Της Μαρίας Ρουσοχατζάκη*

 

Η γλωσσική αντίληψη
Υπάρχει μεγάλη συζήτηση για το αν οι γονείς, είναι καλό να χρησιμοποιούν με τα μικρά παιδιά γλώσσα που να είναι μωρουδιακή ή γλώσσα που να μοιάζει με τη γλώσσα των ενηλίκων.

Πράγματι, πολλά μπορεί να πει κανείς και εξαρτάται από ποια σκοπιά εξετάζει το θέμα:

α) Όταν θέλουμε να τραβήξουμε την προσοχή του παιδιού, όταν θέλουμε να το βοηθήσουμε να μάθει λέξεις για να τις πει, να μάθει να φτιάχνει απλές προτάσεις, να διευρύνει άμεσα τον αριθμό των λέξεων που λέει, και μάλιστα καθαρά, ο λόγος μας πρέπει να ‘ναι κοντά στην ηλικία του παιδιού. Τότε, η προσοχή και η επανάληψη λέξεων και φράσεων από το παιδί επιτυγχάνεται όταν ο λόγος μας είναι απλός, τραγουδιστός, αργός, τονίζοντας λίγο θεατρικά τις λέξεις που μας ενδιαφέρουν.

 

β) Όταν ο στόχος είναι να δώσουμε ποικιλία γλωσσικών ερεθισμάτων στο παιδί και να του διευρύνουμε την αντιληπτική ικανότητα (καθώς παράλληλα αυτό μεγαλώνει), καλό είναι, ο λόγος μας να γίνεται περισσότερο διευρυμένος, πλούσιος, ποικίλος.

Στην α) περίπτωση λέμε: «Η κοκκινοσκουφίτσα πάει στο δάσος!»

Στη β) περίπτωση λέμε: «Η κοκκινοσκουφίτσα γελαστή, πάει στο μεγάλο δάσος, κρατώντας το καλάθι της!»

 

Η χρήση μεγάλων και σύνθετων προτάσεων, αντί της «μωρουδιακής» γλώσσας, βοηθά στην ανάπτυξη του εγκεφάλου του παιδιού από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει και τους δεσμούς με τους γονείς του, επισημαίνουν Αμερικανοί ψυχολόγοι.

Μπορεί όταν οι γονείς μιλάνε στο μωρό τους τραγουδιστά και «μωρουδίστικα» να κερδίζουν την προσοχή του, όμως ο καλύτερος τρόπος εκπαίδευσης του παιδιού καθώς μεγαλώνει, είναι να του απευθύνονται πιο σύνθετα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το λεξιλόγιο και τη δομή των προτάσεων, υποστηρίζουν.

«Δεν συνδέεται με το πόσο πολύ του μιλάτε, αλλά με το τι του λέτε. Ο λόγος πρέπει να είναι πλούσιος και σύνθετος», εξηγεί η Erica Hoff, ψυχολόγος στο πανεπιστήμιο Florida Atlantic.

Ο ρόλος του περιβάλλοντος
Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι, το να μιλάμε στα μωρά έχει τόσο μεγάλη σημασία, που δημιουργείται το εξής αποτέλεσμα: τα παιδιά που προέρχονται από λιγότερο προνομιακό κοινωνικό περιβάλλον, που ο λόγος δεν είναι αρκετά ανεπτυγμένος, τείνουν να έχουν χειρότερες σχολικές επιδόσεις.

black
Οι επιδόσεις στις τυποποιημένες γλωσσικές ασκήσεις στις οποίες υποβάλλονται παιδιά από γονείς χαμηλού εισοδήματος και περιορισμένης μόρφωσης, μόλις αυτά φθάσουν στην ηλικία των πέντε ετών, είναι αντίστοιχες τρίχρονων προνομιούχων παιδιών. Αυτές οι διαφορές μπορούν να εντοπιστούν και στον εγκέφαλο, υποστηρίζει η νευρολόγος και παιδίατρος του πανεπιστημίου Columbia, Kimberly Noble.

 

Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς στα πρώτα χρόνια της ζωής. Μέχρι την ηλικία των τριών ετών, το παιδί έχει σχηματίσει ένα τρισεκατομμύριο νευρικές συνδέσεις στον εγκέφαλο που ευθύνονται για όλες τις εγκεφαλικές λειτουργίες: Από την απομνημόνευση των στίχων ενός τραγουδιού μέχρι την κίνηση του να πιάσεις ένα ξύλο.

 

Η Noble και οι συνεργάτες της συνέκριναν τους εγκεφάλους παιδιών χαμηλού κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου με εκείνους παιδιών από γονείς με μεγάλη ακαδημαϊκή μόρφωση και υψηλόμισθους. Ενώ δεν εντόπισαν διαφορές στα γνωστικά συστήματα που συνδέονται με τις κοινωνικές δεξιότητες και τη μνήμη, βρήκαν μεγαλύτερες ανισότητες στις εγκεφαλικές δομές που συνδέονται με την ανάπτυξη της γλωσσικής ικανότητας.

 

Η Anne Fernald, ψυχολόγος του πανεπιστημίου Stanford, διαπίστωσε ότι οι διαφορές στις γλωσσικές ικανότητες μπορεί να παρατηρηθούν ήδη από την ηλικία των 18 μηνών. Μέχρι τα δεύτερα γενέθλια του παιδιού, το χάσμα (μεταξύ των δύο κατηγοριών) έχει διευρυνθεί ήδη κατά έξι μήνες. Η Fernald και οι συνεργάτες της κατέγραψαν τα καθημερινά ακούσματα μίας ομάδας ισπανόφωνων παιδιών από οικογένειες με χαμηλό εισόδημα. Διαπίστωσαν ότι τα παιδιά δεν κέρδιζαν τίποτα από το να ακούν απλώς τους γονείς ή εκείνους που τα φρόντιζαν να μιλούν μεταξύ τους, αλλά το αληθινό κέρδος παρατηρείτο όταν οι γονείς απευθύνονταν στα παιδιά τους.

 

Η Fernald παρατηρεί ότι είναι πολύ σημαντικό οι γονείς χαμηλού εισοδήματος να μάθουν να μιλούν στα παιδιά τους. Ένα πιλοτικό πρόγραμμα που εφαρμόζει η ίδια στο San Hose, σύμφωνα με το οποίο οι λατινοαμερικάνες μητέρες μαθαίνουν να μιλούν στα παιδιά τους, έχει αποφέρει σημαντικά αποτελέσματα. «Μέχρι τα δύο τους χρόνια, τα παιδιά από μητέρες που ασχολούνται περισσότερο αναπτύσσουν πλουσιότερο λεξιλόγιο και επεξεργάζονται πιο αποτελεσματικά τον προφορικό λόγο», δήλωσε.

diglossa

 

Δίγλωσση εκπαίδευση
H Hoff επισημαίνει ότι, ενώ οι ισπανόφωνοι γονείς μπορεί να θέλουν να προετοιμάσουν τα παιδιά τους για το σχολείο μιλώντας τους στα αγγλικά, είναι συνήθως προτιμότερο να τους μιλούν στη μητρική τους γλώσσα. Το σχολείο βέβαια και η κατάκτηση των απαιτούμενων γνώσεων αποτελεί δικαιολογημένο άγχος για τους γονείς και τα παιδιά που είναι δίγλωσσα. Γι’ αυτό και είναι σημαντικό οι γονείς να είναι έτοιμοι να βελτιώσουν το επίπεδο της γλώσσας της χώρας παραμονής τους, ώστε να μπορούν ουσιαστικά να βοηθήσουν τα παιδιά τους.

 

Μία μελέτη που παρουσίασε η Hoff δείχνει ότι, όταν οι ίδιοι οι γονείς δεν γνωρίζουν πολύ καλά μία δεύτερη γλώσσα, δεν μπορούν και να τη διδάξουν στα παιδιά τους. Αντίθετα, καταλήγουν να περιορίζουν τη συνολική γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών τους, αφού δεν καταφέρνουν να τα εκθέσουν στη χρήση πιο σύνθετου λόγου.

Οι γονείς που επιθυμούν να αποκτήσουν τα παιδιά τους δίγλωσση εκπαίδευση, πρέπει να γνωρίζουν ότι «η εκμάθηση δύο γλωσσών είναι κάτι το εξαιρετικό, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι δεν γίνεται εύκολα. Δεν μαθαίνει κάποιος το ίδιο γρήγορα δύο γλώσσες όσο μαθαίνει μία», επισημαίνει η Hoff.

 

Να σημειώσουμε επίσης ότι είναι σημαντικό να προσδιορίσουμε, τι εννοούμε λέγοντας «μαθαίνουμε μία γλώσσα». Σε ποια έκταση και βάθος εννοούμε, σε επίπεδο αντίληψης και εκφοράς της γλώσσας!

Μαρία Ρουσοχατζάκη
Λογοπαθολόγος M.S., C.C.C. – Συγγραφέας Παιδικών Βιβλίων
www.mrous.gr
E-mail: logos@mrous.gr
Facebook: Μαρία Ρουσοχατζάκη (Maria Rousochatzaki)
Youtube: Μαρία Ρουσοχατζάκη