Του Παύλου Μεθενίτη

Η νέα ταινία του Δημήτρη Αθανίτη, ο «Αόρατος», είναι σπαρακτική – να το δηλώσω ευθύς εξαρχής. Η κριτική θα μπορούσε να τελειώσει εδώ, με αυτή την πρώτη φράση, και την κατακλείδα «πηγαίνετε να τη δείτε». Όλα τα άλλα που ακολουθούν παρακάτω είναι λεπτομέρειες, ίσως ουσιώδεις, αλλά πάντως λεπτομέρειες.

Πολλοί έχουν μιλήσει για την κρίση. Ή μάλλον, πολλοί έχουν κάνει έργα τέχνης, κινηματογραφικά και άλλα, στα οποία η οικονομική πρέσα, που μέσα της στενάζουμε για μια δεκαετία σχεδόν, ρίχνει τη βαριά σκιά της στο καλλιτεχνικό δημιούργημα. Πολλοί, με το δικό του τρόπο ο καθένας και η καθεμιά, έχουν αναφερθεί στις επιπτώσεις της κρίσης στη ζωή των Ελλήνων.

 

Στη ζωή και την επιβίωσή τους, στην ψυχική και σωματική τους υγεία, στον ίδιο τον συνεκτικό αξιακό ιστό της κοινωνίας τους, στις καταναλωτικές τους συνήθειες, στην ποιότητα της διαβίωσής τους, ακόμα και στο κρεβάτι τους, στην ερωτική τους ζωή αλλά και τη δημογραφική τους προοπτική. Πολλοί έχουν μιλήσει για αυτοκτονίες, τρέλα, κατάθλιψη και βία, πιάνοντας το θέμα αφαιρετικά, ελλειπτικά, υπαινικτικά, σουρεαλιστικά, χιουμοριστικά, ηθικοπλαστικά, πολιτικά – όρεξη να ’χετε να βλέπετε την κατάπτωση της χώρας και των κατοίκων της ως έμπνευση των δημιουργών.

 

Η ταινία του Δημήτρη Αθανίτη πιστεύω πως είναι ένα ορόσημο στην κινηματογραφική πραγμάτευση της κρίσης, αυτού του τέλματος, όπου τσαλαβουτάμε όλοι προσπαθώντας να πάρουμε ανάσα αρχικά, κι ύστερα να γλιτώσουμε από δαύτο. Και είναι ορόσημο γιατί ο σκηνοθέτης αφηγείται τρομακτικά γεγονότα με μια κινηματογραφική λακωνικότητα, με εκφραστικό μινιμαλισμό, πετώντας ό,τι περιττό, για να δείξει καθαρά τη ματωμένη, παλλόμενη ουσία του οράματός του.

 

Ποια είναι αυτά τα τρομακτικά γεγονότα; Ουσιαστικά, ένα μόνο: Ο ήρωάς του, ο Άρης (τον οποίο υποδύεται ένας έξοχος Γιάννης Στάνκογλου σε μια ώριμη ερμηνεία ζωής), χάνει τη δουλειά του. Αυτό είναι-φαίνεται απλό, αλλά όταν ολόκληρη η κοινωνική σου ύπαρξη στηρίζεται στο μεροκάματό σου από το μηχανουργείο, τότε τίποτα δεν είναι απλό. Ο προϊστάμενός του τού κοινοποιεί την απόλυση χωρίς προειδοποίηση, πετώντας του έτσι μια κεραμίδα στο κεφάλι.

 

Ο εσωστρεφής, λιγομίλητος Άρης, που επιπλέον είναι χωρισμένος, με ένα εξάχρονο παιδί, βλέπει το χαλί να φεύγει κάτω από τα πόδια του. Πώς θα εκπληρώσει τώρα τις υποχρεώσεις του απέναντι στο παιδί και την πρώην σύζυγό του, μια αδιάφορη, σκληρή γυναίκα που παρατάει κυριολεκτικά το παιδί έξω από την πόρτα του, σαν να είναι σακούλα σκουπιδιών, επειδή θέλει να ζήσει τη ζωή της με το φίλο της; Πώς θα πληρώσει το νοίκι του, πώς θα ζήσει;

 

athanitis

 

Ο ήρωας επιχειρεί να μιλήσει με τα αφεντικά του, να συνδιαλαγεί, αλλά είναι μάταιος κόπος. Όσο περνούν οι μέρες, φαίνεται να τα παίζει, που λένε: μπαίνει κρυφά στο μηχανουργείο, όταν είναι κλειστό, και ξαναπιάνει μόνος του δουλειά στον τόρνο, που χειριζόταν παλιά. Φυσικά τον πετάνε έξω, θεωρώντας τον τρελό που επιχειρεί με αυτόν τον τραγικό και γελοίο τρόπο να ξαναπάρει τη δουλειά του πίσω.

 

Μέσα στη βαθιά του απελπισία, με όλες τις υποχρεώσεις και τα πρέπει να τον κυνηγάνε γαβγίζοντας από πίσω, ο Άρης, στοχοποιεί το παλιό του αφεντικό, κι αρχίζει να τον παρακολουθεί. Μάλιστα, με τα τελευταία λεφτά της αποζημίωσης αγοράζει ένα πιστόλι… Τώρα, η σκιά του αφεντικού, ο απολυμένος εργάτης, είναι οπλισμένη. Οπλισμένος και επικίνδυνος, μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα, ένας άνθρωπος που σπαράσσεται από ισχυρά συναισθήματα: μίσος, απόγνωση, θλίψη, οργή, αλλά και απέραντη αγάπη για το παιδί του, το μόνο φωτεινό σημείο στη ζωή του.

 

Που κι αυτό όμως σκοτεινιάζει, όταν ο ήρωας διαπιστώνει με ντροπή πως δεν δύναται να το φροντίσει όπως πρέπει, όπως του αξίζει του μικρού, κι όπως θα ήθελε ο ίδιος. Ο Άρης σιγά – σιγά αποστερείται όχι από τους πόρους για να ζήσει, αλλά από την ανθρώπινή του υπόσταση, την έσχατη αξιοπρέπεια του πατέρα που καταφέρνει να ανατρέφει το παιδί του. Εάν ο γιος κινδυνεύει από την κατάσταση του μπαμπά, τότε, στ’ αλήθεια, ο Άρης έχει πιάσει πάτο, και το τέλος, το όποιο τέλος, είναι κοντά.

 

Κι όλα αυτά έχουν συμβεί, να σημειώσω, επειδή ο Άρης είναι ένας αόρατος. Για το αφεντικό του, για όλα τα αφεντικά, είναι απλώς ένα νούμερο, μια δαπάνη που κόβεται, ένα ποσό που επιστρέφει στην τσέπη τους κάνοντάς τους πλουσιότερους. Για τους οικονομικά ισχυρούς ο Άρης, και όλοι οι άλλοι σαν κι αυτόν, απλώς δεν υπάρχουν. Ή, ακόμα κι αν υπάρχουν, ως ονόματα και λογιστικές εγγραφές, δεν φαίνονται, δεν είναι ορατοί. Ο Άρης, πλέον, με το πιστόλι στο χέρι, δεν θέλει πια τη δουλειά του πίσω – αυτό το έχει ξεπεράσει, έχει καταλάβει πως δεν θα γίνει ποτέ, το έχει αποδεχθεί.

 

Αυτό που επιδιώκει, ως δυσοίωνος ιχνηλάτης του ανθρώπου που τον βύθισε σε απόγνωση, είναι να κάνει το αφεντικό του να τον δει, να αναγνωρίσει την ύπαρξή του, να καταλάβει πως το προσωπικό που περικόπτεται είναι στην πραγματικότητα άνθρωποι με παιδιά, με φίλους, με σχέσεις, με αρρώστιες, με συνήθειες και προτιμήσεις, με όνειρα και εφιάλτες. Το αφεντικό λέει πως δεν έχει τίποτα προσωπικό μαζί του – ο Άρης ακριβώς θέλει να το κάνει προσωπικό το ζήτημα. Ο αόρατος άνθρωπος δεν είναι μόνο ο ήρωας στην ταινία του Δημήτρη Αθανίτη – είμαστε όλοι εμείς.

 

Τώρα, τί το κάνει το πιστόλι, το πώς το χρησιμοποιεί, δεν θα σας το πω. Για να μην “κάψω” το εύρημα του τέλους, όπως το επεξεργάστηκαν σεναριακά ο σκηνοθέτης μαζί με τον συν-σεναριογράφο του, τον Γιώργο Μακρή. Αρκεί να πω πως ο υφέρπων, σηπτικός, υγρός και παγωμένος ζόφος, που τεκμηριώνεται οπτικά σε όλη την ταινία με τις απίστευτες, σχεδόν μετα-αποκαλυπτικές σκηνικές τοποθεσίες και τη δημιουργική φωτογραφία του Γιάννη Φώτου, παραμένει και διαιωνίζεται. Η λύτρωση είναι μια αξία υπό εξαφάνιση στην αληθινή ζωή. Γιατί να ισχύει αυτό και στον καλό κινηματογράφο;