Συνέντευξη στον Νίνο Φένεκ Μικελίδη

«Η ταινία μου δεν νομίζω πως είναι μελόδραμα… Θα την ονόμαζα συναισθηματικό θρίλερ», ήταν η γνώμη του Γάλλου σκηνοθέτη Φρανσουά Οζόν, στη συνέντευξη που μου έδωσε για την ταινία του «Φραντζ», στη διάρκεια του φετινού Φεστιβάλ Βενετίας, όπου συναντηθήκαμε για πολλοστή φορά.

Ταινία που στη Βενετία απέσπασε για την πρωταγωνίστριά του, Πάουλα Μπέερ, το βραβείο «Μαρτσέλο Μαστρογιάνι» καλύτερης ερμηνείας και η οποία από αύριο αρχίζει να προβάλλεται στις αίθουσες.

 

Από την πρώτη του κιόλας μεγάλου μήκους ταινία «Sitcom», ο Φρανσουά Οζόν έβαζε ήδη τα βασικά θέματα των κατοπινών ταινιών του: αποξενωμένη οικογένεια, μοναξιά, έλλειψη αισθημάτων, υποκρισία και ψέματα της αστικής τάξης. Σκηνοθέτης εκλεκτικός, με εικόνες στιλιζαρισμένες, που δίνει πάντα ιδιαίτερη σημασία στην επιλογή των ηθοποιών του, που καταφέρνει ταυτόχρονα να μεταπηδά από το ένα κινηματογραφικό είδος στο άλλο: κωμωδία («Sitcom»), θρίλερ («Σατανικοί εραστές», «Η πισίνα»), μιούζικαλ («8 γυναίκες»), ταινία εποχής («Angel»), ταινία μυστηρίου («Κάτω από την άμμο»), δράμα («Η καινούργια φιλενάδα», «Νέα και όμορφη»).

 

Στον «Φραντζ» ο 49χρονος σήμερα Οζόν στρέφεται για έμπνευση σε ένα αντιπολεμικό, πασιφιστικό θεατρικό έργο του Μορίς Ροστάν, που εκτυλίσσεται ένα χρόνο μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για να καταγράψει τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε μια νεαρή Γερμανίδα που έχασε τον αρραβωνιαστικό της στον πόλεμο και το νεαρό Γάλλο στρατιώτη, υπεύθυνο για το θάνατό του, και ο οποίος τώρα επισκέπτεται καθημερινά τον τάφο του νεκρού για να βάλει λουλούδια.

 

– Η ταινία σας είναι ένα μελόδραμα, μου φαίνεται πιο κοντά σ’ εκείνα του Frank Borzage παρά στον Λούμπιτς, όπως ανέφεραν μερικοί…
«Αυτό που έχει ενδιαφέρον για μένα είναι πως είναι βασισμένη σ’ ένα γαλλικό θεατρικό έργο γραμμένο από τον Μορίς Ροστάν. Αυτό που με τράβηξε είναι η ιστορία αυτού του νεαρού Γάλλου που πάει να βάλει λουλούδια στον τάφο του νεαρού Γερμανού που σκότωσε στη διάρκεια του πολέμου. Είναι μια πολύ όμορφη ιστορία. Ανακάλυψα πως ο Λούμπιτς την είχε μεταφέρει στην οθόνη και απογοητεύτηκα γιατί σκέφτηκα πώς θα ήταν δυνατό να κάνω μια ταινία που είχε ήδη γυρίσει ο Λούμπιτς.

 

Είδα την ταινία του Λούμπιτς που ήταν μια ταινία γυρισμένη στη δεκαετία του ’30, πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ηταν μια ταινία με ένα ειρηνιστικό μήνυμα, πολύ ιδεαλιστική, ο Λούμπιτς φανταζόταν πως ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο τελευταίος πόλεμος, πως δεν θα ακολουθούσε άλλος. Αυτό ήταν κάτι σχεδόν το αφελές, πολύ ιδεαλιστικό, και σκέφτηκα πως αυτό που ήθελα να κάνω ήταν κάτι το πολύ διαφορετικό».

 

1tainia

Πάνω όμως απ’ όλα, ο Λούμπιτς ήταν ένας Αυστριακός σκηνοθέτης και γύρισε την ταινία του από την πλευρά των Γάλλων, εγώ ως Γάλλος θέλησα να κάνω το αντίθετο, να τη γυρίσω από την πλευρά των Γερμανών. Από την πλευρά μιας νεαρής Γερμανίδας, από την πλευρά εκείνων που έχασαν τον πόλεμο. Υπάρχει βέβαια κάτι από τον Λούμπιτς, αλλά αυτό άλλαξε αρκετά, γιατί θέλησα να δώσω μιαν άλλη πλευρά. Και όλοι ξέρουμε τι έγινε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο».

– Τι έχετε να πείτε σχετικά με την αλλαγή από μαυρόασπρο σε έγχρωμο φιλμ; Αυτό φαντάζομαι έχει να κάνει με τα αισθήματα…
«Ο τρόπος που έγιναν οι αλλαγές ήταν βασικά απόφαση των παραγωγών. Ήθελαν αυτή η διαφορά να είναι πιο ξεκάθαρη. Ήθελαν το παρελθόν να παρουσιάζεται σε μαυρόασπρο και το παρόν σε χρώμα. Εγώ ήθελα τα χρώματα να έχουν σχέση περισσότερο με τα αισθήματα, όχι τόσο με τη λογική, το χρώμα να είναι πιο ιμπρεσιονιστικό, να δίνει κάτι από τη λάμψη των αισθημάτων».

– Η ταινία μου θύμισε κάπως τη «Λευκή κορδέλα» του Χάνεκε…
«Ναι, η ταινία του Χάνεκε με βοήθησε. Ηταν γυρισμένη και σε μαυρόασπρο φιλμ. Ηταν πιο εύκολο να πείσω τους παραγωγούς να γυρίσουμε μια ταινία σε μαυρόασπρο φιλμ μετά την επιτυχία της ταινίας του Χάνεκε. Πρότεινα στον ντεκορατέρ μου, στον ενδυματολόγο και στο διευθυντή φωτογραφίας τρία παραδείγματα ταινιών που έδιναν σωστά την περίοδο, αν και, σε κάθε περίπτωση η περίοδος ήταν διαφορετική: την «Τες» του Ρόμαν Πολάνσκι, τον «Μπάρι Λίντον» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ και τη «Λευκή κορδέλα» του Χάνεκε, ταινίες που ανάπλαθαν έξοχα και με λεπτομέρεια την περίοδο».

– Μπορείτε να μου πείτε πώς βλέπετε το θέμα του ψέματος που κυριαρχεί στην ταινία;
«Θέλησα να μιλήσω για το πώς αντιμετωπίζονται τα μυστικά και τα ψέματα σε περίοδο πολέμου. Ψέματα που δίνουν στους ανθρώπους την επιθυμία να ζήσουν, να επιβιώσουν. Είναι, στην πραγματικότητα, μια μεταφορά για την επιθυμία μας για ζωή, για μυθοπλασία».

– Και ο πίνακας ζωγραφικής του Μανέ με τον άνθρωπο που έχει αυτοκτονήσει;…
«Δεν γνώριζα τον πίνακα. Στο θεατρικό έργο του Ροστάν αναφέρεται ένας πίνακας του Γκουστάβ Κουρμπέ, ο οποίος όμως δεν αντιστοιχούσε με την ιδέα που είχα στο μυαλό μου, ήταν ένας πολύ όμορφος και πολύ ρομαντικός πίνακας.

 

Ήθελα κάτι πιο ωμό που να εκπροσωπεί τη νοσηρότητα της τότε περιόδου. Ανακάλυψα αυτό τον πίνακα του Μανέ, που δεν είναι πολύ γνωστός και που βρίσκεται σε μουσείο της Ζυρίχης, πίνακας που, παρόλο ιμπρεσιονιστικός, δεν μοιάζει με τους άλλους πίνακες του Μανέ. Θέλησα ακόμη να δείξω μέσα από αυτόν και την εξέλιξη της ιστορίας, δείχνοντας τον πίνακα στην αρχή σε μαυρόασπρο φιλμ και στο φινάλε σε όλα του τα χρώματα».

– Δηλαδή είναι ψέμα το ότι ο πίνακας βρίσκεται στο Λούβρο, όπως τον παρουσιάζετε στην ταινία… Όπως τα ψέματα που ζουν τα πρόσωπα στην ταινία…
(Γέλιο) «Ναι… Θα μπορούσε όμως να είναι στο Λούβρο, όπως οι άλλοι πίνακες των ιμπρεσιονιστών».

– Η όλη εξέλιξη της ιστορίας και όσα συμβαίνουν ήταν για σας κάτι το διαφορετικό, ήταν, ας πούμε, ένα είδος περιπέτειας;
«Η φόρμα της ταινίας εξαρτάται πάντα από την ιστορία που αφηγείσαι. Εδώ επρόκειτο για μια πολύπλοκη ιστορία με πολύπλοκους χαρακτήρες που να προσελκύουν το θεατή. Και πάντα, όταν γυρίζω μια ταινία, μπαίνω στη θέση του θεατή και μου αρέσει να παίζω με προσδοκίες και τις επιθυμίες τους. Θέλω να βρίσκομαι από την πλευρά τους για να μπορούν να «διαβάζουν» την ταινία, να την αντιλαμβάνονται όσο το δυνατόν καλύτερα».

– Στην ταινία όμως τα πρόσωπα θα έλεγα χάνουν τον ανθρωπισμό τους…
«Όταν γύριζα την ταινία δεν είχα την αίσθηση πόσο αντίκτυπο είχε το θέμα της με την εποχή μας. Κάτι που άρχισε να γίνεται ακόμη πιο έντονο με το Brexit, με την άνοδο του εθνικισμού στην Ευρώπη, με την ξενοφοβία, με την επιστροφή στην ανάγκη για σύνορα. Γι’ αυτό, η ταινία, παρόλο που εκτυλίσσεται στα 1919, μας μιλά για τη σύγχρονη εποχή μας.

 

paralia

 

Με έμμεσο βέβαια τρόπο. Μας κάνει να δούμε το παρελθόν για να καταλάβουμε το παρόν. Να κάνουμε ερωτήσεις, γιατί, όπως ξέρουμε, η ιστορία επαναλαμβάνεται και γι’ αυτό, χρειάζεται να μάθουμε από τις τραγικές εμπειρίες του παρελθόντος. Για να καταλάβουμε καλύτερα το παρόν. Σήμερα βέβαια ο εχθρός δεν είναι η Γερμανία, αλλά χρειάζεται να κοιτάξουμε το παρελθόν».

– Η Πάουλα Μπέερ είναι εξαιρετική στο ρόλο. Πώς την ανακαλύψατε;
«Με το ρόλο του Αντριέν ήταν πολύ εύκολο. Ο Πιερ Νινέ είναι πολύ γνωστός ηθοποιός στη Γαλλία. Είναι πολύ ευαίσθητος και έχει και αίσθηση του τάιμινγκ. Το μουστάκι μάλιστα που άφησε, τον έκανε να μοιάζει καταπληκτικά με πρόσωπα από την τότε εποχή. Με την πρωταγωνίστρια χρειάστηκα περισσότερο χρόνο, έκανα οντισιόν σε πάρα πολλές Γερμανίδες, και τελικά επέλεξα την Πάουλα γιατί ήταν πολύ φωτογενής και πολύ δυνατή για ένα τόσο δύσκολο ρόλο.

 

Όταν την επέλεξα ήταν μόλις 20 χρόνων και αισθάνθηκα πως ήταν πολύ ώριμη για την ηλικία της. Τους έβαλα μαζί και αισθάνθηκα πως δημιουργούσαν την απαιτούμενη χημεία».

– Ήταν δύσκολο να γυρίσετε την ταινία σε μια γλώσσα που δεν ήταν η μητρική σας;

«Μιλώ τα γερμανικά καλύτερα από τα αγγλικά (γελάει). Πολλοί νομίζουν πως τα γερμανικά είναι μια άγρια, απολίτιστη γλώσσα, τη συνδυάζουμε με τους κακούς Γερμανούς, τους ναζί, αλλά για μένα είναι μια γλώσσα μουσική και ήθελα να δείξω αυτή τη μουσικότητά της στην ταινία».

– Διάβασα πως ζητήσατε από τους ηθοποιούς σας να δουν δύο ταινίες, τη «Λευκή κορδέλα» του Χάνεκε και «Πυρετός στο αίμα» του Καζάν. Γιατί επιλέξατε την ταινία του Καζάν;
«Η ταινία του Καζάν είναι από τις αγαπημένες μου ταινίες, από τα πιο όμορφα μελοδράματα. Ήταν και ένας πολύ ωραίος συνδυασμός, η πολύ ψυχρή «Λευκή κορδέλα» και η πολύ ζεστή «Πυρετός στο αίμα». Εγώ ήθελα να είμαι στη μέση των δύο ταινιών».

– Τι σημαίνει για σας το μελόδραμα;
«Δεν θα έλεγα πως η ταινία μου είναι μελόδραμα. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος. Θα την ονόμαζα ένα συναισθηματικό θρίλερ, παίζει με τη σύγχυση των αισθημάτων. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν να δώσω την έλλειψη του συγχρονισμού ανάμεσα στους δυο χαρακτήρες. Προχωρούν με διαφορετικά βήματα. Περνούν την ίδια εμπειρία αλλά όχι ταυτόχρονα. Προσπάθησα να μπω στη θέση του θεατή και να δω πώς αυτός θα αντιμετώπιζε τα αισθήματα. Ο θεατής μπορεί να έχει μεγαλύτερη φαντασία από εκείνη του σκηνοθέτη. Πρέπει να πω πως η λέξη μελόδραμα σου δημιουργεί μια αρνητική, υποτιμητική αίσθηση».