Του Παύλου Μεθενίτη

Πείτε με αρτηριοσκληρωτικό, αλλά το νεοτερισμό του «ατμίσματος» δεν θα τον υιοθετούσα ποτέ. Έχω να βάλω τσιγάρο στο στόμα μου δύο χρόνια σχεδόν, ύστερα από 36 χρόνια συνεχούς καπνίσματος – δεν ξέρω για άλλους που το έκοψαν μαχαίρι, αλλά, ακόμα, δεν περνάει μέρα που να μη νιώθω την έλλειψή του.

Ίσως όλο και λιγότερο, αλλά το τσιγάρο, για μένα, πάντα θα υπάρχει στην άκρη του μυαλού μου, σίγουρα ως στοιχείο της προσωπικής μου μυθολογίας. Όσο ζω μάλλον θα συνεχίσω να ψάχνω, αφηρημένος, στις τσέπες μου για τα τσιγάρα και τον αναπτήρα που δεν κουβαλώ πλέον πάνω μου, ενώ μάλλον θα συνεχίσω να λέω στους καπνιστές φίλους μου πως όχι μόνο δεν με ενοχλεί ο καπνός τους, αλλά φυσήξτε τον πάνω μου, παρακαλώ.

Αυτοί βέβαια γελούν, και θα γελούν, πάντα, γιατί νομίζουν πως χαριτολογώ – πού να ήξεραν με πόση λαχτάρα ανασαίνω τον καπνό τους, αυτή τη φευγαλέα πνοή που πρώτα πέρασε από τα πνευμόνια τους, ακριβώς όπως ο ματάκιας, ο μπανιστηρτζής, που ταΐζει την έλλειψή του, τη μισερή καρδούλα του, με εικόνες από αλλότριες ολοκληρωμένες ηδονές.

Όμως, σ’ αυτά τα δύο χρόνια, αν και μερικές φορές μου ήρθε να βαρέσω το κεφάλι μου στον τοίχο, αν και έκανα χιλιόμετρα τις μικρές ώρες της νύχτας γεμάτος νεύρα, αν και έφτασα να σιχαθώ τον καφέ και το ποτό μου, καθώς τα έβλεπα ορφανά πάνω στο τραπέζι, αποκομμένα από το φυσικό τους συμπλήρωμα, το τσιγάρο, αν και κατάλαβα τι σημαίνει στ’ αλήθεια πορνογραφία χαζεύοντας τα προκλητικά πακέτα στα περίπτερα και στα μίνι μάρκετ.

 

Αν και αδυνατούσα τους πρώτους μήνες να συγκεντρώσω το μυαλό μου, διαβάζοντας πέντε φορές μια απλή πρόταση των έξι λέξεων, αν και πήρα στην αρχή οχτώ κιλά γιατί χαζομπουκωνόμουν συνεχώς, αν και έπαθα μια ήπια, ας πούμε, κατάθλιψη, αν και μασουλούσα καλαμάκια, αν και έχω ακόμα μια παρθένα, άκαπνη, άοσμη και πεντακάθαρη τσιγαρόπιπα μονίμως στα χέρια και στο στόμα μου, αν και τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα ονειρεύομαι τον εαυτό μου να καπνίζει, σε ένα ενοχικό ντελίριο απόλαυσης, αν και περνώ δύσκολα με δυο λόγια, ποτέ, μα ποτέ δεν σκέφτηκα να… ατμίσω κι εγώ, όπως τόσοι άλλοι.

 

tsigarob

Γιατί; Ίσως επειδή, μεταξύ μας, μου φαίνεται λίγο ντροπή. Θέλω να πω, είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που έζησε τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής του, καλές και κακές, με ένα αναμμένο τσιγάρο στο χέρι, είναι δυνατόν να αρχίσει να παίζει το κλαρίνο των ατμών, όπως μερικοί και μερικές που το κρεμούν κιόλας στο λαιμό τους με κορδονάκι, σαν να είναι αναπνευστήρας;

 

Είναι δυνατόν ένας παλαίμαχος, ένας βετεράνος καπνιστής που έχει ανάψει μυριάδες τσιγάρων, που έχει εισπνεύσει και εκπνεύσει νεφελώματα μυρωδάτου καπνού, είναι δυνατόν να ξεπέσει, να περιοριστεί στη χρήση ενός γλίσχρου ηλεκτρονικού υποκατάστατου, που είναι κάτι σαν ατομική χύτρα ταχύτητος με άρωμα φράουλας; Είναι δυνατόν να προσβάλω τη λαχτάρα των κυττάρων μου για νικοτίνη, δίνοντάς τους αυτό το ντεμέκ τσιγάρο, αυτή την ηλεκτρονική επαναφορτιζόμενη πιπίλα για μεγάλους;

Ή καπνίζεις, ή δεν καπνίζεις. Καλύτερα, για την υγεία και την τσέπη σου φυσικά, είναι να μην καπνίζεις. Το ηλεκτρονικό τσιγάρο μπορεί να έχει βοηθήσει κάποιους να περιορίσουν ή να κόψουν το πραγματικό, αλλά ακόμα δεν έχει μελετηθεί επαρκώς η όποια επικινδυνότητά του, γιατί ακριβώς είναι τόσο πρόσφατο ακόμα, χώρια που κάποιες πρώιμες μελέτες λένε πως για κάποιους νέους λειτουργεί αρνητικά, ως προθάλαμος του κανονικού τσιγάρου.

Ενώ σχεδιάστηκε υποτίθεται για να περάσεις από το κάπνισμα στο άτμισμα, κάποιοι κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Όπως και να ’χει, προσωπικά θα ντρεπόμουν να πω πως «ατμίζω», ή πως είμαι «ατμιστής». Πείτε με αρτηριοσκληρωτικό, που μπορεί και να είμαι, κατά κυριολεξίαν και εκ της ηλικίας μου, αλλά ο φαιδρός νεολογισμός «ατμίζω» μου θυμίζει έντονα το «αερίζομαι» (τον μεσοπαθητικό τύπο του ρήματος αερίζω), που μεταξύ άλλων σημασιών, έχει κι εκείνη του «πέρδομαι».