Της Ζωής Τόλη

«Ένας άνθρωπος επιστρέφει στην πατρίδα του πιστεύοντας ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν», στο θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν, σε διασκευή της Ιόλης Ανδρεάδη και του Άρη Ασπρούλη, πάνω στο «Murder in the Cathedral», το πρώτο ολοκληρωμένο θεατρικό έργο του Τ.S.Eliot, το οποίο μετέφρασε ο μεγάλος Γιώργος Σεφέρης.

Συμπαραγωγή του θεάτρου Τέχνης με τη « Λυκόφως» του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου και το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Ιωαννίνων.

Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, παρουσιάζεται από τις αρχές Δεκεμβρίου, στο ιστορικό υπόγειο του Κάρολου Κουν.

Μία θεατρική δουλειά, που αναφέρεται στην αληθινή ιστορία του Τόμας Μπέκετ, του Άγιου Θωμά, στην Αγγλία του 12ου αιώνα, ο οποίος δολοφονήθηκε μέσα στην ίδια του την εκκλησία, την ώρα που προσευχόταν, παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1170. Το έργο ξεκινά από τη στιγμή, που επιστρέφει από τη Γαλλία, μετά από εξορία επτά ετών.

Στη νέα μεταγραφή των Ιόλης Ανδρεάδη και Άρη Ασπρούλη και σε μια ποιητική γλώσσα, βλέπουμε ένα Θωμά να αμφισβητεί τον εαυτό του, γεμάτος αντιφάσεις, μέσα στη μάχη του καλού με το κακό, σε μια αναμέτρηση της ψυχής με την κοσμική εξουσία και το θεό.

 

Ωστόσο περνάει σε μια στιγμή απόλυτη για τον ίδιο, που η κάθε αμφιβολία έχει αναιρεθεί και εξαγνισμένος πια, εσωτερικά πεντακάθαρος, ως αγιορείτικη φιγούρα, βέβαιος για την αυταπάρνησή του, πορεύεται προς τη θυσία. Η θρησκευτικότητα της πράξης του σηματοδοτεί την υπέρβαση κάθε γήινου στοιχείου φωτίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη «θεϊκή» του διάσταση. Μεταποιείται με σκοπό το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση, διακηρύττοντας την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα κοσμικά, σε μια κοινωνία άκρως διεφθαρμένη.

Αυτό το μανιφέστο εμπεριέχει και τη διαχρονικότητα των προθέσεων του θεατρικού κειμένου, καθότι ταιριάζει απόλυτα στη χρεοκοπία των σύγχρονων κοινωνιών, όπου το δύσμοιρο άτομο συνθλίβεται ολοσχερώς κάτω από το βάρος μιας ανελέητης εξουσίας, χωρίς καμμία ελπίδα ανάνηψης.

Έτσι η πολυεδρική δράση του Αγίου εξυψώνεται, αφού καταστέλλοντας και τις τελευταίες του αναστολές νικάει παντελώς την ιδέα του θανάτου. Η πολεμική του απέναντι στην νομενκλατούρα της εποχής, γίνεται το αδιαμφισβήτητο γνώρισμα της πολιτικής νομιμοποίησης του αγώνα του, κάτι που εμπνέει και σήμερα.

Η σύγκρουση του Θωμά Μπέκετ με τους Τέσσερις Πειρασμούς, η πνευματική του εναντίωση στη σφοδρή τους επίθεση με στόχο να του μεταβάλουν την ψυχή, προτού κηρύξει για τελευταία φορά, προκαλεί το παγιωμένο καθεστώς της τότε εποχής. Αυτή η αντίσταση συμβολίζει την πάλη του σημερινού ανθρώπου απέναντι στο ευτελές, το εύκολο και το επιφανειακό, που του διαφεντεύουν τη ζωή, μια ζωή αμοραλιστική, χωρίς ελπίδα.

Ο Θωμάς Μπέκετ του Γιώργου Νανούρη, βαθιά εσωτερικός, «απαθής» και μέσα στη νιρβάνα του, από ένα σημείο και μετά έχει συναντηθεί με το ιδεατό. Ένας χαρακτήρας, που ενσωματώνει και τις τρεις κεντρικές δράσεις του πρωτότυπου κειμένου, σε μία συμπαγή οντότητα.

Ο διάλογος με τον χορό των γυναικών της Καντερβουρίας, η διαμάχη με τους τρεις ιερείς σχετικά με την ασφάλειά του και η πάλη του με τους τέσσερις πειρασμούς, ενώνονται και βρίσκονται μέσα στο ίδιο πρόσωπο, τον Θωμά, τον άλλοτε καγκελάριο και αδελφικό φίλο του βασιλιά Ερρίκου του Β´.

Η σκηνοθέτις τον παρουσιάζει σχεδόν χωρίς καθόλου κίνηση -την επιμελήθηκε η ίδια -, να στέκεται όρθιος, κάτι ανάμεσα σε αρχαίο ελληνικό άγαλμα και γλυπτό ομοίωμα Αγίου, με τον εκπεμπόμενο πιετισμό (ευσέβεια ). Άσπιλος, λευκός, με βαθιά ιερότητα, παίρνει το θρήνο από τις γυναίκες της Καντερβουρίας και τον μετατρέπει σε δικό του προσωπικό κύκνειο άσμα, λίγο πριν ξεψυχήσει.

Μιλάμε για μία ενσάρκωση ιδιαίτερα εύστοχη, καθώς ο νεαρός, αλλά ταλαντούχος ηθοποιός μεταδίδει αυτή την υπερκόσμια αρχιτεκτονική του ρόλου του με ωριμότητα και ενσυναίσθηση. Η μέθεξή του με το κοινό, αδιαμφισβήτητα και συνειδητά ευλαβική. Κάτι το μυστηριακό και το αγγελικό απορρέει από την όλη του θωριά, κάνοντας το θεατή συμμέτοχο σε ό,τι διαδραματίζεται. Μία στάση ζωής, που αναφέρεται στα οικουμενικά αξιακά συστήματα της ανθρώπινης συμπεριφορικής εκδήλωσης, όπως έχουν αποτυπωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο.

Η καταπληκτική Ρούλα Πατεράκη, ως γυναίκα της Καντερβουρίας, αλλά και στους υπόλοιπους ρόλους που υποδύεται ξεπροβάλλει μέσα στο σκηνικό , άλλοτε αιθέρια, ενθουσιώδης, αφοσιωμένη και προστατευτική και άλλοτε επικριτική με τραγική ένταση.

Αυθεντική και μέσα στο ερμηνευτικό της κέντρο, αντλεί το υλικό της από το πρωτότυπο κείμενο, «πράττει» αριστοτεχνικά, με όχημα την περσόνα ( κάθε φορά διαφορετική ),που καλείται να παίξει, παράγοντας αξιόλογο, καλλιτεχνικό προϊόν. Ντύνεται, ανάλογα με την περίσταση, το ένδυμα της ανθρωπιάς και του ελέους ή χρωματίζεται με το περιτύλιγμα μιας δύναμης, που έντονα φλερτάρει με πινελιές αυστηρότητας.

Δρα με έναν τρόπο, που με ενάργεια συνδυάζει το λαϊκό στοιχείο μιας απλής, φτωχής γυναίκας με μια διάσταση θεϊκότητας, σκιαγραφώντας έτσι την παλέτα της σκηνικής της συνείδησης. Μιας γυναίκας, που λατρεύει τον αρχιεπίσκοπό της Θωμά, αλλά φοβάται για τη ζωή του. Μας μεταφέρει σε ένα σύμπαν υπερβατικό, με μπόλικη δόση ρεαλισμού και θυμίζει εικόνες επιδαύρειας αίγλης, αναδεικνύοντας την ευρύτατη γκάμα μιας ηθοποιού που διδάσκει ήθος και φως με το ταλέντο της.

Μία Πατεράκη, η οποία εκμεταλλεύεται στο έπακρο την αβυσσαλέα έκταση των υποκριτικών της ικανοτήτων. Είναι πραγματικά καθηλωτική και η επικοινωνία της με το θεατή βαθιά διαπεραστική, τον οποίο αβίαστα «καλεί» να συμπράξει πνευματικά. Και το πετυχαίνει. Η «χημεία» της με τον Ν. Νανούρη πυκνή , λεία, στέρεη.

Η σκηνοθετική γραμμή ποιοτική, ευφάνταστη, σφιχτά εναρμονισμένη με τα υπέροχα σκηνικά/κοστούμια της Δήμητρας Λιάκουρα, εξελίσσουν την πλοκή του θεατρικού δρώμενου με ένθερμη σφοδρότητα και αρμονία.

Αξίζουν ειλικρινή συγχαρητήρια στην Ιόλη Ανδρεάδη, που οικοδόμησε μία παράσταση, ώριμη και στιβαρή δραματουργικά, με μέτρο χωρίς υπερβολές και ατυχείς υπερβάσεις. Το κείμενο μεταγράφηκε από την ίδια και τον επίσης ταλαντούχο Άρη Ασπρούλη και αυτή η συνεργασία αποβαίνει για άλλη μια φορά ολοκληρωμένη και νικηφόρα. Το επίτευγμα παίρνει τη διάσταση που του αρμόζει στην ιστορία των θεατρικών τεκταινομένων, καθώς το εγχείρημά τους είναι δύσκολο, όσο και απαιτητικό.

Οι σωστοί φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα, η υπαινικτική μουσική του Γιάννη Χριστοφίδη και η δουλειά των υπόλοιπων συντελεστών, πλουτίζουν το έργο με φως και δέος.
Μία αξιοπρόσεκτη παράσταση, γεμάτη ιδεαλισμό και πολιτικές αποχρώσεις, που συστήνεται ανεπιφύλακτα.