Του Γιάννη Παγουλάτου 

Από τις αρχές του 19ου αιώνα η Αίγυπτος είχε καταστεί ένα ουσιαστικά ανεξάρτητο κράτος, παραμένοντας τυπικά μόνο τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι ηγεμόνες της «χώρας του Νείλου» είχαν αναγνωριστεί ως αντιβασιλείς του σουλτάνου, φέροντας τον τίτλο του «χεδίβη» (Hidiv = κυβερνήτης στην οθωμανική γλώσσα) και ασκούσαν εντελώς αυτόνομη πολιτική.

Το 1863, στο θρόνο της Αιγύπτου ανήλθε ο Ισμαήλ, ο οποίος είχε φιλόδοξα σχέδια για το βασίλειό του. «Η χώρα μου δεν ανήκει πλέον στην Αφρική. Τώρα είμαστε τμήμα της Ευρώπης», δήλωνε χαρακτηριστικά. Ο νέος χεδίβης εκπόνησε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο εκσυγχρονισμού της Αιγύπτου, που περιλάμβανε την εκτέλεση σημαντικών δημοσίων έργων, όπως η διώρυγα του Σουέζ. Για το σκοπό αυτό, όμως, ο Ισμαήλ είχε δανειστεί υπέρογκα ποσά από τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, με αποτέλεσμα να μην είναι τελικά σε θέση να εξοφλήσει το χρέος του. Αναπόφευκτα, οι δανείστριες χώρες –κυρίως η Βρετανία και η Γαλλία– επέβαλαν πλήρη οικονομικό έλεγχο στην Αίγυπτο, ο οποίος σταδιακά μετατράπηκε σε πολιτικό. 

Ο Ισμαήλ προσπάθησε να αντιδράσει αλλά το 1879 Βρετανοί και Γάλλοι τον ανάγκασαν να παραιτηθεί υπέρ του γιου του Τεουφίκ. Ο νέος χεδίβης αποδείχθηκε ολοένα και πιο υποχωρητικός απέναντι στους δανειστές. Η πιο δυναμική αντίδραση στην ξενοκρατία ήρθε το 1881, με το κίνημα του συνταγματάρχη Αραμπή πασά, ο οποίος, κερδίζοντας την υποστήριξη του λαού, κατέστη ο πραγματικός ηγέτης της Αιγύπτου. Προκειμένου να ανακτήσουν τον έλεγχό τους στη χώρα, η Βρετανία και η Γαλλία έστειλαν τους στόλους τους στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, στις 20 Μαΐου 1882. Στόχος τους ήταν η στήριξη του Τεουφίκ και η ανατροπή του Αραμπή. Η παρουσία των ξένων πολεμικών πλοίων όμως έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα, καθώς ενίσχυσε τη θέληση των Αιγυπτίων να αντισταθούν. Στην Αλεξάνδρεια ξέσπασαν ταραχές, κατά τις οποίες φονεύθηκαν πολλοί Ευρωπαίοι και τα καταστήματά τους καταστράφηκαν. Η τάξη στους δρόμους επανήλθε μόνο ύστερα από την επέμβαση του αιγυπτιακού στρατού. Ο Αραμπή επάνδρωσε και εξόπλισε τα φρούρια στο λιμάνι της πόλης και ετοιμάστηκε για πόλεμο. Οι Βρετανοί ξεκίνησαν το βομβαρδισμό της Αλεξάνδρειας στις 11 Ιουλίου 1882. Τα γαλλικά πολεμικά πλοία είχαν αποχωρήσει την προηγούμενη ημέρα. Στην ίδια περιοχή όμως βρίσκονταν δύο ελληνικά! Πώς είχαν φτάσει ώς το λιμάνι της Αλεξάνδρειας και τι ζητούσαν εκεί;

Η φρεγάτα «Ελλάς» και η θωρακόβαρις (θωρακισμένο ατμόπλοιο) «Βασιλεύς Γεώργιος» έφθασαν στην Αλεξάνδρεια στις 23 Μαΐου 1882, ύστερα από διαταγή του πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη, και ενώθηκαν με τον αγγλογαλλικό στόλο. Τα ελληνικά πλοία χαιρέτισαν με κανονιοβολισμούς τις σημαίες της Βρετανίας, της Γαλλίας αλλά και της Αιγύπτου, σε μια συμβολική κίνηση υποστήριξης στον Τεουφίκ και σύμπλευσης με την πολιτική των Ευρωπαίων. Το «Ελλάς» και το «Βασιλεύς Γεώργιος» βοήθησαν στην απομάκρυνση πολλών Ελλήνων και άλλων ξένων κατοίκων της Αλεξάνδρειας, οι οποίοι άρχισαν να εγκαταλείπουν την πόλη, ύστερα από τις ταραχές που ξέσπασαν εκεί. Κατά το βομβαρδισμό του λιμανιού από τους Βρετανούς, η ελληνική ναυτική δύναμη ήταν παρούσα, αλλά δεν συμμετείχε στις εχθροπραξίες. Λίγες μέρες μετά άρχισε η συστηματική πλέον εισβολή στην Αίγυπτο.

Στις 13 Ιουλίου οι Βρετανοί αποβίβασαν στην πόλη ένα τμήμα από άνδρες διαφόρων εθνικοτήτων, με καθήκοντα αστυνόμευσης. Στη δύναμη αυτή συμμετείχαν Γερμανοί, Αμερικανοί αλλά και ένα ελληνικό πεζοπόρο άγημα 120 ναυτών. Την επόμενη άρχισαν να καταφθάνουν και τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα. Οι Έλληνες ναύτες παρέμειναν για δύο μέρες σε αιγυπτιακό έδαφος και στις 15 Ιουλίου επέστρεψαν στα πλοία τους, ύστερα από εντολή των Βρετανών. Το «Ελλάς» και το «Βασιλεύς Γεώργιος» απέπλευσαν από την Αλεξάνδρεια στις 30 Αυγούστου 1882 και επέστρεψαν οριστικά στην Ελλάδα. Έτσι, η «εκστρατεία» του Τρικούπη στην Αίγυπτο έληξε όπως ξεκίνησε: αθόρυβα και χωρίς τυμπανοκρουσίες. Οι Βρετανοί, μόνοι τους πλέον, συνέχισαν τον πόλεμο και νίκησαν τον Αραμπή πασά. Στη συνέχεια κατέλαβαν ολόκληρη την Αίγυπτο, την οποία διατήρησαν υπό την κατοχή τους μέχρι το 1922.

Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Τρικούπης σκόπευε να ενισχύσει τη στρατιωτική παρουσία της Ελλάδας στην Αίγυπτο. Το «Βασιλεύς Γεώργιος» και το «Ελλάς», τα δύο μεγαλύτερα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού, ήταν μάλλον οι προπομποί μιας πολύ ισχυρότερης δύναμης, η οποία αναμενόταν να αναχωρήσει, κάποια στιγμή, για την Αλεξάνδρεια. Το πότε ακριβώς θα γινόταν αυτό, παραμένει αδιευκρίνιστο. Όπως προκύπτει πάντως από μια σειρά διπλωματικών εγγράφων, ο Έλληνας πρωθυπουργός προσανατολιζόταν στην αποστολή ακόμα περισσότερων πολεμικών πλοίων. Παράλληλα, είχε προτείνει στους Βρετανούς την απόβαση 5.000 ή 7.000 Ελλήνων στρατιωτών στο αιγυπτιακό έδαφος. 

Με μια πρώτη ματιά, οι παραπάνω ενέργειες του Τρικούπη φαίνονται αψυχολόγητες και τυχοδιωκτικές. Πολλές πτυχές της ελληνικής εμπλοκής στον αγγλοαιγυπτιακό πόλεμο παραμένουν μέχρι σήμερα σκοτεινές και αδιευκρίνιστες. Ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε δηλώσει επίσημα ότι η αποστολή των δύο πολεμικών πλοίων έγινε ύστερα από αίτηση των ελληνικών προξενικών αρχών της Αλεξάνδρειας, προκειμένου να προστατευθεί η ακμάζουσα ελληνική παροικία της πόλης.

Ανοιχτό όμως παραμένει το ζήτημα αν ο Τρικούπης ενήργησε ανεξάρτητα ή απλώς εκτελούσε εντολές από το Λονδίνο. Αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η Ελλάδα τότε ήταν σταθερά δεμένη στο άρμα της Βρετανίας, η δεύτερη εκδοχή φαντάζει πολύ πιθανή. Κάτι τέτοιο όμως δεν προκύπτει από τα διπλωματικά έγγραφα που έχουν στη διάθεσή τους οι ιστορικοί. Ούτε όμως μπορεί να αποκλεισθεί και το ενδεχόμενο μιας προφορικής συνεννόησης μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού και του Βρετανού πρέσβη.

Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία, ο Τρικούπης σκόπευε να φέρει το Λονδίνο προ τετελεσμένων γεγονότων, προσπαθώντας να μεθοδεύσει –ή ακόμα και να «εκβιάσει»– μια κοινή ελληνοβρετανική επιχείρηση στην Αίγυπτο. Αν το σχέδιο αυτό πετύχαινε, η Ελλάδα θα αποκόμιζε ποικίλα οφέλη από τη νέα τάξη που θα επέβαλλαν οι Βρετανοί στην Αίγυπτο και θα αναδεικνυόταν σε περιφερειακή δύναμη της Ανατολικής Μεσογείου.

Όπως και να έχει όμως, το Λονδίνο έδειξε ξεκάθαρα ότι δεν επιθυμούσε την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο κατά της Αιγύπτου. Η βρετανική πλευρά θεώρησε χρήσιμη την απλή παρουσία των δύο ελληνικών πολεμικών πλοίων, προκειμένου να αυξηθεί η πίεση κατά του Αραμπή πασά, αλλά διαφωνούσε με μια ενεργότερη συμμετοχή τους στις επιχειρήσεις. Ήδη από τα μέσα Ιουλίου του 1882, οι Βρετανοί άρχισαν να δυσαρεστούνται, ζητώντας επίμονα από τον Τρικούπη να ανακαλέσει οριστικά το «Ελλάς» και το «Βασιλεύς Γεώργιος». Ανάλογες αντιδράσεις υπήρξαν επίσης από τη Γαλλία και την Τουρκία. Παράλληλα, το Λονδίνο απέρριψε ασυζητητί τις προτάσεις του Έλληνα πρωθυπουργού για αποστολή ελληνικών χερσαίων δυνάμεων. Τα στρατεύματα που θα έφθαναν στη διώρυγα του Σουέζ έπρεπε να ανήκουν στη βασίλισσα Βικτόρια και όχι στον Γεώργιο Α΄ των Γκλίξμπουργκ. Ήταν ολοφάνερο ότι οι Βρετανοί ήθελαν την Αίγυπτο μόνο για λογαριασμό τους και δεν σκόπευαν να τη μοιραστούν με κανέναν άλλον.

 

* Χρησιμοποιήθηκε υλικό από τη συλλογή άρθρων διαφόρων συγγραφέων, με τίτλο: «Ο ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ», Επιμέλεια: Καίτη Αρώνη-Τσίχλη και Λυδία Τρίχα, Εκδόσεις Παπαζήση, 2000.