρη, κριτική ματιά πάνω στην αρνητική στάση της ουγγρικής κυβέρνησης (και των άλλων πρώην σοσιαλιστικών χωρών) απέναντι στο μεταναστευτικό πρόβλημα, που απασχολεί σήμερα την ανθρωπότητα και ιδιαίτερα τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Εκείνο που εντυπωσιάζει στην ταινία και που δείχνει την προσπάθεια του σκηνοθέτη να δώσει μια νέα, φρέσκια, πάνω από όλα κινηματογραφική, ματιά στην ταινία του είναι ο τρόπος κινηματογράφησης του γεγονότος. Βρισκόμαστε στα 1944, εποχή δηλαδή της γερμανικής κατοχής, σε κάποια απροσδιόριστη ουγγρική πόλη. Με ένα 9λεπτο, μαυρόασπρο μονοπλάνο, η κάμερα του Λάσλο παρακολουθεί ένα νεαρό αντρόγυνο να ετοιμάζει το μεσημεριανό του γεύμα, ενώ δίπλα, το παιδί τους παίζει, ενώ, στη συνέχεια, ύστερα από κάποιο θόρυβο στο δρόμο, τους ακολουθεί στο παράθυρο και «βλέπει» μαζί τους μια γραμμή από άντρες και γυναικόπαιδα, να οδηγούνται από χωροφύλακες.

 

Στη συνέχεια, και πάντα με το ίδιο μονοπλάνο, παρακολουθούμε το αντρόγυνο να γεμίζει μια παλιά βαλίτσα με ρούχα, να βάζει τα φαγητό σε ένα καλάθι, να αρπάζει μια κανάτα με νερό, και μαζί με το παιδί του να βγαίνουν έξω από το σπίτι. Στέκονται στο δρόμο έτοιμοι να προσφέρει τη βοήθειά τους στους ανθρώπους που οδηγούνται, από αυτό που βλέπουμε, σε μεγάλα φορτηγά αυτοκίνητα. Οι χωροφύλακες δεν αφήνουν μια γυναίκα που προσπαθεί να πάρει το φαγητό που της προσφέρει η νεαρή σύζυγος, ενώ, όταν η τελευταία προσπαθεί να δώσει νερό σε έναν διψασμένο που περνάει δίπλα της, ο χωροφύλακας τη σπρώχνει βίαια ρίχνοντάς τη στο έδαφος και της φωνάζει αγριεμένος: «Τι Ουγγαρέζα γυναίκα είσαι;».

 

Το πλάνο κλείνει με το ζευγάρι, κρατώντας το μικρό παιδί του, να επιστρέφει φοβισμένο και απογοητευμένο στο σπίτι, ενώ η «πομπή» με τους κρατούμενους (συλληφθέντες;) οδηγείται στα λεωφορεία που θα τους πάνε στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης και τα κρεματόρια -και όχι μόνο, μια και, όπως καταλαβαίνουμε, τόσο η ερώτηση προς τη γυναίκα όσο και η όλη ατμόσφαιρα παραπέμπουν στη σημερινή, φρικτή με διαφορικό τρόπο, ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στις ευρωπαϊκές εκείνες χώρες που κάποτε πρέσβευαν και πίστευαν στην αλληλεγγύη και την ανθρώπινη συμπαράσταση.

 

Αναφέρθηκα με λεπτομέρεια στην ταινία αυτή, για να δείξω αυτό που ανέφερα στην εισαγωγή μου: το πώς ένας κινηματογραφιστής μπορεί να χρησιμοποιήσει δραματουργικά, με φαντασία και ευρηματικότητα, όλα τα μέσα που του προσφέρει η κινηματογραφική γλώσσα. Δυστυχώς, λιγοστές αποδείχτηκαν οι ταινίες εκείνες, και στα δυο τμήματα του φεστιβάλ, που εκμεταλλεύτηκαν επάξια τα μέσα αυτά.

 

Every time I say Good bye

 

Από το διεθνές φεστιβάλ αξίζει να αναφέρω δύο ακόμη ταινίες: την κινέζικη «Κάθε φορά λέμε αντίο» (φωτ. πάνω) του Τσάο Λιάνγκ, μια ακόμη μαυρόασπρη (στο μεγαλύτερο μέρος της) ταινία, γυρισμένη με ένα μονοπλάνο που θυμίζει τον δικό μας Αγγελόπουλο, η οποία παρακολουθεί μια άρρωστη ηλικιωμένη γυναίκα, στην αρχή στο νοσοκομείο (από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας) και στη συνέχεια στο σπίτι της, όπου αντιμετωπίζει, μέσα από τις μνήμες της (σε έγχρωμο φιλμ), συγγενείς και φίλες.

 

Και την ταινία «Το ίδιο αίμα» του Μίτρι Σεμένοφ-Αλεϊνίκοβ από τη Λευκορωσία, που παρουσιάζει τα αποτελέσματα της παράλογης βίας μέσα από την ιστορία μιας ομάδας νεαρών, που, στη διάρκεια μιας διαδήλωσης ενάντια στην αστυνομική βία, πέφτουν θύματα της δικής τους βίας.

 

Felicita

 

Από ελληνικής πλευράς, από τις ταινίες που κατάφερα να δω, αναφέρω αρχικά την ταινία «Felicita» (φωτ. πάνω) του Γιάννη Ζαφείρη: η δυσλειτουργική οικογένεια, η έλλειψη των αισθημάτων, δοσμένα μέσα από μια αντονιονική ματιά, όπου οι χώροι (ένα άδειο γήπεδο, που εκπροσωπεί και την έλλειψη των αισθημάτων), η επιλογή και τοποθέτηση των πλάνων (με την κάμερα να παρουσιάζει, πάντα μέσα από το τζάμι, άλλοτε τον άντρα κι άλλοτε τη γυναίκα, με το δεύτερο πάντα πρόσωπο δοσμένα αχνά, σαν να έχει αφαιρεθεί από τη ζωή του άλλου), το «παιχνίδι» με τους ήχους (της μπάλας που κλοτσάει το αγόρι και που ακούγεται πίσω από τα πλάνα του ενήλικου ζευγαριού), αλλά και η ειρωνεία (η ξαφνική αποκάλυψη πως δεν πρόκειται για το σύζυγο, αλλά για τον εραστή και νονό του παιδιού), δείχνουν ένα σκηνοθέτη με ωραία κινηματογραφική ματιά.

 

Τη δυσλειτουργική οικογένεια συναντάμε και στην «Αλεπού» (βραβείο ΠΕΚΚ και βραβείο «Τώνια Μαρκετάκη») της Ζακλίν Λέντζου, μια ακόμη ωραία ματιά πάνω στα πρόσωπα και τις διάφορες καταστάσεις, γύρω από μια οικογένεια (τη μητέρα και τα τρία παιδιά της), με τα δυο παιδιά να παίζουν ξέγνοιαστα και τον μεγαλύτερο αδερφό να διασκεδάζει και να συνουσιάζεται με τη νεαρή φιλενάδα που φέρνει στο σπίτι, τη στιγμή που η μητέρα τους σκοτώνεται σε αυτοκινητικό δυστύχημα ενώ πάει να βρει το φίλο της. Παρά τις κάποιες αδυναμίες στο ρυθμό (θα μπορούσε άνετα να είναι λιγότερη σε διάρκεια), κάπου στη μέση της αφήγησης (στις ερωτικές σκηνές και σ’ εκείνες του θανάτου του σκύλου) η ταινία καταφέρνει να παρουσιάσει, μέσα από μια σωστή ματιά, μια ολοκληρωμένη ιστορία.

 

 

 

Στις καλές, πειστικές (και με χιούμορ στην αφήγησή της) ιστορίες κι εκείνη στην «γκονταρτική» ταινία «Η Αλίκη στο καφέ» (φωτ. πάνω) του Δημήτρη Νάκου, που μέσα από τη σχέση ενός νέου (εραστή μιας μεγαλύτερής του ηλικίας γυναίκας) και της νεαρής Αλίκης, που συναντά σ’ ένα καφέ, η οποία -παρά ένα κάπως μέτριο πρώτο μέρος (τα τσιτάτα των διαλόγων που μιμούνται κάπως τον Γκοντάρ, μοιάζουν ψεύτικα)- μας μιλά έμμεσα και διακριτικά και για τη σημερινή κοινωνική κατάσταση.

 

Την ικανότητα μιας στρωτής, με προσεγμένα πλάνα και σωστή χρήση της μουσικής, έδειξε να κατέχει και ο Αλέξανδρος Σκούρας με την ταινία του «Κύβος» (Χρυσός Διόνυσος καλύτερης ταινίας). Μια ακόμη ταινία γύρω από μια δυσλειτουργική οικογένεια, με μια καταπιεστική μητέρα (έτοιμη για ένα ψέμα που προκαλεί ρήξη με φίλη της), και τα τρία ενήλικα, αποξενωμένα παιδιά της.

 

3D animation

 

Εξαιρετική εντύπωση προκάλεσαν οι Αντώνης Ντούσιας και Άρης Φατούρος με την animation ταινία τους «Αίνιγμα» (φωτ. πάνω), εμπνευσμένη από τους πίνακες του σουρεαλιστή ζωγράφου Θόδωρου Πανταλέοντα, με την τρισδιάστατη κάμερά τους να ανιχνεύει και να ταξιδεύει σε εικόνες και πίνακες που θυμίζουν σουρεαλιστές όπως οι Νταλί, Ντε Κίρικο και Ντισάμ.

 

Στο καλό της σενάριο οφείλεται η επιτυχία της ταινίας «Twist» του Μιχάλη Παπαντωνόπουλου, γύρω από εφτά καθηγητές, οι οποίοι, σαν τους «12 ένορκους» του Λουμέτ, συζητούν αν πρέπει να αποβάλουν από το σχολείο το κορίτσι που τοποθέτησε ακαθαρσίες στην καρέκλα μιας καθηγήτριας.

 

Τέλος, «Άσκηση ύφους», με αναφορές στον Όρσον Γουέλς και τη «Δίκη» του Κάφκα, ήταν η εξπρεσιονιστική μαυρόασπρη ταινία «Αντίδοτον» (Βραβείο καλύτερης ταινίας «Έλληνες του Κόσμου»), του Μιχάλη Χαπέσιη, που δείχνει να ξέρει καλά την κινηματογραφική γλώσσα και που ελπίζω να μπορέσει να χρησιμοποιήσει για να μας αφηγηθεί σε μια μεγάλης διάρκειας ταινία.

 

Τα βραβεία του 39ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους μπορείτε να τα δείτε εδώ.