Νεοναζί δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στο ελληνικό θέατρο. Όμως ούτε η Λεία Βιτάλη δεν είναι μια θεατρική συγγραφέας σαν όλους τους άλλους. Με τα έργα της η βραβευμένη με δύο κρατικά βραβεία και διεθνή διάκριση συγγραφέας βάζει την… πένα της στο κόκαλο της νεοελληνικής κοινωνίας.

Ενας από τους τρεις ήρωες της «Νύχτας στην Εθνική» που μόλις ανέβηκε στο Μεταξουργείο, το θέατρο της Άννας Βαγενά (παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9 μ.μ.), σε σκηνοθεσία της συγγραφέως, είναι ένας νεαρός νεοναζί (Βασίλης Μπατσακούτσας): ολίγον σαλεμένος, αρκετά οργισμένος και απίστευτα διψασμένος για το μητρικό χάδι που ποτέ δεν έλαβε από την φαινομενικά σκληρόκαρδη μάνα του (Μαίρη Νάνου), μια πρώην γκασταρμπάϊτερ που επέστρεψε στην χώρα της κι έγινε αφεντικό, ανοίγοντας ταβέρνα στην Εθνικη. Κάποια στιγμή, στην δούλεψή τους έρχεται μια παράνομη και πεινασμένη μετανάστρια (Ντομένικα Ρέγκου) και η παρουσία της λειτουργεί καταλυτικά δημιουργώντας απρόσμενες εξελίξεις σε ένα έργο που διατηρεί μέχρι τέλους το σασπένς τον θεατή και ταυτόχρονα τον βάζει σε σκέψεις…

 

Η γέννηση ενός χαρακτήρα σαν του Ζάχου, του νεαρού νεοναζί στο έργο της Λείας Βιτάλη, που τελικά οδηγείται στον φόνο, παρασυρμένος από τους «μπρατσαράδες» που πουλάνε προστασία, σίγουρα συνοδεύτηκε από σημαντικές δημιουργικές ωδίνες. Ίσως για πρώτη φορά παρουσιάστηκε στο ελληνικό κοινό ένας νεοναζιστής ή υπερεθνικιστής, επί το ευγενικότερον, που όμως, και εδώ είναι η ειδοποιός διαφορά, να μην είναι καρικατούρα.

 

Ο Ζάχος είναι τρισδιάστατος, και αν προσθέσουμε και τον χρόνο ως διάσταση όπως είχε πει ο Αϊνστάϊν, τον χρόνο της παιδικής του ηλικίας που τον κάνει ό, τι είναι πάνω στη σκηνή, τότε όντως ο γιος της κωλοπετσωμένης ταβερνιάρισσας είναι ένα τετραδιάστατος χαρακτήρας. Και καθίκι, βίαιος, βλάκας, ρατσιστής, ναι, αλλά και άνθρωπος, σπαρακτικά άνθρωπος θα λέγαμε, σε κάποιες σκηνές, όταν η ανάγκη του να τον αγαπήσουν και να τον αποδεχθούν πλημμυρίζει τη σκηνή.

 

Για το ρόλο του αυτόν, που αναμένεται να συζητηθεί, μιλήσαμε με τον Βασίλη Μπατσακούτσα. Ο ηθοποιός σπούδασε υποκριτική στο“Θέατρο Τέχνης Κάρολου Κουν” και στο “Θεμέλιο” του Νίκου Βασταρδή και έχει εμφανιστεί σε πολλά επεισόδια της «10ης Εντολής» του Πάνου Κοκκινόπουλου, αλλά και στον κινηματογράφο, στο πλευρό του Εμίρ Κουστουρίτσα.

 

nna

 

-Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία με τη Λεία Βιτάλη;

«Κάποιες ευτυχείς συγκυρίες συμβάλλουν στο να συναντηθείς με ανθρώπους που εκτιμάς. Γνωριζόμαστε με τη Λεία από το πρώτο ανέβασμα του έργου της “Το μεγάλο παιχνίδι” στη “Θεατρική Σκηνή” του Αντώνη Αντωνίου το 2001 όπου συμμετείχα. Το πλήρωμα του χρόνου μάς έφερε κοντά πάλι όταν είχε στο μυαλό της τη “Νύχτα” όπου και μου έκανε την πρόταση. Απλά».

 

-Πώς ένιωσες στην προοπτική να ερμηνεύσεις έναν νεοναζί-δολοφόνο και βιαστή; Σε προβλημάτισε καθόλου αυτός ο ρόλος;

«Κάθε ρόλος είναι μια πρόκληση. Πόσω μάλλον ένας σύνθετος ρόλος όπως αυτός. Δεν υπήρχε προβληματισμός στο να τον δεχτώ, παρά μόνο στην ανάπτυξή του».

 

-Πώς θα περιέγραφες τον Ζάχο;

«Δεν έχει σημασία πως θα περιέγραφα εγώ το χαρακτήρα του, όσο το πώς τον βλέπει το κοινό… και νομίζω πως τον αποδέχεται με ανάμεικτα συναισθήματα. Φόβος, αποστροφή, κατανόηση, τρυφερότητα. Ναι, τρυφερότητα, καθώς στο τέλος θέλουν να χαϊδέψουν και να πάρουν μια αγκαλιά αυτόν τον “κακό” νεαρό…».

 

-Πώς εξηγείς το ότι τόσο σπάνια βλέπουμε ρόλους νεοναζί στο θέατρο (και στο σινεμά); Πιστεύεις ότι οι περισσότεροι φοβούνται να καταπιαστούν με αυτό το ακανθωδες θέμα;

«Νομίζω πως για κάποιο λόγο θεωρούνται ακόμα ρόλοι ταμπού. Αν και ο ολοκληρωτισμός δεν έχει φύγει ποτέ από τη “μόδα”, οι χαρακτήρες του παραμένουν δυσκολοχώνευτοι από το κοινό».

 

-Το ενδιαφέρον με την παράσταση της Λείας Βιτάλη είναι πως δεν αντιμετωπίζει το νεαρό ως καρικατούρα, αλλά μπαίνει στην ψυχή του, και με έναν τρόπο «εξηγεί» το γιατί ενδίδει στην επιρροή των «μπρατσαράδων» (όπως τους χαρακτηρίζει η συγγραφέας). Η απεγνωσμένη ανάγκη του για αγάπη, μια αγάπη που δεν έλαβε ποτέ, τον οδηγεί σε ακραίες καταστάσεις. Πιστεύεις πως η συγγραφέας είναι επιεικής μαζί του;

«Το κίνητρο κάθε πράξης, καλής ή κακής, βρίσκεται μέσα στο μυαλό και τη ψυχή του κάθε χαρακτήρα, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί από το περιβάλλον και τις εμπειρίες του. Δεν νομίζω πως θεωρείται επιείκεια η αναζήτηση της αλήθειας, των αιτιών που οδηγούν σε κάθε απόφαση, παρορμητική ή μη. Πόσω μάλλον όταν μιλάμε για αγάπη. Ή την έλλειψη αυτής…».

 

-Ο συγκεκριμένος ήρωας έχει μεγαλώσει δακτυλοδεικτούμενος ως απόβλητος Έλληνας στη Γερμανία από μια ψυχρή μητέρα γκασταρμπάιτερ. Μεγαλώνοντας κι επιστρέφοντας στην Ελλάδα «έμαθε» να μισεί τους ξένους. Τελικά ό,τι ζήσουμε, το ανταποδίδουμε εις διπλούν;

«Όχι απαραίτητα. Έχω συναντήσει ανθρώπους στη ζωή μου που βίωσαν πόνο και ανταπέδωσαν αγάπη, που γνώρισαν αποδοχή και επέστρεψαν απόρριψη. Δεν υπάρχουν στερεότυπα, κουτάκια που μπορούμε να εγκλωβίσουμε τα συναισθήματα».

 

-«Νύχτα στην Εθνική». Τι αισθήματα σου γεννά η Εθνική Οδός;

«Δρόμος ανοιχτός που οδηγεί σε άλλους προορισμούς, και ό,τι περικλείει αυτό…».

 

-Έχεις μακρά προϋπηρεσία στη «10η εντολή», την τηλεοπτική σειρά του Π. Κοκκινόπουλου που βασίζεται σε γνωστά εγκλήματα που συντάραξαν την ελληνική κοινωνία. Τι ρόλους ενσάρκωσες εκεί;

«Από αστυνομικό και θύμα ώς βιαστή και θύτη. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες σειρές της ελληνικής τηλεόρασης που είχα την τύχη να συμμετέχω».

 

-Αν δεν κάνω λάθος συμμετείχες και στον «Νικόστρατο» με τον Εμίρ Κουστουρίτσα, μια γαλλική ταινία που γυρίστηκε στη Σίφνο. Τι αποκόμισες από την εμπειρία σου αυτή;

«Καταρχήν την εμπειρία μιας ξένης κινηματογραφικής παραγωγής αυτής καθαυτής. Οργάνωση, φροντίδα και εκτίμηση προς τους ηθοποιούς. Γνωριμία με πολύ αξιόλογους συναδέλφους και… ποδόσφαιρο με τον Εμίρ Κουστουρίτσα, αξία ανεκτίμητη!»

 

-Τι σημαίνει «είμαι νέος ηθοποιός στην Ελλάδα της κρίσης»;

«Οι ηθοποιοί, καθώς και άλλα παρεμφερή επαγγέλματα, χαίρουν θαυμασμού καθώς μέσα στις παρούσες συνθήκες (κακές, γεμάτες αντιξοότητες συνθήκες) συνεχίζουν να δημιουργούν και να επιβιώνουν. Η ανάγκη της έκφρασης, της τέχνης, του πολιτισμού γενικότερα, θα έπρεπε να εκτιμάται από την πολιτεία, κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει. Χαίρομαι που υπάρχουν τόσες ομάδες, παραστάσεις, ηθοποιοί που συνεχίζουν να προσπαθούν να χτίσουν όνειρα, πολλές φορές εις βάρος δικών τους βασικών αναγκών. Όμως καλύτερα να δίνεις παράσταση σε άδειες καρέκλες παρά σε άδεια πρόσωπα…».